[2]

866 97 3
                                    

Οι μετακομίσεις ήταν πολύ πιο δύσκολες απ' ότι φανταζόμουν. Ειδικά όταν προσπαθώ μόνη μου να μετακινήσω αυτόν τον πολύ ξεροκέφαλο καναπέ.

Τον βάζω στη θέση του στην 17η προσπάθεια μου και μετά πέφτω πάνω του με έναν γδούπο και μία εξουθενωμένη ανάσα.

Η πόρτα του μπαλκονιού είναι μισάνοιχτη και, περίεργη, πέρνω ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο και βγαίνω έξω. Κάθομαι στα κρύα μαρμάρινα πλακάκια και πίνω μια γουλιά.

Στον δρόμο, το φανάρι έχει χαλάσει και δείχνει κόκκινο και η ουρά από αυτοκίνητα κορνάρουν η μία πιο δυνατά από την άλλη, λες και αυτό πρόκειται μαγικά να φτιάξει το φανάρι. Υψώνω τα μάτια μου στον ουρανό και γελάω λίγο.

«Καινούρια; Γεια,» μία φωνή περίεργα κοντά μου κάνει την καρδιά μου να σταματήσει.

Γυρνάω το κεφάλι μου προς τη φωνή και βλέπω τον τύπο από προχτές στο διπλανό μπαλκόνι. Κάθεται και εκείνος κάτω και καπνίζει έχοντας τα πόδια του κοντά στο στήθος του. Τα μαλλιά του είναι ξανά πιασμένα πίσω και τα μάτια του γυαλίζουν.

Είναι σαν κινούμενη ηλιοφάνεια.

Κοκκινίζω λίγο με τις σκέψεις μου και χαμογελάω αχνά προς εκείνον.

«Πώς σου φαίνονται οι εξαίσιες εγκαταστάσεις μας;» Η ειρωνεία είναι εμφανής στη φωνή του.

«Απίστευτες. Οι αράχνες που βρήκα στην μπανιέρα μου θα είναι χαριτωμένες για κατοικίδια.»

Γέλασε και με έκανε να χαμογελάσω. Έσβησε το τσιγάρο που κάπνιζε και αμέσως άναψε άλλο. Συνοφρυώθηκα αλλά δεν είπα τίποτα.

«Λοιπόν,» σηκώθηκε όρθιος και πόνεσε ο σβέρκος μου για να μπορέσω να τον κοιτάξω στα μάτια. «ελπίζω να σου αρέσει εδώ.» Μου έκλεισε το μάτι και εξαφανίστηκε πίσω από τις μπαλκονόπορτες.

Τα μάγουλα μου έκαιγαν όταν τα άγγιξα.

Peculiar MeetingsWhere stories live. Discover now