2| Ορκοι

0 1 0
                                    

Την ίδια στιγμή, Η αναπνοή του απέκτησε ταχύτατους ρυθμούς σαν έφυγε από το κτήριο. Ανάβοντας ένα τσιγάρο στήριξε την μορφή του στον τοίχο.
Ανέπνεε τον καπνό σαν αυτός να τον κρατούσε ζωντανό, όμως στην πραγματικότητα ήταν η αιτία που κάθε μέρα πέθαινε. Πέρασε αρκετή ώρα με τις σκέψεις του, κάτι που έκανε συχνά.
Ήταν δύσκολο να κρατάει το κεφάλι του ψηλά όταν σε όλη του την παιδική ηλικία το είχε στραμμένο στο πάτωμα.
«Grayson» άνοιξε η πόρτα. Ήταν ο Cole. «Πως είσαι;» Δάγκωσε ένα κουλούρι σαν γονάτισε δίπλα στον συνάδελφο του.
«Τον ξέρεις τον μικρό. Έρχεται σαν κυνηγημένο σκυλί με βύσμα από τον πατέρα του και νομίζει ότι θα τρέξουμε όλοι να τον ακούσουμε.» Αναστέναξε ακουμπώντας σκεπτικός το τσιγάρο στα χείλη του. Αυτήν την φορά πιο ήρεμα, πιο συνειδητά. «Γιατί λυσσάει τόσο;»
Στιγμιαία σώπασαν στο ερώτημα αυτό. Γιατί γιατί γιατί. Αυτόν τον ενδιέφερε να μάθει. Όχι ότι του κινούσε το ενδιαφέρον ο λόγος πραγματικά, αλλά επειδή δεν πίστευε πως ένας άνθρωπος θα έκανε όντως τα πάντα για κάτι. Ο Grayson ήταν άνθρωπος που δεν πίστευε στα συναισθήματα όπως η αγάπη ή η συμπόνια. Στο μυαλό ενός πρόωρα ώριμου άνδρα όλοι είχαν κέρδος από οποιαδήποτε πράξη τους. Έτσι θα μάθαινε και τον σκοπό του Jason.
«Αυτό το παιδί, θα με τρελάνει.» Πάτησε το τσιγάρο στο πάτωμα και κοίταξε τον Cole.
«Πάμε κάπου ωραία;» Πρότεινε βγάζοντας άλλο ένα κουλούρι από την σακούλα.
«Πεινάς ακόμα; Παίρνω όρκο ότι έχεις φάει όλη την κουζίνα» η φωνή του αν και φαινόταν παιχνιδιάρικη , ουσιαστικά ήταν επικριτική. Αν έτρωγε όσο ο Cole σίγουρα δεν θα είχε την ψυχική δύναμη να πάει στο γυμναστήριο, σε αντίθεση με τον λαίμαργο αστυνομικό.
Στεκόμενος πάλι στο ύψος του, φανερά ψηλότερος από τον Gray τον κοίταξε με ένα στραβό χαμόγελο. Υπονοώντας ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συμφωνήσει.
«Καλά»γέλασε «σκούπισε τα σουσάμια σου και πάμε» έβγαλε άλλο ένα τσιγάρο από το πακέτο και το ακούμπησε ελαφρά στα χείλη του πριν πάρει την απόφαση να το ανάψει.
« Θα πω και στην Jenna, έχω να την βγάλω έξω καιρό!» Ερωτευμένος πληκτρολόγησε τον αριθμό της και έφυγε να της μιλήσει ιδιωτικά, αφήνοντας δυστυχώς ξανά τον Gray μόνο με τις σκέψεις του.
Η συμπεριφορά του Cole ήταν αλλιώτικη όσο πρόκειται για τον Ίδιο. Πάντα φρόντιζε να βγάζει τον Gray βόλτα στο τέλος κάθε εβδομάδας δίχως να ξεχνάει να του πάει φαγητό ακόμη κι όταν είχε ρεπό. Ώρες ώρες αναρωτιόταν αν είχε καταλάβει κάτι που δεν έπρεπε και φερόταν έτσι, άλλες φορές έλεγε στον εαυτό του ότι έτσι ήταν ο Cole σαν άτομο για να μην το υπεραναλύσει.
Και αν είχε καταλάβει; Όχι. Δεν ήταν δυνατόν.
Απέβαλε κάθε αμφιβολία καθαρίζοντας το μυαλό του. Με μια απότομη κίνηση πέταξε το μισοτελειωμενο τσιγάρο στο τσιμέντο και το πίεσε με το παπούτσι του επίμονα. Σαν να τον χτύπησε έντονος αέρας, το πρόσωπο του άλλαξε μορφή, υιοθετώντας για άλλη μια φορά την σοβαρή αλλά ήρεμη έκφραση του. Ο Cole επιστρέφοντας  του έδωσε το χέρι του ώστε να σηκωθεί ξανά όρθιος και προχώρησαν να γυρίσουν  στην βάρδια. Είχαν ακόμη μια ώρα μπροστά τους, αν πίστευε στον Θεό θα του ζητούσε να είχε σχολάσει  ήδη όπως άλλοι συνέταιροι του. Ο Cole άφησε την πόρτα ανοιχτή για να ακολουθήσει ο Gray όμως εκείνος την έκλεισε. Για λίγο στάθηκε. Εκεί. Σιωπηλός. Το βλέμμα παγωμένο στη σκέψη εκείνων των γαλανών ματιών που τον κοίταζαν εξίσου επίμονα κάθε φορά, σαν να τον παρακαλούσαν για βοήθεια, σαν να τον εκλιπαρούσαν να δώσουν ένα τέλος στον πόνο που καταπίεζαν.
«Γιατί με κοιτάς έτσι» σκέφτηκε. «Γιατί με κοιτάς σαν να θες κατι από εμένα; Κατι που δεν είσαι σίγουρος αν μπορώ να σου δώσω;» Όμως το ζευγάρι γαλάζιου δεν μπόρεσε να ακούσει αυτές τις σκέψεις, γιατί ο Gray δεν είχε την δύναμη να τις πει. Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος έκλεισε μια ακόμη πίσω του.
Προς έκπληξη του θα ήταν η πρώτη φορά που θα συναντούσε την Τζεννα εκτός δουλειάς. Συνήθως του έγραφε την συνταγή για ορισμένα φάρμακα που έπαιρνε για τις αϋπνίες του ή περιστασιακά ντεπόν για τους πονοκεφάλους του ύστερα από υπερωρίες. Ήταν μια συνηθισμένη φαρμακοποιός. Ψυχολογώντας την, την έβρισκε άχρωμη και βαρετή. Συχνά απορούσε γιατί ο Cole ήταν μαζί της, ενώ εκείνος ήταν ένας τόσο ευγενικός και εύκολος  άνθρωπος.
Με βαριά καρδιά ετοιμάστηκε. Η μονοχρωμία τον ευχαριστούσε πάνω του. Του έδινε την εντύπωση πως ταυτόχρονα ξεχώριζε αλλά και όχι. Σε έναν κόσμο τόσο έντονο όπως ο δικός του, χρειαζόταν να έχει την προσωπική του ηρεμία, κι ας ήταν μόνο στα ρούχα του.
Πλάγιασε στην τζαμαρία του διαμερίσματος του. Υπέροχη θέα, θαρρείς πως έβγαινε από κάποιο τουριστικό βίντεο. Πόσο μικρός ήταν ο κόσμος; Μπροστά του έβλεπε ολόκληρη την πόλη, κι όμως, δεν έβλεπε αυτό που ήθελε να δει. Στιγμιαία εστίασε στην αντανάκλαση του.
Αδρά χαρακτηριστικά, σου κινούσαν το ενδιαφέρον πριν καλά καλά πλησιάσει. Αντίκριζε την όψη του καθημερινά όσο κι αν προσπαθούσε να την αποφύγει. Διέκρινε ένα κενό βλέμμα, που δεν είχε τίποτα να χάσει. Ένα βάζο λουλουδιών μόνο για διακόσμηση, σαν να μην έχει γευτεί ακόμη την ζείδωρη αγκαλιά που χρειαζόταν. Πλέον τον είχε κυριεύσει μια ανεξήγητη δυσμένεια για αυτές τις «ανάγκες», πείθοντας τον εαυτό του ότι δεν κατείχε.
Έβγαλε τα ρούχα του ξανά. Τα άλλαξε. Τα έριξε στο πάτωμα αποδεικνύοντας στον εαυτό του πως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από άψυχα όντα που χρησιμοποιούσε για να δώσει αξία στο σώμα του. Απορούσε πως ένας άνθρωπος σαν εκείνον θα είχε καταντήσει έτσι. Θαρρεί κανείς πως είχε ότι ήθελε από την ζωή, όμως σαν γέμιζε το πορτοφόλι του άδειαζε η καρδιά του πριν αδειάσει και το πορτοφόλι του ξανά. Ένα σώμα καλοδουλεμένο βγαλμένο από την φτώχεια, ένα ζευγάρι μάτια που θύμιζαν την άβυσσο του σύμπαντος και μια καρδιά ταλαίπωρη. Είχε ξεχάσει πως ήταν να αγαπάς και να σε αγαπάνε . Κι αν ακόμα θυμόταν, το έκρυβε καλά.
Τα πόδια του λειτουργούσαν από μόνα τους, η συνείδηση του απομακρυνόταν. Έκανε κύκλους. Από την κουζίνα στην ντουλάπα και ξανά στο σαλόνι. Από παιδί μούγκριζε ασυναίσθητα, προσπαθώντας να συμμαζέψει τις σκέψεις του. Έτσι ξεσπούσε. Δεν άντεχε να  φωνάξει, ακόμη κι αν εκείνος θα τον άκουγε μόνο. Ο άνθρωπος στον όποιο ποθούσε να φωνάξει και να χτυπήσει δεν ήταν εκεί, μάλλον δεν θα ξανά εμφανιζόταν σε εκείνο το διαμέρισμα. Δεν θα ξανά έπιναν μετά από την βάρδια ούτε θα διαγωνίζονταν ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα στην επόμενη ταμπέλα, ενώ ο χαμένος θα κερνούσε βραδινό. Λυπούνταν βαθύτατα που η ζωή του είχε στερήσει έναν τόσο κοντινό του φίλο, που πλέον αναγκαζόταν να βλέπει κάθε μέρα και να αποφεύγει ή να έρχεται σε αντιπαράθεση μαζί του. Καταριόταν κάθε μέρα τις αποφάσεις του παρελθόντος, ευχόμενος ο φίλος του να είχε υπάρξει πιο λογικός παρά παρασυρμένος από τα συναισθήματα του.
Τα νύχια του έστω και κοντά χάραξαν τον λαιμό του. Ένα ταξίδι από τον σβέρκο του ως μπροστά στην καρωτίδα. Ένιωθε το δέρμα του να καίει σαν το στιγμάτιζε, έβλεπε την ψυχή του στιγμιαία να ζωντανεύει σαν το σώμα του πονούσε.
Τα μαλλιά του, αν και ίσια δεν έφταναν να καλύψουν τα σημάδια στον λαιμό του. Μονοπάτια που ο ίδιος χάραζε κι ύστερα γέμιζε. Κάθε του βήμα ήταν πάνω σε τεντωμένο σκοινί, κατανοούσε την ψυχολογική αστάθεια του, όμως δεν άντεχε να επιτρέψει κάτι τέτοιο να τον καταβάλει. Ήταν άνθρωπος που σε μια άλλη εποχή θα ένιωθε έντονα, όμως στην κατάσταση του παρέμενε μονάχα ένα παιδί που ο κόσμος το αδίκησε νωρίς.
Γονάτισε στην γωνία της κουζίνας. Τα φώτα σαν αγκάλιαζαν τα φυτά του έκαναν τις σκιές τους μαχαίρια να τον πλησιάζουν. Έφερε ξανά  στην μνήμη του τον Cole και τις πράξεις του ενώ πείραζε την άκρη του χαλιού. Ορισμένες φορές ο Cole του θύμιζε τον αδερφό του. Έναν αδερφό που κάποτε πόνεσε βαθιά. Έτσι ήταν κι αυτός, βαφτισμένος με το όνομα Joseph, αγαθός και γενναιόδωρος. Εάν κάποτε οι τσέπες του ήταν γεμάτες θα τις γέμιζε για να τις αδειάσει στα χέρια κάποιου άλλου. Ο Gray αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, η στάση του αδερφού του τον εκνεύριζε. Τον θεωρούσε θύμα εκμετάλλευσης και δυστυχώς επαληθεύτηκε. Σε έναν κόσμο όπου τρως ή σε τρώνε, άνθρωποι σαν εκείνον είναι μονάχα το πρόγευμα. Όμως τον εκνεύριζε ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι είχε δίκιο. Ο Joe πλέον δεν υπήρχε, όχι σε αυτόν τον κόσμο.
«Δεν το κάνει γιατί νοιάζεται για εμένα. Δεν με ξέρει καν.» Ψυθίρισε. « Η δουλειά δεν μας φέρνει καν κοντά, απλά είναι ευγενικός μαζί μου γιατί είναι ανίδεος για την ωμή πλευρά της δουλειάς... Μήπως... με λυπάται;» Σκάλωσε. «Τι...;» Έτρεμαν τα χέρι του, οριακά τον έπιανε μανία. Για ακόμη μια φορά στη ζωή του ένιωθε κατώτερος. Δεν ήθελε να έχει πάνω του την ανάγκη των άλλων, ούτε να θεωρούν οι άλλοι πως χρειάζεται βοήθεια. Πάλευε καιρό για την ανεξαρτησία του, ακόμα πάλευε.
Νευρικό γέλιο έφυγε από τα χείλη του και κοπάνησε προς τα πίσω το κεφάλι του. Τα συναισθήματα του δεν ήταν κάτι που μπορούσε να χειριστεί εύκολα, τουλάχιστον σε ότι είχε να κάνει με εκείνον. Προερχόταν από μια μεγάλη οικογένεια απλών ανθρώπων. Οι πολυπλοκότητες ήταν θέμα των πλουσίων και των ευκατάστατων. Τρίτος στην σειρά και τρίτος από το τέλος. Δεύτερος πια, εξαίροντας τον Joseph. Πολλές φορές αναρωτιόταν αν τα αδέρφια του τον θυμούνταν, ο μικρότερος του αδερφός ο Kai δεν τον γνώρισε και ποτε τον πολυαγαπημένο τους Joe. Μονάχα την Tristen, την μεγαλύτερη πλέον αδερφή όπου χαρακτήριζαν και ως «μητέρα» διότι εκείνη τους μεγάλωσε. Οι γονείς τους ήταν απλοί αγρότες, ταλαίπωροι άνθρωποι που ήρθαν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεων τους στα γεράματα. Τους κυνηγούσαν τα δανεικά και οι υποχρεώσεις, όπως κυνηγούσαν και τα παιδιά τους. Έτσι κατέληξε ο Grayson στην αστυνομία. Από μια αναθεματισμένη συμφωνία μεταξύ του πατέρα του και του Δημάρχου, ο οποίος είχε την μεγαλοκαρδία να αναλάβει την διατροφή του Gray και να τον σώσει από μια θανατηφόρα αρρώστια ως αντάλλαγμα να υπηρετήσει και να ανταποδώσει την γενναιοδωρία του Δημάρχου Jones στο μέλλον. Μέχρι και εκείνη την ημέρα, ακόμη ανταπέδιδε.
Καμία αντίδραση. Όψη νεκρή ξανά. Δεν άντεχε ούτε λεπτό με τα συναισθήματα του. Τον έπνιγαν, τον γέμιζαν ζωή την οποία ήξερε πως δεν άξιζε. Τελευταίο πράγμα που το μυαλό του έφερε στην επιφάνεια πριν σηκωθεί και ετοιμαστεί σαν να μην έγινε τίποτα, ήταν εκείνο το ιδεατό βλέμμα του Jason πριν φύγει από το τμήμα.
«Γιατί με κοιτάς;»ψέλλισε.
«Γιατί να κοιτάς, εμένα;» Ξεφύσησε βγαίνοντας αγανακτισμένος από το διαμέρισμα.
Απότομα η πόρτα κλείδωσε, όπως και τα συναισθήματα του.
Η Jenna πάντα ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς, ανοιχτό βιβλίο. Ήταν ένα καλόκαρδο άτομο, το είδος για το οποίο ανησυχείς. Υπάρχει μια προσωπικότητα σε αυτόν τον κόσμο που η κοινωνία ομόφωνα υποστηρίζει ότι ο ρόλος της ήταν να δίνουν στους άλλους και να είναι γενναιόδωροι ανά πάσα στιγμή. Τους κάνει υπέροχους και ευλογία για όλους όσους βρίσκονται στη ζωή τους, αλλά είναι και επικίνδυνο. Λειτουργούν σαν κινητήρας που λειτουργεί συνεχώς, σχεδόν ποτέ δεν χρειάζεται το χρόνο που χρειάζονται για συντήρηση και ανεφοδιασμό. Ως εκ τούτου, είναι επιρρεπείς σε βλάβες μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Το καλόκαρδο άτομο χρειάζεται τη δική του καλοσύνη να αντανακλάται σε αυτόν. Η φροντίδα που δίνουν στους άλλους πρέπει να τους επιστρέψει ως φροντίδα. Αγαπήστε τα με τον σωστό τρόπο ή χάσετε τα, έτσι είναι, γιατί σπάνια μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους.
Με ένα πλατύ χαμόγελο, τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση του Gray, κάνοντας μύτες να τον φτάσει έστω και στον λαιμό. Τα μαλλιά της ωστόσο την αγκάλιαζαν περισσότερο από ότι τα χέρια του. Πίσω της, έλαμψε μια Τρίτη σκιά, εκτός του Cole.
« Selena» έδωσε το χέρι της. «Είμαι φίλη της Jenna και του Cole» χαμογέλασε , λιγότερο φανερά από την Υπόλοιπη παρέα της.
«Grayson» της έσφιξε την χειραψία δίχως να σταματήσει να κουνάει αργά το κεφάλι του στον Cole. Τι την είχε φέρει; Για συνοδεία;
Όσο διαρκούσε μια επίσκεψη στην τράπεζα, άλλο τοσο διαρκούσε εκείνη βραδιά, βουτηγμένη στην σιωπή και το αλκοόλ.
Το ζευγάρι όπως ήταν αναμενόμενο αποχώρησε νωρίτερα αφήνοντας χώρο στην Selena να κάνει κάθε είδους ερώτηση στον περιφραγμένο από τοίχο με συρματόπλεγμα αστυνομικό.
Κάτι μέσα του φώναζε πως δεχόταν πίεση. Από τον Cole; Από την Jenna; Από το σύμπαν; Πάντως δεν του άρεσε και ήθελε να τελειώσει.
Πέρασαν μόλις δυο τέταρτα και ένας δυνατός κρότος του είχε καταβάλει το κεφάλι. Θα ορκιζόταν ότι ήταν η ασταμάτητη φωνή της Selena να ονειροπολεί και να του ζητάει να της κάνει μια ανασκόπηση της ζωής του.
«Δυστυχώς για εμένα, δεν μου δίνουν τόσο εύκολα ρεπό όπως άλλους. Όποτε προτείνω να το συνεχίσουμε κάποια άλλη στιγμή;» Της χαμογέλασε πληρώνοντας ταυτόχρονα με την κάρτα του τον σερβιτόρο. Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της μπερδεμένη. «Πραγματικά με βαρέθηκες;» Το βλέμμα της ψυχρό. Κοφτό.
Έπειτα από τρεις ώρες που την είχε γνωρίσει, στην καρδιά του κατάλαβε πως τώρα την είδε πραγματικά. Τα μαλλιά της αν και σγουρά, δεν ήταν ατημέλητα. Ήταν αρχοντικά, μπούκλες αψεγάδιαστες. Σαν σηκώθηκε, φάνηκε το ύψος της.
Νωρίτερα δεν την είχε παρατηρήσει ιδιαίτερα. Δεν έβρισκε τον λόγο. Δεν τον ενδιέφερε αν ήταν όμορφη ή άσχημη, ψηλή ή κοντή. Ήξερε απλά ότι δεν την ήθελε εκεί. Δεν την είχε υπολογίσει. Όμως τώρα, τον έκανε να την προσέξει.
Θύμιζε μοντέλο η στάση της. Πόδια λεπτά και ψηλά. Συνδέονταν αρμονικά με τον κορμό της δίχως κάποιο ελάττωμα. Όμως κάτι πάνω της κάπου έχανε. Πάντως όχι στην εμφάνιση της. Θα έλεγε κανείς πως ήταν στο βλέμμα της, όμως ούτε αυτό θα ήταν σίγουρο.
«Λοιπόν;» Επέμεινε. «Δεν θα το παραδεχτείς;»
«Ναι» σταύρωσε τα χέρια του. Όχι τόσο για άμυνα, αλλά για να αναμετρήσει  την στάση του κορμιού του με την δική της. Δεν φοβόταν για το γεγονός πως θα είχε μεγαλύτερο άνοιγμα πλάτης, όμως στο ύψος ίσως και να τον κέρδιζε.
«Το κατάλαβα.» Γέλασε κοιτάζοντας από την άλλη. Τίναξε την χαίτη της με αποφασιστικότητα.
«Θες να περπατήσουμε;» Της πρότεινε κοιτάζοντας βαθιά μέσα της. Πως να ψυχολογούσε ένα άτομο όπου πριν λίγο έμοιαζε να φαίνεται σαν έφηβη ενώ τώρα έμοιαζε όντως την ηλικίας της;
Ακόμα και στο βελούδινο σκοτάδι υπάρχει το φως των αστεριών, ίσως μια υπόσχεση ότι ακόμα και όταν λαχταρούμε για το φως του ήλιου θα υπάρχουν αυτά τα αστέρια για να φέρουν την ελπίδα της αυγής. Είναι πάντα το φως που ποθούμε, γιατί χωρίς αυτό ποιος είναι ο κόσμος μας; Θα γίνονταν πλάσματα της νύχτας για πάντα για να σκοτώνονται και να κρύβονται από τα αρπακτικά φανταστικά ή αληθινά; Είτε έτσι είτε αλλιώς αναζητούμε το φως, την ευκαιρία να σηκωθούμε και να είμαστε δυνατοί, να δούμε την ομορφιά και να είμαστε όμορφοι. Η ικανότητα να βλέπουμε τους άλλους και τον εαυτό μας, να βλέπουμε τη φύση και την εκπληκτική παραλλαγή της είναι ένα μεγάλο δώρο για τον καθένα.
Με πρόσεξε. Στιγμιαία σκέφτηκα πως με είδε, όχι απλά κοίταξε. Περπατώντας στο λιμάνι μπόρεσα να λησμονήσω κάτι που νόμιζα πως είχα ξεχάσει, μια ανάμνηση. Ένα συναίσθημα.
Το βλέμμα μου χάιδεψε τα καράβια και τις βάρκες που ξεκουράζονταν στα ήρεμα νερά, ποτισμένα από την ξάστερη εκείνη νύχτα. Πως μια ψυχή τόσο ταραγμένη σαν εμένα μπορούσε να θαυμάζει μια τέτοια γαλήνη; Συχνά αναρωτιόμουν αν ήμουν ικανός, αν μου άξιζε να αντικρίζω τον ουρανό και να μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να αφαιρείται...
«Η αλήθεια είναι...» η φωνή της με τράβηξε πίσω στην πραγματικότητα. «Πως δεν ήρθα ούτε τυχαία σήμερα ούτε για οτιδήποτε άλλο σκέφτηκες.» Γιατί με κοίταζε έτσι; Με ένα βλέμμα τόσο αθώο μα ταυτόχρονα τόσο επιβλητικό; Γεμάτη μιας πνοής πάθους που έσπευδε με το παραμικρό να μου χαρίσει;
«Σε ακούω» την επιβεβαίωσα. Θα έλεγα ψέμματα στον εαυτό μου λέγοντας πως δεν μου είχε τραβήξει το ενδιαφέρον με τον τρόπο που χειριζόταν τις λέξεις. Ναι, ήταν ακόμη αφελής στα μάτια μου. Όμως δεν είχα ξαναδεί τέτοια δυναμική παρουσία σε κοπέλα.
«Η Jenna μου είπε ότι πλέον δουλεύεις με τον Cole στην αστυνομία, όχι μόνο αυτό. Πως μέχρι και πριν μερικά χρόνια ήσουν άριστος ντέντεκτιβ.» Δεν πρόλαβα να την διακόψω, με πρόλαβε.
«βασικά, ήμουν και εγώ μέλος της αστυνομίας... όχι πολύ αργότερα αφού σταμάτησες να είσαι ντέντεκτιβ» το βλέμμα μου γέμισε με κάτι πρωτόγνωρο, απορία.
«Ήσουν όντως;» Αναζήτησα επιβεβαίωση και εκείνη κατέβασε το κεφάλι της καταφατικά πριν το βλέμμα της επιστρέψει στο δικό μου.
Με το χέρι μου της έδειξα το πλησιέστερο παγκάκι, και όπως χόρευε το ρεύμα της νύχτας πάνω στα κύματα της θάλασσας έτσι κι εμείς καθίσαμε, αφήνοντας μου χώρο να της δώσω όλη μου την προσοχή για πρώτη φορά εκείνη την βραδιά.
« ονομάζομαι Selena Grace Mitchell. Προοριζόμουν για Διοικητής  της αστυνομίας από τον Julian Kahncel. Όμως από όσο θα ξέρεις και εσυ, απεβίωσε πριν τρία χρόνια όταν ξεκίνησε η υπόθεση Kenneth.» Αν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου ή να ακούσει τον γοργό χτύπο της καρδιάς μου θα έμενε όσο σαστισμένη όσο ήμουν και εγώ άναυδος. Ήξερα ποια ήταν και μου φαίνονταν αδιανόητο πως δεν ειχα καταλάβει ποια ήταν νωρίτερα.  Υπολοχαγός Mitchell, η νεαρή κοπέλα η οποία παρά την ηλικία της θα κατείχε αργά ή γρήγορα τον τίτλο του Διοικητή της αστυνομίας. Εκείνο το κορίτσι το οποίο επέζησε την υπόθεση Kenneth. Κανείς δεν ξερει γιατί βρέθηκαν η Mitchell και ο συγχωρεμένος αρχηγός Kahncel σε εκείνη την αλάνα πίσω από την τράπεζα, εκτός από εμένα. Λέγεται πως είχαν συμφωνήσει ανεπίσημα στην επίβλεψη ενός αγώνα μοτοσυκλετιστών όμως ένας οδηγός εσκεμμένα έχασε τον έλεγχο ώστε να δημιουργηθεί αντιπερισπασμός και να κλέψουν την τράπεζα. Η έκρηξη έμεινε χαραγμένη στο μυαλό πολλών όταν η μοτοσυκλέτα συγκρούστηκε με το περιπολικό. Ωστόσο, η κατάσταση της Mitchell παρέμενε άγνωστη για τον υπόλοιπο κόσμο. Έχοντας την εδώ μπροστά μου, όρθια, με την αναπνοή της να χαράζει τον αέρα μπροστά στο πρόσωπο μου, τα μάτια της να μην έχουν χάσει την λάμψη που τόσα είχα ακούσει για αυτή  στα χρόνια εκπαίδευσης μου...
«Πως..;» Απόρησα. Ένα συναίσθημα τοσο πρωτόγνωρο. Τοσο ξένο. Πάντα ένιωθα πως ειχα τις απαντήσεις που χρειαζόμουν ή πως όλα είχαν πάντοτε μια τοσο απλή εξήγηση... να τη ομως μπροστά μου, η απόδειξη του ανεξήγητου, η έννοια της μαχήτριας.
« πίστεψε με ούτε εγώ έχω χωνέψει πως είμαι εδώ ζωντανή» γέλασε νευρικά χτενίζοντας με τα ακροδάχτυλα της μια τούφα από τα μαλλιά της πριν την αφήσει να πέσει απαλά στο πρόσωπο της. Κοίταξε μια στιγμή γύρω της λες και οι λέξεις που είχε προετοιμάσει στο μυαλό της αποδείχτηκαν ακατάλληλες την τελευταία στιγμή.
«Βρέθηκα να είμαι σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου με καμμένη σάρκα...» σοβάρεψε « οι επεμβάσεις ήταν τόσο κρίσιμες που οι γονείς μου υπέγραψαν δήλωση συγκατάθεσης σε περίπτωση που ...» το χέρι της κάλυψε το στόμα της. Μου κόπηκε η αναπνοή. Ήξερα τον όγκο εκείνου του περιστατικού όμως το να την ακούω να αναβιώνει όσα πέρασε, άγγιζε ένα κομμάτι του εαυτού μου που παρέμενε ακόμη θερμό μέσα μου. Της κατέβασα σιγανά το χέρι σφίγγοντας της το συμπονετικά δίχως να πω κάτι. Το σώμα μου είχα δράσει πριν το μυαλό μου. Μια κίνηση τόσο μικρή όμως τόσο ισχυρή.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολο ήταν πιο πολύ ψυχικά παρά σωματικά για μένα... όμως δεν ήρθα εδώ για να σου πω τα ψυχολογικά μου. Όταν ο διευθυντής αστυνομίας , μου ζήτησε εμπιστευτικά να τον υποστηρίξω στην επίβλεψη του αγώνα - που όπως άκουσες- έκανα την δίκη μου προσωπική αναζητηση. Συγκεκριμένα, επισκέφτηκα τον χώρο του αγώνα τρεις μέρες πριν, για να δω περί τίνος πρόκειται και γιατί η αστυνομία συννενουσε σε κάτι τέτοιο αντί να περνάει χειροπέδες σε όλους εκείνους τους εγκληματίες.»
«Συνέχισε» την ενθάρρυνα σταυρώνοντας τα χέρια στον θωρακα μου.
«Πρέπει να σου πω για τον Carson Kenneth»

Surviving Death.Onde histórias criam vida. Descubra agora