3|Πως γιναμε ετσι;

1 1 0
                                    

Λίγες μέρες αργότερα, ο δρόμος του τον έβγαλε ξανά στο μπαρ του Michael. Κοίταξε την πινακίδα πάνω από το κεφάλι του, με το ένα χέρι του κάλυψε τον ήλιο που τον δυσκόλευε να διαβάσει την ξύλινη επιγραφή.
«Salvatore» γέλασε διαβάζοντας το όνομα του μαγαζιού. Ήξερε πως ο Mike είχε την τάση να γίνεται δραματικός μερικές φορές. Ο 27αρης μπάρμαν κοίταξε ξαφνιασμένος στο άκουσμα της πόρτας.
«Είναι κυριολεκτικά 10 το πρωί μεσοβδόμαδα. Τι στα κομμάτια κουρεύεις εδώ;» Πέρασε την πετσέτα στον ώμο του και στηρίχθηκε στον μαρμάρινο πάγκο. Έσμιξε τα φρύδια του απορημένος, η όψη του Jason μαρτυρούσε πως η επίσκεψη του δεν ήταν τυχαία και σίγουρα όχι για καλό.
«Πες μου τι έγινε εκείνη την νύχτα. Σίγουρα δεν ρώτησα πολλά γιατί με κυρίευσε ο δικός μου πανικός αλλά δεν υπόσχομαι πως ήσουν διατεθειμένος να μου απαντήσεις αν σε ρώταγα.»
«Για ποια νύχτα μιλάς;» Κοίταξε αλλού
Ο Jason τον κοίταξε με μισό μάτι. Όσο κι αν ήθελε να γελάσει ή να σχολιάσει τον φίλο του, οι αποφάσεις που είχε πάρει εκείνο το πρωί ήταν σοβαρές και έπρεπε να συμπεριφερθεί ανάλογα. Ήταν ένας χαρακτήρας δυναμικός, γνώριζε καλά. Προσπάθησε πολύ για να μην παραιτηθεί. Πολέμησε μέσα του, πολέμησε για πολύ καιρό, ακόμη και όταν είδε τον πατέρα του να σκοτώνεται, ακόμη και όταν εντάχτηκε πάλι στο πάλι του τμήμα ενώ είχε φύγει για δυο χρόνια. Ποτέ όμως δεν είχε φτάσει τόσο κοντά. Στο μυαλό του έπαιζε ξανά και ξανά σαν ξεχασμένη κασέτα η υπόθεση του Carson. Περίπου τέτοιο καιρό, πριν τέσσερα χρόνια, όπου ο Carson ο αδελφικούς του φίλος κατηγορήθηκε για δολοφονία σε μια κοινή τους αποστολή. Οι αναμνήσεις ήταν θολές για να ανακαλέσει τι ακριβώς είχε γίνει, ακόμη η κρίση του ήταν σκεπασμένη με ερωτηματικά. Αρνούνταν να πιστέψει πως το είχε κάνει όμως βλέποντας σε τι εξελίχθηκε εκείνο το αγγελικό πρόσωπο είχε κυριευθεί από αμφιβολίες. Ο Carson πέρασε έναν χρόνο στην φυλακή όσο ο Jason συνέχιζε την ζωή του. Προσπάθησε αρκετές φορές να τον επισκεφτεί όμως οι αιτήσεις του απορρίφθηκαν. Δεν το παραδέχθηκε ποτέ σε κανέναν πως ο Carson δεν ήθελε να τον δει, μερικές δορές περιπλανιόταν από περιοχή σε περιοχή με έναν καφέ και προσποιούνταν πως ήταν στην επίσκεψη. Αυτή ήταν μια περίεργη πλευρά της υπερηφάνειας του. Ίσως να ήταν ντροπή βαφτισμένη ως υπερηφάνεια όμως με τα χρόνια είχε γίνει έξη του και δεν μπορούσε ούτε ήθελε να την αποχαιρετήσει.
«Την νύχτα που ήρθα εδώ,  την Πέμπτη» σταύρωσε τα χέρια του σαν κάθισε στο ψηλό σκαμπό.
«Δεν νομίζω να ξέρω κάτι παραπάνω από εσένα»
«Σταματα να αποφεύγεις την ερώτηση. Δεν σου απευθύνομαι σαν αστυνομικός, αλλά σαν τον φίλο σου που πάνω από αυτόν τον πάγκο έχετε εμπιστευτεί πολλά. Αν δεν σε πείθει αυτό, τότε δέξου απλά πως ανησυχώ να δουλεύεις σε ένα μπαρ μόνος σου ενώ στο δίπλα δωμάτιο ακούγονται περισσότεροι πυροβολισμοί παρά ομιλίες» ο Michael αναστέναξε ανοίγοντας το πορτακι του μπαρ. Για άλλη μια φορά τα ρούχα του αντικατοπτρίζαν τον χαρακτήρα του. Σκούρες αποχρώσεις του καφέ και του κόκκινου αγκάλιαζαν τον κορσέ του, σαν το πουκάμισο του είχε για πολλοστή φορά τυλιγμένα τα μανίκια. Τα δυο πάνω πάνω κουμπιά ανοιχτά ανοίγοντας την είσοδο για ένα γυμνασμένο σώμα κι ας ήταν λιγνή η μορφή του. Όσες φορές τον παρατηρούσε, έβρισκε ακόμη πιο πολλές ομοιότητες με τον Ρεν. Το μυαλό του ακόμη να επεξεργαστεί πως αυτοί οι δυο δεν ήταν το ίδιο άτομο μα δίδυμα!
«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για εμένα, με προστατεύουν καλά.»
«Ναι για αυτό πανικοβλήθηκες στο άκουσμα πυροβολισμών! Υποτίθεται το έχεις συνηθίσει»
«Κι όμως» τον διέκοψε «αυτή την συγκεκριμένη περίπτωση. Δυστυχώς από ότι κατάλαβες συνδέεται άμεσα με τον Carson, οι Raiders είναι η συμμορία του από όσο θυμάσαι.»
«Δεν ξεχνάω» έσφιξε την γροθιά του και τα δόντια του.
Διακόπτοντας την σιωπή τους, στην πόρτα φάνηκε μια γνώριμη και στους δυο όψη. Τους διαπέρασε εκείνο το πονηρό βλέμμα που τα παρατηρούσε όλα, τα εξέταζε όλα και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να ειρωνευτεί. Τον ήξερε καλά ο ένας, μα κι ο άλλος δεν απέκλειε τον πόθο να τον γνωρίσει καλύτερα κι ας η αύρα τους βρισκόταν σε κόντρα.
« Συγχωρέστε με κύριοι, μα θα πρέπει να σας διακόψω για λίγο ή για πολύ... ανάλογα τι θέλει η πίστη μου κυρία» υποκλίθηκε στον Michael δίχως να ταξιδέψει το βλέμμα του, παρέμενε εκεί, σχεδόν κατοικούσε σε οποιονδήποτε μιλούσε.
«Αλέξη» αναστέναξε πιάνοντας νευρικά ένα ποτήρι και άρχισε να το καθαρίζει μανιωδώς.
Ο Jason έδωσε το χέρι του σε μια γερή χειραψία.
« Νομίζω πως η γνωριμία μας δεν ήταν και η πιο καλή.»
«Σε ξέρω και με ξέρεις όσο χρειάζεται, μπάτσε»
Γέλασε σκουπίζοντας ύστερα το χέρι του στον ώμο του συνομιλητή του. «Αλλά, αναγνωρίζω την καλή σου καρδιά που δεν μίλησες. Φαντάζομαι ότι όλοι του είδους σου δεν είναι πια και τόσο ζώα»
«Με κάνει εξυπνότερο το ότι δεν ανέφερα στον ανώτερο μου διακίνηση ναρκωτικών;»
«Όχι, μα σε κάνει άνθρωπο το ότι δεν ανακατεύτηκες σε μια κατάσταση που δεν κατανοούσες. Με τον καιρό θα καταλάβεις, υποθέτω δηλαδή πως βρίσκεσαι ξανά εδώ επειδή θέλεις να καταλάβεις» με αυτά του τα λόγια ο Τέσσερα ή μάλλον ο Αλεξ άλλαξε όψη. Το πρόσωπο του μαλάκωσε, χαμογέλασε αποκαλύπτοντας ένα ζευγάρι λακκάκια και έντονα ζυγωματικά. Από την στιγμή που μπήκε στον χώρο, τον ακολουθούσαν καινούργια χρώματα, ένας νέος άνεμος. Σαν η βροχή να συναντούσε για πρώτη φορά την έρημο, μια δροσιά που θύμιζε καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι γεμάτο ποδήλατα και παιδικά γέλια, εφηβικούς έρωτες και την λαχτάρα να τρέξεις με φόρα μέσα στην γλυκιά αλμυρά της θάλασσας. Τα μαλλιά του τα είχε φιλήσει η άμμος και τα αγκάλιαζε ο ήλιος. Ταυτόχρονα, ήταν άγρια σαν ένα χωράφι από συρτάρι όπου είχε ξεχαστεί να κοπεί. Ένα πρόσωπο γλυκό, οικείο, με φακίδες, με ζωντάνια, με νεανικότητα. Ήταν ένας γνωστός ξένος. Από εκείνους τους ανθρώπους που τους βλέπεις τυχαία ίσως σε ένα όνειρο ή στιγμιαία στον δρόμο. Τον ξέρεις και σε ξέρει αλλά ταυτόχρονα δεν έχετε ανταλλάξει ποτέ μια καλημέρα. Κι αν αυτή η καλημέρα ειπωθεί, θα πλησιάζει πιο πολύ στην αγκαλιά παρά στην χειραψία.
Ο Michael ξερόβηξε βγαίνοντας από το μπαρ. Έφτιαξε το τυλιγμένο μανίκι του ως ένδειξη της αμηχανίας του. Απέφευγε τον διαπεραστικό Αλεξ, έγερνε πιο πολύ στον αυθόρμητο Jason. Μιλώντας με τα μάτια, ο αστυνομικός κατάλαβε πως ο χώρος δεν τον χωρούσε πια, και αποφάσισε να συνεχίσει την συζήτηση μια άλλη φορά όπου το κλίμα θα ήταν με το μέρος του.
Γοητευτικά τον πλησίασε, σαν αεράκι περπάτησε το χέρι του από τον λαιμό στο μάγουλο και κατέληξε στα μακριά μαλλιά του.
«Κάθε φορά νιώθω σαν το χέρι μου να μην έχει συνηθίσει την ομορφιά σου» ψέλλισε με μια κρυφή αυτοπεποίθηση. Ο αντίχειρας του χάιδεψε ξανά το μάγουλο του Michael, αυτήν την φορά αργά σαν να βρήκε την θέση του. Σαν να την έβρισκε κάθε φορά από την αρχή.
Σαν η απόλαυση να τον τρόμαξε τραβήχτηκε, αντικρίζοντας για πρώτη φορά μετά από ώρα την προβληματισμένη μάτια του Αλεξ.
«Σε ξέρω» γύρισε την πλάτη «θα εξαφανιστείς πάλι για αυτό ήρθες εδώ, κάθε φορά αυτό κάνεις.» Η φωνή του λύγισε.
«Σε ξέρω και εγώ» τον γύρισε αργά μα τον κοιτάει πιάνοντας το χέρι του από το μικρό δαχτυλάκι σαν παιδί « θα είσαι ακόμη εδώ να με υποδεχτείς όταν θα γυρίσω» σαν χάδι ήταν η φωνή του. Σαν βελούδο, τόσο γλυκός ενώ δεν έλεγε τίποτα το σπουδαίο. Κάθε του λέξη περιείχε ένα συναίσθημα, δεν μιλούσε το άγγιγμα του μα όλα όσα ήθελε να του πει και δίσταζε. «Πάντα θα γυρνάω σε εσένα, πάντα θα με περιμένεις»
«Δεν μπορώ να σε περιμένω για πάντα» έφυγε πάλι από κοντά του. Και οι δυο μαγνήτες είχαν διαφορετικά πρόσημα, μα ήταν στιγμές σαν αυτές που ο ένας ήθελε πάντα να τρέχει για να φύγει και ο αλλιώς πάντα θα κυνηγούσε.
«Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο, βαρέθηκα να είμαι ένας άνθρωπος δίχως ζωή, που ζει κάθε μέρα μέσα από παρανομίες και συχνάζει στα ίδια μέρη και βλέπει τους ίδιους ανθρώπους» άνοιξε τα χέρια του σαν να οραματιζόταν να περπατάει στην θάλασσα και να τον χτυπάει ο βοριάς παγώνοντας το πρόσωπο του κάπου κάποιον χειμώνα. Αναπολουσε μια ζωή που δεν είχε ζήσει, Λησμονουσε ένα συναίσθημα όπου είχε ακούσει για αυτό και δεν είχε νιώσει ποτέ.
Κινήθηκε στον χώρο σαν η φαντασία του τον γέμισε ελπίδα, σαν η καρδιά του να ταξίδεψε σε άλλα χρώματα σε άλλα μέρη μακρινά, όπου δεν φάνταζε ο νεανικός του νους.
«Σε θέλω εκεί μαζί μου» τον κοίταξε στιγμιαία πριν τον πιάσει από την μέση και τον στριφογυρίσει. Η ένταση αποχαιρέτησε τον Michael σαν χαμογέλασε με την παιδιαριστικη συμπεριφορά του Αλεξ. Με κάθε στροφή το γέλιο του αποκτούσε περισσότερη χάρη καθώς του ελεγε να σταματήσει. Καταβαθος δεν ήθελε, αλλα ήταν κομμάτι του χαρακτήρα του να λέει πράγματα που δεν εννοούσε φοβούμενος να μην φανεί μαλθακος. Ο Αλεξ δεν σταμάτησε και σαν να ένιωσε πως η καρδιά του έλαμψε , στην τελευταία στροφή τον έσφιξε στην αγκαλιά του μηδενίζοντας κάθε απόσταση που χώριζε τα χείλη τους. Ποσο έλαμπε όταν αγαπούσε. Ποσο του ταίριαζε να ερωτεύεται. Ποσο έλαμπαν μαζί, ποσο ταίριαζαν.
Το φιλί τους ήταν τόσο αγνό. Δεν βιαζόταν να τον γευτεί, ήξερε πως δεν θα πήγαινε πουθενά. Απολάμβανε κάθε στιγμή στο έπακρον. Από τον τρόπο που τα σώματα τους αλληλοσυμπληρώνονταν μέχρι τον τρόπο όπου τα μάτια τους ζεσταίναν την ατμόσφαιρα διχως να χρειαστεί να πουν λέξη. Ποσο όμορφη ήταν η αγάπη. Ποσο όμορφοι γίνονταν επειδή αγαπιούνταν.
Με μια απότομη κίνηση ο Αλεξ οδήγησε τον χορό τους με μοναδική μουσική το γέλιο, και ρυθμό το τρίξιμο του ξύλινου πατώματος που χρειαζόταν επισκευή.
«Θέλω να γελάμε μαζί, όπως τώρα» τον άφησε για να βρουν τις ανάσες τους.
«Από εσένα εξαρτάται»
«Όχι μόνο»
«Πως να έχω όρεξη να γελάσω όταν η μόνη φορά που σε βλέπω είναι για μια μέρα όπου έρχεσαι για να κάνεις συναλλαγές στο μαγαζί μου;» Το βλέμμα του Αλεξ χαμήλωσε σαν άκουσε την προβληματισμένη φωνή του αγαπημένου του. Απόρησε τι να του απαντήσει, μα δεν βρήκε τις σωστές λέξεις.
«Προσπαθώ» κόμπιασε «αλήθεια»
«Προσπαθώ να σε πιστέψω, θέλω να σε πιστέψω. Όμως νιώθω πως θελουμε διαφορετικά πράγματα»
«Παίρναμε τοσο καλά μαζί»
«Αλέξη» τον έκοψε φτιάχνοντας τα μαλλια του σε μια πιο σφιχτή χαμηλή κοτσίδα « Η ζωή μου δεν θέλω να είναι στιγμές εδώ και στιγμές εκεί. Θέλω να νιώθω σίγουρος και η σιγουριά που μου προσφέρεις είναι μέσα από στιγμές»
«Χρειάζομαι λίγο χρόνο ακόμα» τον φίλησε στο μάγουλο τάχα κρυφά πριν ξεγλιστρήσει προς την πόρτα. «Είναι το όνειρο μου να ζω ελεύθερος»
«Τα όνειρα δεν είναι ζωή» τον ακολούθησε ο Michael. Σταύρωσε τα χέρια του.
«Έχεις δίκιο, η ζωή μου είναι πολύ αφοσιωμένη σε ένα παλιομοδίτικο μπαρ και νυχτερινό κλαμπάκι» γέλασε σαν τον τράβηξε από το κολάρο της μπλούζας του σε ένα ακόμη φιλί. Ο Michael έσκυψε να τον φτάσει σαν στηρίχτηκε στο ντουβάρι της πόρτας για να μην τον παρασύρει η δύναμη του Αλεξ.
«Τα λέμε, ζωή μου».

Surviving Death.Où les histoires vivent. Découvrez maintenant