37. Η δικαίωση

257 21 9
                                    

Καθίσαμε γύρω από το μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας, η οποία μόλις που μας χώρεσε και τους έντεκα. Η Αρίσα και η Μάγκυ ανέλαβαν το σερβίρισμα και όταν προσφέρθηκα να βοηθήσω, μόνο που δεν ξεκίνησαν το κήρυγμα.

Όταν το νόστιμο φαγητό είχε σερβιριστεί μαζί με το μυρωδάτο κόκκινο κρασί, ήταν καιρός για τις «συστάσεις». Πήρα το λόγο και άρχισα να συστήνω τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους.

Με τον Μάικλ, τη Μάγκυ και το Τζέρεμι ήμασταν μια οικογένεια από τα παιδικά μας χρόνια, ενώ η Αρίσα και η Ζωρζέτ, παρόλο που μπήκαν αργότερα στη ζωή μου, έγιναν μέλη της οικογένειάς μου, καθώς με στήριξαν και με κράτησαν στην καρδιά τους.

Δεν υπήρχε λόγος, αλλά για χάρη του τυπικού, ανέφερα ότι ο Ρίτσαρντ Ντέιμον ήταν ο σύντροφος της ζωής μου, με τον οποίο είχαμε αρραβωνιαστεί κιόλας λίγες μέρες μετά την έξοδό μου από το νοσοκομείο.

Και τελικά, ο μικρός Μάρτιν ήταν το νέο μέλος της οικογένειάς μας, καθώς κατάφερα να γίνω μαζί με τον Ρίτσαρντ κατάλληλο υλικό για ανάδοχη οικογένεια για τον μικρό μπόμπιρα.

Από την άλλη πλευρά, ο κ. Μπόρις ήταν εκείνος που πήρε το λόγο καθώς οι άλλοι δύο έμοιαζαν μαγκωμένοι, άλλωστε δεν είχαμε καλό παρελθόν.

Ξεκίνησε τυπικά διηγούμενος την ιστορία της γέννησής μου από την αρχή και για το πώς χάθηκα μέσα από τα χέρια της οικογένειας Μπλέικ, όπως επίσης ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει τη μέρα που γεννήθηκα.

Έμεινα έκπληκτη όταν έμαθα ότι το κλειδί για να αποκαλυφθεί η αλήθεια ήταν η κα. Ντόροθυ και εκείνος ο ανέμελος συμμορίτης Λιρόι Μακ Κόναν.

Ο κ. Μπόρις τόνισε πόσο υπέφερε ο κ. Μπλέικ με το χαμό της συζύγου και του αγέννητου παιδιού του και ήταν ο λόγος που εκείνος και ο Ήθαν είχαν απομακρυνθεί. Μετά όμως από όλη αυτήν την περιπέτεια, είχαν έρθει πιο κοντά και μάλιστα ήθελαν να με καλωσορίσουν στην οικογένεια Μπλέικ, δίνοντάς μου το όνομα που μου άρμοζε.

Ήταν τότε που πήρε το λόγο ο κ. Μπλέικ και σηκώθηκε από τη θέση του.

-«Κέιτ, ξέρω ότι είχαμε μια πολύ άσχημη αρχή. Παρόλο που δεν γνώριζα την αλήθεια τότε, μετανιώνω πικρά που σήκωσα το χέρι μου πάνω σου. Δεν ξέρω αν θα με συγχωρέσεις ποτέ, αλλά παρακαλώ για χάρη της μητέρας σου, να δεχτείς τουλάχιστον το όνομα Μπλέικ.» είπε με τρεμάμενη φωνή ενώ με κοιτούσε με ανάμεικτα συναισθήματα αγάπης, τρυφερότητας και αγωνίας.

Η μάχη της ψυχής ΙΙΙ: Η δικαίωσηOnde histórias criam vida. Descubra agora