[1]

1.3K 112 13
                                    

Αφήνω την τελευταία κούτα στο πάτωμα και κοιτάω τριγύρω. Αφήνω μία ανάσα και πάω ξανά στον διάδρομο για να πάρω τις σακούλες με τα υλικά για το βραδινό μου.

Η πόρτα δίπλα από τη δική μου ανοίγει και ακούω έναν περίεργο ήχο πριν ακούσω ένα επιφώνημα πόνου. Γέρνω μπροστά για να κοιτάξω τι γίνεται. Ένα αγόρι βγαίνει από την πόρτα με τα γόνατα ελαφρά λυγισμένα, πριν ορθώσει το ανάστημα του. Πρέπει να γύρω το κεφάλι μου προς τα πίσω για να κοιτάξω το πρόσωπό του.

Παναγία μου είναι τόσο ψηλός.

Τρίβει το μέτωπο του και βάζει το τσιγάρο που δεν πρόσεξα ότι κρατούσε στο στόμα του. Φωνάζει ένα γελοίο όνομα πριν κάποιος τον βρίσει και η πόρτα κλείνει. Εκείνος γυρνάει προς το μέρος μου και τότε με παρατηρεί.

Τον κοιτάω επίμονα και αδιάκριτα και μόνο τώρα συνειδητοποιώ πόσο αμήχανο θα ήταν αυτό.

Αλλά εκείνος χαμογελάει και τα μπλε του μάτια γυαλίζουν.

Το στόμα μου ανοίγει και είμαι πολύ σίγουρη ότι φαίνομαι απίστευτα χαζή.

«Καινούρια;» λέει με μία άνεση που για μια στιγμή τον ζηλεύω.

«Ναι!» Και μετά: «Ε-Εννοώ... ναι, ναι,» μπερδεύω τα λόγια μου και χαχανίζω σαν καθυστερημένη.

Το ίδιο χαμόγελο. «Καλωσήρθες.» Και με προσπερνάει, με τα πανύψηλα πόδια φτιαγμένα από καλαμάκια.

Wow.

Peculiar MeetingsWhere stories live. Discover now