Εκείνη την μέρα έχασα τα πάντα. Τον αδερφό μου,την τιμή μου, το σπίτι μου. Στο μυαλό μου παίζει ξανά η εικόνα του πατέρα μου και η απογοήτευση στα μάτια του να σκιαγραφείται με κάθε μου βήμα προς το περιπολικό. Ήμασταν παιδιά, είμαι εγκληματίας.
Η φωνή μου δεν είχε ποτέ νόημα στην κοινωνία. Μια οικογένεια μεταναστών της Βοριάς Κορέας που είχαν πουλήσει τα πάντα για να δραπετεύσουν. Το σχέδιο ήταν να διασχίσουμε και οι τρεις την λίμνη, όμως ο Θεός υπολόγισε μονάχα εμένα θυσιάζοντας τους γονείς μου στον βωμό της ατυχίας. Η μητέρα μου... βούλιαξε σαν ένα ταλαιπωρημένο σακί με ρύζι αφήνοντας την τελευταία της πνοή καθώς προσευχόταν στον Θεό. Έτσι ήταν το θέλημα του. Ποιος είμαι εγώ για να τον αμφισβητήσω; Μερικές φορές βρίσκω τον εαυτό μου να έχει τύψεις που επέζησα, όμως θέλω να πιστεύω πως δεν ήταν τύχη και πως έχω κάτι να δώσω σε αυτόν τον κόσμο.
Δεν έχασα ούτε μέρα που να μην μονομαχούσα με τον θάνατο. Η πείνα ερχόταν συχνά στο διαβα μου και η ελπίδα επέλεγε διαφορετικό μονοπάτι. Δεν μου φέρθηκαν δίκαια μα ποτέ ως τώρα δεν θέλησα να εκδικηθώ. Δεν ήμουν άνθρωπος με κακιά, ακόμη απορώ με την διαστρέβλωση μου.
Η εκδίκηση είναι βρώμικη. Αμφιβάλλω αν είναι συναίσθημα, όμως προέρχεται από κάποιο. Πρόκειται για ένα δημιούργημα απογοήτευσης και ύστερα θυμού, είναι δύσκολο να μείνεις πιστός στην εκδίκηση σου όπως είναι και δύσκολο να την ολοκληρώσεις... εκτός κι αν δεν έχεις τίποτα να χάσεις.
Οι άνθρωποι ζουν σε έναν υλιστικό κόσμο. Έναν κόσμο φτιαγμένο από έτοιμες βιτρίνες, γυαλισμένες και περιποιημένες ώστε να γεμίσουν με προϊόντα πρώτης ποιότητας μέχρι να έρθει η επόμενη σεζόν και να ξαναρχίσει η ίδια διαδικασία από την αρχή. Πολλές φορές όμως, αυτά τα προϊόντα είναι οι ίδιο οι άνθρωποι. Πλέον η αγορά δεν κυμαίνεται από αρδευόμενα είδη, αλλά από ψυχές, που πόνταραν τα πάντα και τα έχασαν στα πόδια κάποιου άλλου.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του εκείνη την ημέρα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την αξιολύπητη εικόνα. Ο ένας να σέρνεται στα πόδια του άλλου, κλαίγοντας και παρακαλώντας να μην του στερήσει το μοναδικό πράγμα που είχε για εκείνον ανεκτίμητη αξία. Τον θυμάμαι να ρίχνει κλέφτες ματιές στον ουρανό, στον Θεό, ψάχνοντας για μια σταγόνα συμπόνιας να πέσει από τα θεία. Όμως κανένας Θεός δεν ήταν εκεί για να τον σώσει, πέρα από το μυαλό του.
«Μην το κάνεις δύσκολο» τράβηξα το πόδι μου απελευθερώνοντας το από τα ματωμένα χέρια του ζητιάνου. Όπως και τότε έτσι και τώρα είχα κάποιον να εκλιπαρεί για συγχώρεση στα πόδια μου. Αηδιασμένος άναψα ένα τσιγάρο και το γεύτηκα αμέσως. Θα έλεγε κανείς πως ξεχνούσα την λυτρωτική του γεύση και απεγνωσμένα χρειαζόμουν να την ξανανιώσω με κάθε νέο τσιγάρο. Η πίσσα του τσιγάρου γέμιζε τα πνευμονια μου και άδειαζε το μυαλό μου. Άλλωστε, ποιος άνδρας της εποχής μας δεν έχει ανάγκη από ένα καθαρό μυαλό;
«Σε παρακαλώ» ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή του για ακόμη μια φορά. Πλέον το βλέμμα του ήταν στραμμένο στο πάτωμα, μάλλον και ο ίδιος θα κατάλαβε πως μια τέτοια στιγμή περνούσε αδιάφορη από τον Θεό του ή πως δεν ήταν στα πλαίσια της επέμβασης του. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν πως όταν πρόκειται για δικές τους πράξεις ο Θεός τους σιχαίνεται όσο τους σιχαίνεται και η ίδια τους η μητέρα. Μισητοί άνθρωποι που δεν έχουν θέση στην κοινωνία, μονάχα δανείζονται και δανείζονται ώστε να γυρίσουν μετά και να πουν πως δεν χρωστάνε πουθενά. Τέτοιους ανθρώπους τους βάζω κάτω από το χώμα. Ο Θεός ήταν εκεί μόνο στις όμορφες στιγμές, μια εικόνα σαν αυτή, μόνο ανθρώπινη θα μπορούσε να είναι. Μόνο ανθρώπινο δημιούργημα. Άρα και η λύση έπρεπε να είναι «ανθρώπινη» .
«Έπρεπε να με είχες παρακαλέσει πριν δανειστείς τόσα πολλά» Με μια κίνηση αρκετά συνηθισμένη, τράβηξα το όπλο από την ζώνη του Tyler και ανθρώπινα έλυσα το πρόβλημα. Μου είχε γίνει τόσο οικεία η αίσθηση της σκανδάλης. Οριακά γοητευόμουν από τον τρόπο που ήταν φτιαγμένο το κάθε όπλο, κι ας προτιμούσα τα μαχαίρια. Κάθε όπλο είχε παρόμοιο μηχανισμό και σίγουρα κοινό σκοπό. Όμως υπήρχαν εκείνες οι λεπτομέρειες όσο τα εξερευνούσες που σου κινούσαν το ενδιαφέρον πριν καν το καταλάβεις. Το καθένα έκανε διαφορετικό ήχο και διαφορετική ζημιά. Το καθένα είχε την δική του μαγεία.
Ο κρότος κάλυψε την ατμόσφαιρα. Το τσιγάρο ακόμα έκαιγε στο χέρι μου με τις στάχτες του να σκονίζουν το έδαφος. Με μια κίνηση ξανασυναντησε τα χείλη μου. Η λύτρωση με συνάντησε. Δεν χάρισα στο πτώμα ούτε δεύτερη ματιά, δεν άξιζε δεύτερη ματιά. « τακτοποίησε το» διέταξα αναφερόμενος στο δεξί μου χερι. Αν και θύμιζε ανεξέλεγκτο τυφώνα ήταν αρκετά υπάκουος όταν δεν γέμιζαν τα μυαλά του αέρα. Ο Tyler κούνησε καταφατικά το κεφάλι του με την βοήθεια του Marcus και της Lia άρχισαν να κάνουν αυτό που ήξεραν καλά. Ότι απέμεινε από τον ζητιάνο ήταν ένα μονοπάτι αίματος και ένα μενταγιόν.
«Το σιχαίνομαι όταν σέρνονται σαν γουρούνια» μου ξέφυγε ένα γελακι στην αηδία μου και κλότσησα το μενταγιόν που βρέθηκε στον δρόμο μου βγαίνοντας από το εγκατελειμμένο κτήριο. Ο ήλιος φίλησε το αιχμηρό μου πρόσωπο..Το χέρι μου βρέθηκε στο μάγουλο μου χαϊδεύοντας το, η άγρια υφή του μου επιβεβαίωση ότι χρειαζόμουν ξύρισμα. Το φως φώτιζε τα μαλλιά μου και τους έδινε χρώμα. Το δροσερό αεράκι τα πήγαινε πίσω , αποτρέποντας εκείνες τις λεπτεπίλεπτες τούφες από το να κρύψουν τα μάτια μου. Άνοιξη, η εποχή της ζωής. Η εποχή όπου όλα υποτίθεται αλλάζουν, όμως ποιος θα άλλαζε την μοίρα μου; Έριξα μια μάτια γύρω μου πριν σβήσω το τσιγάρο με το πόδι μου και συνέχισα προς το αυτοκίνητο μου.
«Kenneth» έτρεξε πίσω μου. Λαχανιασμένος στήριξε το κορμί του πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου μου κάνοντας μου σήμα με το ένα χέρι να περιμένω. Αν ήταν κάποιος άλλος δεν θα είχε καν το θάρρος να ήταν εδώ. Η υποψία μου υπολόγιζε πως θα μου έλεγε κάτι σχετικό για τον μουσουλμάνο νωρίτερα,όμως η ερώτηση του με ξάφνιασε αν και δεν έπρεπε.
«Ποτε θα γυρίσεις;»
Αυτή η ερώτηση...«Πότε θα γυρίσεις» επανέλαβε υψώνοντας τις πλάτες τους στο μέγεθος τους. Το δέρμα του φάνηκε σαν να γυάλισε κάτω από το πέπλο των ηλιαχτίδων. Μια αγκαλιά που τον ζέσταινε τόσο πολύ. Του ταίριαζε να λάμπει, όμως αναγκαζόταν να σκύβει στην σκιά μου. Τα κεχριμπαρένια μάτια του φαίνονταν τόσο ήρεμα κάθε φορά. Λες και κοιτούσαν άγιο... απείχα πολύ από αυτό.
«Ξέρεις πως...» δίστασα
«Ξέρω.» Ξερόβηξε. Τώρα που ήρθε λίγο πιο κοντά μπόρεσε να κρύψει το φως από μπροστά μου, αποκαλύπτοντας τα έντονα ζυγωματικά του. Ένα τόσο συμμετρικό πρόσωπο που μου άρεσε καταβαθος να το χαζεύω όχι να το ζηλεύω.
«Marcus, δεν θα έρθεις μαζί μου»
«Το ξέρω» επανέλαβε σκεπτικός. «Απλά μακάρι να μπορούσα να σε οδηγήσω ως εκεί»
Ήταν φορές που οι άνθρωποι μου θύμιζαν τα ζώα. Συγκεκριμένα τα σκυλιά. Αν ο Marcus ήταν ένα από αυτά τότε σίγουρα θα ήταν από εκείνα τα είδη σκυλιών που θα αντιπροσώπευαν την εξυπνάδα και την αγνότητα ταυτόχρονα. Προσπαθούσα να πεισω τον εαυτό μου αρκετές φορές πως δεν με έβλεπε σαν τέρας όπως όλοι οι άλλοι. Πως αν του έλεγα την αλήθεια μου θα με καταλάβαινε. Είχε προσπαθήσει τόσες φορές να μου μιλήσει, να συμμεριστεί τον πόνο που έκρυβα...Ίσως να ξέρει ήδη, όμως προς το παρόν κάνει τον ανήξερο και πραγματικά απορώ τι δουλειά έχει ένας τόσο συγκροτημένος άνθρωπος σε μια συμμορία. Προσπαθούσα σε κάθε μας συζήτηση να τον ψυχολογήσω. Ένας τόσο χαρούμενος άνθρωπος, τόσο ανοιχτόμυαλος και Παρολαυτα χάνει τον χρόνο του στο έγκλημα δίχως να κερδίζει κάτι. Περίμενα την ώρα που θα έδειχνε το αληθινό του πρόσωπο, ελπίζοντας να μην ήταν αυτό που αντίκριζα καθημερινά. Δεν ήξερα πως θα δεχόμουν την αλήθεια του, δεν ήθελα να την αντικρίσω. Αν ειχα κατι δεδομένο στην ζωή μου ήταν ο Marcus.
«Καλώς» του πέταξα τα κλειδιά και κοίταξα από την άλλη αδιαφορώντας για το χαμόγελο του. Είχα συνηθίσει να οδηγώ και να σκέφτομαι, τώρα που βρισκόμουν στην θέση του συνοδηγού δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο πέρα από εκείνον πίσω από το τιμόνι.
Παραδόξως ο Marcus οδήγησε βυθισμένος στη σιωπή. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα έχαναν ευκαιρία για να μιλήσουν,πράγμα που μου κακοφάνηκε. Πάντα ένιωθα ότι δεν ένιωθα πραγματικά. Ο εγκέφαλός μου πάντα σκεφτόταν τι έπρεπε να νιώσω εκ των προτέρων. πεθαίνει κάποιος; Είσαι λυπημένος. Κάποιος καταφέρνει κάτι; Είσαι χαρούμενος για αυτόν . Κάποιος κατάλαβε κάτι λάθος; Είσαι θυμωμένος μαζί του. Αλλά αν έπρεπε να ονομάσω αυτό που ένιωθα όλη την ώρα, ήταν τίποτα. Ίσως σε σπάνιες περιπτώσεις να ένιωθα οίκτο για τους άλλους ανθρώπους ή να ήμουν επικριτικός για τις πράξεις τους. Στο μυαλό μου, υπάρχει πάντα αυτή η επαναλαμβανόμενη ερώτηση. Γιατί;
Γιατί συμπεριφέρονται έτσι, γιατί μιλάνε έτσι γιατί να περπατούν έτσι. Γιατί.γιατί.γιατί.
Ποτέ δεν κατάλαβα τους ανθρώπους, κι ας είμαι άνθρωπος και εγώ. Όταν καθόμουν στο πίσω μέρος της τάξης είχα την ευκαιρία να κοιτάξω τους συμμαθητές μου. Παρατηρούσα πώς ενεργούν, τι κάνουν όταν νομίζουν ότι κανείς δεν κοιτάζει.. Τα μάτια μου αιχμαλωτίζουν κάθε μικρή αναλαμπή της ενόχλησής τους, κάθε στραβό χαμόγελο που χάρισαν στον άλλον. Κάθε πονηρή ματιά. Παρατηρούν καν ότι κάνουν γκριμάτσες; Θορύβους; Παρατηρούν καν τι νιώθουν τα χέρια τους όταν ξεκουράζονται; Παρατηρούν καν... ότι τους παρατηρώ;
Μερικές φορές έπιασα τον εαυτό μου να έχει μια γκριμάτσα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο ακόμα κι αν δεν νιώθω έτσι. Το ανθρώπινο σώμα έχει πράγματι μια περίεργη δομή. Πρόκειται για μια σπουδαία και περίπλοκη κατασκευή. Με εκπλήσσει κάθε φορά που το αμφισβητώ για πάρα πολύ καιρό. Είναι συναρπαστικό πώς κάποιος αναπνέει, ο καθένας έχει τον δικό του ρυθμό, κάποιοι χρειάζονται αέρα περισσότερο από άλλους, αλλά, αναρωτιέμαι, κλέβουν τον αέρα από εμάς τους υπόλοιπους; Αναπνέοντας πιο γρήγορα;
Είναι δίκαιη η φύση;
Θεωρώ τον εαυτό μου ένα ήρεμο και μαζεμένο άτομο. Τουλάχιστον έτσι με θυμάμαι πριν μπω φυλακή. Ήμουν το πρότυπο γιου, αστυνομικού,αδελφού. Ήμουν ότι ήθελα να έχω και ότι ήθελαν οι άλλοι να έχουν και ότι ήθελαν οι άλλοι να έχω και ότι ήθελα οι άλλοι να έχουν. Ήμουν τέλειος.
Δεν αφήνω τα συναισθήματα των άλλων να υπερνικήσουν τα δικά μου. Έχω καταφέρει να κρατάω υπό έλεγχο τόσο τη στάση μου όσο και τις εκφράσεις μου όταν πρόκειται για ανθρώπινη επαφή, εκεί έχω τον πλήρη έλεγχο σε αντίθεση με τις φορές που το μυαλό μου περιεργάζεται. Δεν υπονοώ σε καμία περίπτωση ότι δεν έχω συναισθήματα , έχω. Αλλά έχω και αυτή την απόλυτη ανάγκη να τα κρατήσω υπό έλεγχο.
Το βλέμμα μου ασυναίσθητα έπεφτε ξανά πάνω του. Το δεξί χέρι το τιμόνι να εναλλάσσεται με τον μοχλό, ενώ το άλλο λιάζεται ξεκουρασμένο στο ανοιχτό παράθυρο να στηρίζει το κεφάλι του. Ήξερε πως τον κοιτούσα, τον χάζευα, απορούσα,νευριαζα. Ήταν τόσο γαλήνιος. Όσο κι αν αυτή η αταραξία του με ενοχλούσε, με ηρεμούσε κι εμένα. Με ηρεμούσε να νευριάζω μαζί του γιατί ήξερα πως εκείνος θα εμένα αγέρωχος και άπραγος αλλά όχι έτσι ώστε να παρεξηγηθώ. Σαν ήπια δύναμη, σαν ρυάκι που διασχίζει τις πέτρες δίχως να χαλάει τον ρυθμό ή την ροή του. Ένα φλάουτο που μιμείται το τραγούδι του ανέμου, μια ψυχή δίχως τέλος και αρχή, καθαρό συναίσθημα γαλήνης.
Προσπάθησα να ξαπλώσω, ο δρόμος για την πόλη ήταν αρκετός,αν σκεφτείς ότι η δουλειά που έπρεπε να κανονίσουμε ήταν άκρως μυστική και διαδικαστική. Με το κεφάλι μου κρεμασμένο έξω από το αμάξι, ο κόσμος έκανε μια απότομη στροφή ανάποδα και σαν μικρό παιδί γέλασα στην όψη του αναποδογυρισμένου κόσμου. Οδηγούσαμε παράλληλα από αμέτρητα χωράφια με στάχυα, όλα περιποιημένα και στην υφή θύμιζαν μετάξι. Μονόδρομος που διέσχιζε μέσα από έναν χρυσό παράδεισο, το αεράκι να μην με πονάει στο πρόσωπο αντιθέτως έπαιρνε μια μια της έγνοιες από το μυαλό μου κλείνοντας τα βλέφαρα μου απαλά. Με χάιδευε ο ήλιος, η ζωή με ευνοούσε μονάχα για εκείνη την στιγμή όπου ζούσα. Ήμουν ζωντανός. Ίσως για δευτερόλεπτα να σκέφτηκα πως μου άξιζε να ζω, το επόμενο λεπτό όμως θυμήθηκα όλους τους λόγους για τους οποίους ήμουν ένα σκουπίδι της λάσπης και μου άξιζαν όλα τα επώδυνα αυτού του κόσμου και του επόμενου.
Ο ύπνος έχει την συνήθεια να παρασέρνει τους ανθρώπους ξεδιπλώνοντας τα άδυτα του υποσυνείδητού τους. Εμφανίζονται όνειρα, δημιουργούνται σενάρια, άλλες φορές παρμένα από την πραγματικότητα, άλλες φορές όχι. Ορισμένα όνειρα οδηγούν στο καθημερινό ξύπνημα εάν είναι δυσάρεστα και στην αόριστη ξεκούραση εάν είναι αρεστά. Εγώ έπλεα κάπου στο ενδιάμεσο. Ο ύπνος είναι απλώς ένας άλλος τρόπος, ένας άλλος τρόπος για να λύσουμε τους μεγαλύτερους γρίφους της ύπαρξής μας... και μετά μερικές φορές... μερικές φορές... ονειρευόμαστε δυνατά σε μια σελίδα ή οθόνη ταινίας. Η δική μου σελίδα κάηκε μαζί με τα όνειρα μου. Εκείνα τα όνειρα που τα βλέπεις και είσαι ξύπνιος, όρθιος. Έχεις την επιλογή να τα δεις χαζεύοντας τις αγελάδες έξω από το παράθυρο ή να χάνεσαι στο απέραντο γαλάζιο μέσα στην βάρκα σου στη μέση της θάλασσας σε ένα ελληνικό νησί. Η δική μου επιλογή που είναι; Γιατί αναζητώ τον ύπνο για να μπορέσω να ονειρευτώ ξανά; Γιατί πρέπει να περιπλανιέμαι σε αναπάντητα «γιατί» για να ικανοποιήσω την αδικία αυτού του κόσμου;
Στα όνειρά μου άκουγα τον ήχο των ποδιών των παιδιών του, το γέλιο τους και τους αυτοσχέδιους στίχους τραγουδιών τους. Ήμουν τόσο βαθιά κοιμισμένος μα τόσο ξύπνιος στην ψυχή μου,ξανά ζώντας εκείνες τις τέλειες στιγμές της εφηβείας. Υπήρχαν μέρες που ανακαλούσα εκείνες τις περιπέτειες της νύχτας καθώς γυρνούσαμε τα ξημερώματα ξυπόλητοι τραγουδώντας λαϊκά τραγούδια ή φορές που μοιραζόμασταν ένα μπουκάλι κρασί καθώς του έλεγα πως διέσχισα το ποτάμι τότε και συμβουλεύαμε ο ένας τον άλλον σαν κανονικά αδέλφια. Αυτή ήταν η μαγεία και η κατάρα του ύπνου. Έβλεπες τις βαθύτερες επιθυμίες σου μαζεμένες σε λίγα καρέ, ακούγοντας την μουσική που έπαιζε στο ράδιο να αφηγείται την ιστορία σου και το μόνο πράγμα που αναρωτιέσαι είναι αν ο πόνος που πραγματικά έζησες ήταν το αληθινό όνειρο. Ήταν γλυκόπικρο το φιλί του ονείρου τελικά...
Το χέρι του με τράβηξε από την νάρκη, με ξύπνησε από έναν βαθύ και ήρεμο ύπνο που η ψυχή μου αναζητούσε καιρό. Στιγμιαία αναρωτήθηκα αν ο θάνατος είχε την ίδια αίσθηση. Αν αυτή η γαλήνη ήταν αιώνια, αν ο θάνατος ήταν γλυκός και καθόλου επίπονος. Άραγε οι πεθαμένοι καταλαβαίνουν πως χάθηκαν από τον κόσμο όπου ζούμε; Μπορεί καταβαθος ο θάνατος να μην ήταν τόσο κακός, πολλές φορές φαντάζει σαν ελευθερία από τις αντιξοότητες της καθημερινότητας όμως είναι ελευθερία ή δειλία να αφήνεις τα πάντα πίσω και να βυθίζεσαι;
Σηκώθηκα από το κάθισμα του συνοδηγού για να ξανακλείσω τα μάτια μου στην καυτή όψη του ηλίου. Ορισμένες φορές και το φως σε πονάει, σε καίει, ενώ το σκοτάδι σε γαληνεύει. Οι άνθρωποι τελικά πρέπει να αναθεωρήσουν τι θεωρούν κακό και τι καλό, διότι από ότι μου φαίνεται οι ρόλοι είναι δοσμένοι λάθος.
«Θέλεις να σε περιμένω;»η φωνή του σταθερή του υπομονετική πριν τον κόψει ο απότομος τόνος μου. «ΟΧΙ» αγχώθηκα. Ίσως εκεί να φάνηκε για πρώτη φορά η διαχωριστική γραμμή μεταξύ μας. Μια γραμμή που εγώ είχα ορίσει άχνα και εκείνος σεβόταν. Υπήρχαν συγκεκριμένα όρια που του επέτρεπα να διασχίσει, αυτό δεν ήταν ένα από αυτά. «Συγνώμη» πρόσθεσα τραβώντας ελαφρά το ζιβάγκο μου από την ζέστη. «Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας» τον προσπέρασα δίχως άλλη ματιά,σκέψη ή συναίσθημα. Δεν με άφησε να φύγω. Πριν το καταλάβω βρέθηκα μπροστά μου κρατώντας με από το μπράτσο. Τραβήχτηκα. Το βλέμμα μου προβληματισμένο και η καρδιά μου ηχούσε γρήγορα στο στέρνο μου. Γιατί δεν μιλούσε; Τι ήταν αυτή η ορμή που τον έσπρωξε να με εμποδίσει που τώρα μηδενίστηκε σαν να μην φάνηκε ποτέ;
«Δεν είμαστε ίσοι» η φωνή μου κρύα και απότομη όμως ήξερα πως αν αντιδρούσα αλλιώς θα καιγόμασταν και οι δυο. «Ποτε μην αγνοήσεις ξανά τον λόγο μου. Εδώ είμαι εκτός της συμμορίας , δεν έχεις θέση στην ζωή μου εδώ» σκούπισα το σημείο όπου με είχαν αγγίξει τα δάχτυλα του. Ανέβηκα τα σκαλιά της εκκλησίας με χαμηλωμένο το κεφάλι, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για εκείνο το οποίο γνώριζα καλά πως θα συμβεί.
Μια εκκλησία που είναι στοργική δεν μπορεί ποτέ να είναι ζοφερή, γιατί τότε οι σκιές γίνονται δεξαμενές εσωτερικού προβληματισμού, πιθανό να δεις αγάπη εκεί που ίσως κάποτε δεν ήσουν αρκετά γενναίος να δεις. Είχε καταλάβει η εκκλησία τις αμαρτίες μου; Είχαν άραγε προετοιμαστεί οι άγγελοι να υποδεχτούν έναν αμαρτωλό μέσα στην αγκαλιά τους; Μα πως να με αποδέχονταν... όταν όλες οι αμαρτίες έπεσαν στις πλάτες μου και η ψυχή μου δεν έχει την τόλμη να τις σηκώσει;
Άνοιξα την πόρτα και σάστισα εκεί. Οι άγιοι έστρεψαν τα μάτια τους πάνω μου. Το κύμα ενοχής που προσπάθησα να αφήσω στο αμάξι εισχώρησε από κάθε παράθυρο και κάθε αγιογραφία. Διαπέρασε το σώμα μου και τύλιξε την γλώσσα μου κόμπο. Ένα ρίγος γρατζουνισε την ραχοκοκαλιά μου και βρέθηκε να ορμά στην καρδιά μου. Εγώ που θεωρούμουν ο λογικός, έχανα το μυαλό μου σαν ένας άθεος μπροστά στις πόρτες της κολάσεως.
Βρέθηκα γονατισμένος μπροστά στην εικόνα της Παρθένου η οποία βρισκόταν τοποθετημένη στη μέση της καθολικής εκκλησίας. Η εικόνα ήταν αρκετά μεγάλη όμως το μέγεθος της δεν άγγιζε το μεγαλείο της Παρθένου. Έφερα τα χέρια μου κλειστά στο κούτελο μου και το κορμί μου με έναν σπασμό άρχισε να τρέμει.
«Παρθένα Μαρία, Μητέρα, Μητέρα εκείνου που ήταν εγγυητή απόδειξη της Θυσίας του Εαυτού Του, άκουσε με. Πάντοτε έμεινα πιστός στην χάρη σου, πάντα προσπαθούσα να ζω τον βίο μου με ευσέβεια και εκκλησιαζομαι, κοινωνώ και υπηρετώ το θέλημα του Κυρίου. Πατέρα, εσύ που με τόσο γενναιοδωρία μου έδωσες την ζωή, Κύριε, Θεέ μου που με καθοδηγείς και με διδάσκεις καθημερινά, άκουσε με. Η ψυχή μου είναι αγνή και παραδειγματίζονται οι πιστοί από εμένα. Πατέρα, αμάρτησα, αμαρτάνω και ο διαβολος δεν φεύγει από την συνείδηση μου. Με τυφλώνει, Πατέρα. Ο νους μου κυριεύεται με την δύναμη του και την δύναμη που μου προσφέρει και δυσκολεύομαι να μείνω στο δρόμο σου.» Οι αγκώνες μου άγγιξαν μονομιάς το έδαφος καθώς δάκρυα έλουζαν το κόκκινο χαλί. «Βοήθησε με να λυτρωθώ και να προστατεύσω το πνεύμα μου, διώξε εκείνον που μανιωδώς προσπαθεί να με καταβάλει και δείξε μου μια ακόμη τελευταία φορά το φως που μόνο εσύ ξέρεις να δείχνεις» Ο χρόνος σταμάτησε σαν ύψωσα το βλέμμα μου να την κοιτάξω. Η σιωπή της ηχούσε πιο βροντερά κι από αστραπή μέσα στην καρδιά μου, η φωνή της διαπέρασε το είναι μου. Η φωνή της έγινε εγώ. Ήξερα τι έπρεπε να γίνει. Το θέλημα της και του Κυρίου ήταν σαφές και μου είχε δωθεί η διαταγή καθαρά.
Κάνοντας τον σταυρό μου με τρεμάμενα χέρια, ψέλλισα τον Ύμνο της πίστης μου.
«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου,
ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου
ως εν ουρανώ και επί της γης.
Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον
και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών,
ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών
και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν,
αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Αμήν.»
«αν δεν κάνω λάθος, είναι η Τρίτη φορά αυτόν τον μήνα και δεν είμαστε καν στα μισά» εμφανίστηκε από το Ιερό Βήμα. Ο ιερέας έπρεπε να ήταν η ενσάρκωση της προστατευτικής αγάπης του Θεού. Ο Elijah από την άλλη, ήταν η χειρότερη μορφή ενός μαθητευόμενου ιερέα. Ο πατέρας του ήταν ο Ιερέας Kim , ένας πολύ αγαπητός και αγνός άνθρωπος ο οποίος είχε βοηθήσει πολλές ταλαιπωρημένες ψυχές με τις εξομολογήσεις του. Ακόμη δεν είχα καταλάβει αν ο Elijah θα γινόταν όσο αγνός ήταν αυτός ή αν θα έριχνε τον χριστιανισμό στην κόλαση με την υπεροψία και την αλαζονεία του.
«Ο Θεός δεν κατακρίνει εκείνους που αναζητούν την φώτιση του, αλλά δεν καταδέχεται όσους χρησιμοποιούν την δύναμή του προς όφελος τους.» Φίλησα το χέρι του πριν συνεχίσω προς το δωμάτιο.
«Νομίζεις πως εγώ, χρησιμοποιώ την δύναμη του Κυρίου; εσύ ζητάς για μετάνοια και ύστερα μόλις κατέβεις τα σκαλιά διαπράττεις τα μεγαλύτερα εγκλήματα» Σκούπισε το χέρι του με ένα πανί, αηδιασμένος στο άγγιγμα μου. Αν και είχα γυρισμένη την πλάτη μου, μπορούσα να νιώσω την επιβλητική παρουσία του να με καρφώνει με ένα ζευγάρι μάτια. Συνέχισα να περπατάω. Με ακολούθησε. Κράτησε κλειστή την πόρτα που προσπάθησα να ανοίξω.
«Νομίζεις πως μπορείς να κοροϊδέψεις τον Κύριο; Ξέρει για τι πράγμα μετανιώνεις και δεν είναι οι φόνοι που έχεις διαπράξει.» Πως μπορούσε να με κοιτάει τόσο έντονα στα μάτια δίχως να έχει ουδεμία έκφραση στο πρόσωπο του; Ούτε ένα βλέφαρο να τρεμοπαίζει, ούτε ένα σαρκαστικό χαμόγελο. Απολύτως τίποτα. «Άνθρωποι σαν εσένα θα καούν στην κόλαση αν συνεχίσεις σε αυτό το μονοπάτι. Έχεις βρεθεί στο τελευταίο σκαλί. Διέκοψε κάθε επαφή με δαύτους, θα σε παρασύρουν εάν δεν το έχουν κάνει ήδη» ο τόνος του, αν και απειλητικός έκρυβε μια αλήθεια που προσπαθούσα να αποφύγω. Εάν είσαι αρκετά έξυπνος για να δημιουργήσεις πολλές προοπτικές, θα βρείς την αλήθεια, θα κατασκευαστεί ως τρισδιάστατο γλυπτό και θα επιβεβαιώσει την διαίσθηση σου, τα όνειρά σου. Η πραγματική αλήθεια δεν είναι υποκειμενική, ωστόσο, όπως συμβαίνει με μια συνταγή, έχει πολλά «συστατικά» που τη συνθέτουν. Όταν γνωρίζουμε μόνο μερικά από αυτά τα συστατικά (και άλλοι βλέπουν διαφορετικά συστατικά), φαίνεται σαν να υπάρχουν πολλές «αλήθειες», δεν υπάρχουν. Έτσι, όταν ο δημιουργικός εγκέφαλος εμπλέκεται σε προοπτική από πολλές, πολλές οπτικές γωνίες, η πραγματική αλήθεια μπορεί και αποδεικνύεται.
Μόνο κοιτάζοντας ένα αντικείμενο από πολλές οπτικές γωνίες, βλέπεις το ακριβές σχήμα και τις διαστάσεις του, και η αλήθεια είναι η ίδια. γι' αυτό μόνο μια διεπιστημονική προσέγγιση από τους γενικούς υψηλού επιπέδου θα το βρει. Γιατί είναι η εναρμόνιση αυτών των γεγονότων από φαινομενικά άσχετες περιοχές που είναι η στιγμή του εύρηκα, η εύρεση της αλήθειας.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ένα εύρημα μέσα σε μια φατρία ψεμάτων που σε αποτρέπουν από την λύτρωση. Βρίσκοντας τη λύτρωση, βρίσκεις τον καλύτερο, τον πιο ταλαντούχο και τον πιο αγγελικό εαυτό σου - αυτόν που σε οραματίστηκε ο δημιουργός μας.
Αμέσως μετά από κάτι που με είχε απογοητεύσει στο παρελθόν, υπήρχε πάντα η ευκαιρία να μεταφέρω αυτή την απογοήτευση σε κάποιον άλλο... ή να αρνηθώ. Ήταν σαν να με έβαλε σε πειρασμό ο διάβολος, ωστόσο ο Θεός μου ζητούσα πάντα να είμαι δυνατός και να μην ενδίδω. Μου ζητούσε να σταματήσω τον πόνο και την πληγή. Ήμουν τέλειος. Ένιωσα σαν να ήταν ο δρόμος προς τη λύτρωση - μια πράξη αυτοελέγχου κάθε φορά, αντικαθιστώντας τα κακά πράγματα με καλά πράγματα. Έφτασα εκεί όμως, περπατώντας κάθε απλό βήμα στο δρόμο του Θεού, πάνω σε μια αγάπη τόσο αγνή. Πλέον δεν μπορούσα να δω το μονοπάτι καθαρά. Πολεμούσα κάθε μέρα τις ορμές μου να μην υποκύψω στο θέλημα του διάβολου, να μην ακούσω τις σαρκικές ηδονές που καυτηρίαζαν την ψυχή μου σαν να βρισκόμουν και να έβραζα στα καζάνια της κολάσεως.
ESTÁS LEYENDO
Surviving Death.
Ciencia FicciónΟ Jason, ένας αστυνομικός προσπαθεί να λύσει την υπόθεση της δολοφονίας του πατέρα του, ταυτόχρονα ένας ψυχοπαθής δολοφόνος με το όνομα Kyro ανεβαίνει στην ιεραρχία και αποδίδει μια δική του εκδοχή της δικαιοσύνης. Αρχίζει ένας χορός με τον θάνατο...