1| Βεντέτα

8 1 0
                                    

«Είσαι απολύτως τρελός αν πιστεύεις ότι θα στείλω μια ολόκληρη ομάδα στο στόμα του λύκου επειδή εσύ νομίζεις ότι έτσι μόνο θα καλύψεις τις τύψεις και τις ενοχές σου!» Σπρώχνοντας τον πάκο με τα έγγραφα από το γραφείο κάθισε σταυρώνοντας τα χέρια του στην καρέκλα. «Με ποιο δικαίωμα παίρνεις αποφάσεις για το τμήμα; Εσύ θα είσαι υπεύθυνος για το οτιδήποτε ή εγώ;» Φώναξε κοιτώντας τον Jason στα μάτια. Ίσως για πρώτη φορά δεν ασχολήθηκε με την τούφα μαλλιών που βρέθηκε εκτός θέσης πάνω στην ένταση του.
«Δεν καταλαβαίνεις» απολογήθηκε «ο πατέρας μου δολοφονήθηκε εκείνη την νύχτα! Μην μου πεις πως πιστεύεις πως η σύγκρουση ήταν τυχαία;»
«Αρκετά!» Τον έκοψε χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο « δεν θα ανεχτώ να με διατάζει ένας ανώριμος μόνο και μόνο επειδή είναι γιος αστυνομικού» Η φωνή του Gray συνήθως ήταν κοφτή, αποφασιστική. Θαρρείς πως πάντα ήξερε τι έπρεπε να πει. Όμως εκείνη την στιγμή έκρυβε έναν περίεργο τόνο. Θα το βάφτιζε κανείς αγανάκτηση.
« Η θέση σου είναι να αποδίδεις δικαιοσύνη όχι να μένεις άπραγος σαν δειλός !»
« Jason , αρκετά» επενέβη ο Cole.
Με μια γρήγορη κίνηση τα δυο πρόσωπα βρέθηκαν αντίκρυ το ένα στο άλλο. Μάτια που είχαν ξανασυναντηθεί, όχι όμως σε τόσο έντονες συνθήκες.
«Ξέρω ποια είναι η θέση μου» κοίταξε τον Jason για μια τελευταία φορά «καιρός να μάθεις και εσύ την δίκη σου» φεύγοντας ψύχος γέμισε το χώρο. Χτύπησε την πόρτα του αστυνομικού τμήματος και κυριάρχησε μια νεκρική σιγή. Ένας τρίτος θα έλεγε πως η συζήτηση αυτή κατείχε προηγούμενα ή πως είχε ξαναγίνει, αν όχι πρόσφατα τότε στο βαθύ παρελθόν, εκεί που δεν φτάνει καλά η μνήμη.
«Cole, έχω χρέος στον πατέρα μου... με καταλαβαίνεις;»
Οίκτο, αυτό αναζητούσε από εκείνον. Κατανόηση από τον κοντινό του φίλο και συνάδελφο. Δύσκολα όμως θα την λάμβανε.
«Δεν ξέρω, όλοι στο τμήμα εμπιστεύονται την κρίση του Gray, από πολύ πριν μεταφερθείς εσύ» πρόσθεσε «Δεν έχει φτάσει τυχαία εκεί που είναι.»
Ο Jason στράβωσε. Πίστευε πως δεν είχε σημασία η εμπειρία, αλλά η αντιμετώπιση και η προσέγγισης του κάθε ανθρώπου. Ήξερε πως δεν έλεγε τίποτα το παράλογο. Η υπόθεση αυτή ήταν περίπλοκη, όμως η δημοσιότητα δεν είχε να κάνει τίποτα με το πραγματικό του ενδιαφέρον για εκείνη την περίπτωση. Ήλπιζε ότι αυτή η υπόθεση θα αφορούσε ένα θέμα δικό του, ασυγκρίτως πιο προσωπικό και βαθύ. Όμως μέχρι εκεί είχε φτάσει, να ελπίζει... ίσως εκεί θα έμενε.
Τελειώνοντας την βάρδια στο τμήμα πήρε τον μακρύτερο δρόμο για το σπίτι, θέλοντας να βρει χρόνο να σκεφτεί λίγο παραπάνω στην διάρκεια του γυρισμού. Νυχτερινή ψύχρα, έπνεε φθινόπωρο όμως ήταν καλοκαίρι, μέσα Αυγούστου.
«Τι θα κάνω;» Απόρησε χαμηλόφωνα. «Κάνουν λες και η υπόθεση δεν έγινε ποτέ....» θύμωσε. Συχνά μιλούσε στον εαυτό του, έξω από το κεφάλι του, ίσως για να νιώθει ότι όντως μιλάει σε κάποιον και πως όντως τον ακούει. Κάποιος θα έλεγε πως είχε ότι θα ήθελε κανείς... όμως αυτό ήταν απλά ένα λανθασμένο παρουσιαστικό που ασυναίσθητα προέβαλε... λίγοι ήταν εκείνοι που έβλεπαν πίσω από το χαμόγελο του και ακόμη λιγότεροι που καταλάβαιναν την έντονη οργή του.
Ξάφνου, Βηματισμοί έκοψαν την ροή της σκέψης του και σαν ανοιγόκλεισε τα μάτια του, δυο σκιές άρχισαν να περπατούν αμέριμνα μπροστά του σαν ξεπρόβαλαν από το στενό στα δεξιά του.
« Πόσα είναι;»
«Αρκετά πάντως»
Οι δυο νεαροί άντρες χασκογέλασαν δίχως να δώσουν σημασία στο ποιος ήταν τριγύρω, μηδε κατάλαβαν ποιος ήταν μέσα στην απρόσμενη χαρά τους. Ο Jason κούμπωσε την ζακέτα του, εμποδίζοντας το ρεύμα να τον αποσπάσει. Τέτοια περιοχή δεν πήγαζε και από δικαιοσύνη, όμως δεν βασιζόταν στον νόμο σε τέτοιες περιπτώσεις κι ας ο ίδιος θεωρούνταν «ο νόμος». Έτεινε να δρα πριν σκεφτεί, αποτελούσε άλλος ένας Επιμηθέας. Πάντοτε ήθελε να παίρνει τα ηνία όμως εκεί που νόμιζε πως τα είχε προγραμματίσει όλα τέλεια, όλο και κάτι του διέφευγε.
Καθώς ήταν εκτός υπηρεσίας είχε την ατυχία να είναι άοπλος. Οι ανώτεροι του δεν τον εμπιστεύονταν τόσο ύστερα από ένα συμβάν στην Νέα Καλιφορνια όπου εκείνος κι ένας άλλος βρέθηκαν σε τέτοια αμηχανία όπου ο Jason πυροβόλησε έναν ληστή δίχως δεύτερη σκέψη, το δευτερόλεπτο που βγήκε από το κτήριο. Παραδόξως, δίχως να κρίνει βιαστικά, συνέχισε να κρυφακούει την περίεργη συζήτηση. Ήξερε πως ήταν παρορμητικός,το γνώριζε καλά και οι αναμνήσεις του παρελθόντος φρόντιζαν να του το θυμίζουν αρκετά συχνά. Αλίμονο να ξεχνούσε τις μοιριαδες φορές που είχε σαμποτάρει διάφορες υποθέσεις σε προηγούμενα τμήματα. Δεν τον έλεγες αδέξιο, απλά έντονα συναισθηματικό, επιρρεπή και παρορμητικό.
«Ο τύπος δεν παίζει! Δεν λείπει ούτε δεκάρα!» Εμφανίστηκε ένας τρίτος μέσα από τις σκιές.
«Σας το είπα! Κλεισμένες δουλειές και γεμάτες τσέπες. Αυτό μας αξίζει.» Γέλασαν μεταφέροντας τον φάκελο με τα χρήματα από το ένα χέρι στο άλλο σαν να ήταν μπάλα του βόλεϋ.
Για ποιον μιλούσαν; Αυτή ήταν η μόνη ερώτηση που έκανε στον εαυτό του. Άραγε «αυτός» ήταν εκείνος που είχε κι εκείνος στο μυαλό του; Έπρεπε μόνο να το ρισκάρει, τώρα που δεν είχε κανέναν Γκρεϊ πάνω από το κεφάλι του να τον ελέγχει. Όμως από την άλλη, δεν έπρεπε να βιαστεί. Πόσα λάθη μπορούσε να χωρέσει σε μια μόνο ζωή;
«Πως άραγε να βρίσκει τόσα λεφτά;» Φώναξε ο τρίτος μόλις είδε τον φάκελο του διπλανού του. Πίνοντας μια καλή γουλιά από το μπουκάλι στο χέρι του απάντησε ο πρώτος «και τι με νοιάζει; Αρκεί να τα έχει!»
«Με τρομάζει όμως.» Έκλαψε ο δεύτερος.
«Αηδίες. Άνθρωποι δίχως ύψος δεν τους παίρνεις στα σοβαρά.» Έκανε μια κοροϊδευτικό γκριμάτσα και έκλεισε τον φάκελο.
Είχε αρχίσει να τους ψυχολογεί. Τρεις άντρες, νεαρής ηλικίας ίσως αρκετά κοντά στα τριάντα. Φιλοχρήματοι και πιθανότατα εγκληματίες. Εάν ήξερε καλά τον εαυτό του όσο νόμιζε τότε δεν θα του φαινόταν περίεργο πως θα τους αναλάμβανε μόνος του. Αν η αυτοπεποίθηση είχε όριο τότε ο Τζεϊσον δεν θυμόταν καν πότε το πέρασε.
«Τι έγινε παιδιά; Ωραία μέρα για μεροκάματο. Τι έχουμε εδώ;» Ειρωνεύτηκε πιάνοντας δυο από αυτούς από τους ώμους.
Ξαφνιασμένοι γύρισαν να κοιτάξουν την σκιά πίσω τους. Οριακά τους αναγνώριζε. Ασιατικά χαρακτηριστικά, μερικά σπασμένα δόντια. Όλο και κάπου θα τους είχε πετύχει στους καταλόγους καταζητούμενων στο τμήμα.
Αφήνοντας τους έβγαλε το σήμα του. «Για να δω αυτόν τον πολυσυζητημένο φάκελο» η ερώτηση χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για αντιπερισπασμό, σαφώς και δεν θα έπαιρνε με ευκολία τον φάκελο. Ίσως μέσα του να μετάνιωσε που πρόδωσε την ταυτότητα του ως αστυνομικός, όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Η πρώτη επίθεση έγινε με στόχο το πρόσωπο του Jason. Με μια γρήγορη λαβή απέφυγε οριακά την μπουνιά βλέποντας ήδη την επόμενη να τον πλησιάζει. Τρεις πιθανοί ερασιτέχνες απέναντι σε έναν εκπαιδευμένο αστυνομικό, θαρρείς πως ήταν άδικο και δίκαιο ταυτόχρονα. Η αδρεναλίνη αυξανόταν. Ανέπνεε για κάθε τέτοια στιγμή που θα μπορούσε να ξεχάσει τα ιδανικά του και τις πεποιθήσεις που έπρεπε να ακολουθεί. Ένα αυτάρεσκο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, τα μάτια του άστραψαν κάτω από το σβήσιμο του ηλιοβασιλέματος και η ανάσα του επιταχύνονταν από ενθουσιασμό.
Δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε τεχνική ήξερε. Ήταν ήδη σε μειονεκτική θέση όντας άοπλος και μόνος, όμως δεν θα απέρριπτε το ρίσκο της επιτυχίας. Τους γλένταγε. Έπιανε τον έναν από τον λαιμό, ο δείκτης του πάντα στο σημείο πίεσης, με φορά τον πέταγε στην κρύα και τραχιά άσφαλτο. Θα εκμεταλλευόταν το πέπλο της νύχτας για να διαπράξει το προσωπικό του έγκλημα, να αφεθεί ελεύθερος από τα δεσμά των «μη» και των «πρέπει»
Εκμεταλλεύτηκαν την στιγμιαία κόπωση του για να τον ακινητοποιήσουν. Θαρρείς πως είχε μια στιγμιαία λύσσα χτυπήθηκε για να απελευθερωθεί. Εκθέτοντας τον κορμό του, ο τρίτος βάλθηκε να τον κλωτσάει. Σαν να τον είχε πιάσει μανία , χτύπαγε καλά με το καλάμι τα πλευρά του Jason , ώσπου εκείνος έφτυσε αίμα. Στον διπλανό κάδο σκουπιδιών, ένας από αυτούς άρπαξε το μπουκάλι και το χτύπησε ώστε να μετατραπεί από πολύτιμο κρασί σε φονικό όπλο.
Το αίμα από τα χείλη του Jason έπεσαν σαν αλεξιπτωτιστές που τους είχε προδώσει το αλεξίπτωτο τους. Σηκώνοντας το βλέμμα τα μάτια του γυάλιζαν. Κάθε χτύπος της καρδιάς του κόντευε να πεταχτεί έξω από το στέρνο του, ενώ το αίμα στις φλέβες του τρεφόταν με αυτή την περίεργη ηδονή.
Έσφιξε τα δόντια. Η οπτική επαφή με τον δράστη κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα όμως σίγουρα χαράχθηκαν σαν αιώνες. Ο Jason ένιωθε τον συσσωρευμένο θυμό του να ανεβαίνει στον λαιμό του, να τον καίει. Έπνεε φωτιά. Ένα είδος δυνατού πυροτεχνήματος, το οποίο ανεβαίνει συνεχώς μέχρι να φτάσει το επιθυμητό ύψος, ασφαλίζοντας του έκανε την μεγάλη έκρηξη.
Συσπειρώνοντας όλη την δύναμη του τράβηξε το ένα μπράτσο του ελευθερώνοντας το και ρίχνοντας μια γερή κουτουλιά στον μπροστινό του. Παραπάτησε. Εκείνος έκανε δυο βήματα πίσω χάνοντας τον αίσθηση του χώρου.
«Κωλοπαιδο» έβρισε , όμως ο θυμός του Jason μετατρεπόταν σε ευχαρίστηση. Η αδρεναλίνη έκανε τον πόνο να μοιάζει μηδαμινό, δεν ανήκε στους ανθρώπους που θα σταματούσαν μόλις τραυματιζόταν. Είχε την πυγμή της λεοπάρδαλης. Οι λεοπαρδάλεις δεν είναι μόνο επικίνδυνες και κομψές, αλλά είναι εξίσου γενναίες και σκληρές. Σε αντίθεση με τα περισσότερα ζώα που τρέχουν και κρύβονται όταν τραυματίζονται, οι λεοπαρδάλεις γίνονται στην πραγματικότητα πιο επιθετικές και επομένως πιο επικίνδυνες. Είναι γρήγοροι, μοχθηροί και είναι γνωστό ότι επιτίθενται στους ανθρώπους για τίποτα περισσότερο από ένα μεταμεσονύκτιο σνακ. Αν και μπορεί να μην μοιάζουν, οι λεοπαρδάλεις είναι εξαιρετικά δυνατές, προφανές από την ικανότητά τους να σέρνουν το συχνά βαρύ θήραμά τους επάνω σε ένα δέντρο για να το κρύψουν
Του άρεσε αυτή η ζωή, να πολεμάει το δίκαιο με άδικους κανόνες. Αν δεν εκπλήρωνε τις φιλοδοξίες του πατέρα του, σίγουρα δεν θα ανήκε στο αστυνομικό σώμα.
Με δυο γρήγορες γροθιές στους άλλους δυο απέφυγε κάθε επόμενο χτύπημα τους. Ένιωθε κάθε κύτταρο του σε εγρήγορση, έχοντας ως ναρκωτικό την ευχαρίστηση που έπαιρνε βλέποντας τους να κουράζονται και να χάνουν ελπίδες. Πόσο όμορφη ήταν η ζωή χωρίς δισταγμούς;
Κοιτώντας κατάματα τον τρίτο, ο οποίος νωρίτερα είχε δείξει αδίστακτη συμπεριφορά στα πλευρά του, χαμογέλασε.
Πιάνοντας τον από τους ώμους, τον αποτελείωσε με μια γερή γονατιά ανάμεσα στα πόδια. Ο νέος έκραξε σαν τον έσφαξαν λυγίζοντας στο έδαφος. Η πανσέληνος έκανε την εμφάνισης της, σαν να περίμενε τον Jason. Μπορούσες να την διακρίνεις καθαρά στον ξάστερο ουρανό.
Ο Jason σκούπισε με το μανίκι της ζακέτας του το αίμα που έβγαινε από την μύτη του και ύστερα ο πόνος νίκησε την αδρεναλίνη. Γρήγορα τσαλάκωσε στα δυο και εγυρε στον διπλανό τοίχο. Σαν έκανε να σηκωθεί ένας από δαύτους του κλότσησε το κεφάλι πάλι κάτω βγάζοντας μια κραυγή πόνου. Αν και έτρεμαν τα χέρια του, άρπαξε τις ταυτότητες τους και τις στρίμωξε μέσα στο πορτοφόλι του.
«Κωλοπαιδα» ψυθίρισε στον εαυτό του σαν να ήθελε την επιβεβαίωση πως μόνο εκείνοι έσφαλαν και όχι και εκείνος μαζί τους που μόλις είχε πατήσει κάθε αστυνομικό νόμο που θα μπορούσε να σκεφτεί. Εάν το μάθαινε ο Γκρεϊ, ήταν νεκρός. Ο Cole θα του φώναζε, όμως θα τον βοηθούσε ύστερα να το καλύψει, ακόμη προσπαθούσε να αποφασίσει εάν θα του το έλεγε. Πήρε τον φάκελο από την άσφαλτο. Τον άνοιξε στιγμιαία υπολογίζοντας χοντρικά το ποσό.
Στηρίζοντας κάθε βήμα του στους τοίχους, μπόρεσε να φτάσει ως το κοντινότερο κατάστημα με φαρμακευτικά είδη. Ήξερε καλά τον δρόμο, δυστυχώς για εκείνον με κάποιο τρόπο οδηγούνταν αρκετές φορές τον μήνα εκεί και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού σίγουρα δεν θα εντυπωσιαζόταν να τον έβλεπε για ακόμη μια φορά.
«Αλίμονο» ακούστηκε από το πίσω δωμάτιο μια αρκετά οικεία φωνή σαν ο Jason να πέρασε την είσοδο. Δυο χέρια φάνηκαν να χωρίζουν τις κουρτίνες στο βάθος του μαγαζιού όπου ήταν οι αποθήκες. Από το σκοτάδι εμφανίστηκε μια ψιλή μορφή, θαρρείς πως ήταν γίγαντας στην προηγούμενη ζωή του , όμως στην πραγματικότητα η ψυχή του ήταν το τελείως αντίθετο. Φωνή ήρεμη όμως ειρωνική. Όψη επιβλητική όμως συνάμα καθηλωτική.
«Δεν θέλω καν να ξέρω» γέλασε βγάζοντας την φαρμακευτική μάσκα του. Ανοίγοντας ένα μικρό ψυγείο κάτω από τον πάγκο στα αριστερά του πέταξε ένα μπουκάλι νερό στον Jason και εκείνος το έπιασε τελευταία στιγμή.
«Κάτσε εκεί» έδειξε ένα σκαμνάκι στο πίσω δωμάτιο και ο Jason ξέροντας την διαδικασία έκατσε σαν σκύλος που ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να πάρει το χάπι για τους ψύλλους. Βέβαια στην συγκεκριμένη περίπτωση έμοιαζε περισσότερο σαν να είχε σπάσει κάποιο οικογενειακό κειμήλιο.
«Ren...» άρχισε να απολογείται
«δεν θέλω να ξέρω» τον έκοψε βάζοντας τα γάντια του και ύστερα πήρε μια θέση απέναντι του σκύβοντας για να έρθει στο ύψος του Jason. Ο γονατισμένος άντρας έπιασε αρχικά τον κορμό του τραυματία ώστε να καταλάβει με βάση τις εκφράσεις του πόσο πολύ πονούσε. Ύστερα τον βοήθησε να βγάλει την μαύρη ζακέτα του, αφήνοντας μόνο το εσώρουχο και την μπλούζα που λειτουργούσε σαν φανελάκι.
«Είναι η Τρίτη φορά αυτόν τον μήνα... πρέπει να ηρεμήσεις πραγματικά» τόνισε καθώς παρατηρούσε λεπτομερώς τις μελανιές στα πλευρά του. Ο Jason κατέβασε ξανά την μπλούζα του αμήχανα. Το ειρωνικό βλέμμα του Ren τον εντόπισε.
«Δεν με βοηθάς έτσι» Ο Ren απότομα σήκωσε ξανά την μπλούζα και έπειτα σκούπισε το αίμα από τα χείλη και τη μύτη του συχνού πελάτη του. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία φορά που θα έβλεπε μελανιές σε εκείνο το σώμα. Παρολαυτα χαιρόταν που ήταν μόνο μελανιές.
«Είσαι πολύ τυχερός που σε χτύπησαν άτσαλα και δεν έσπασες κανένα πλευρό»
«Επειδή μόλις πάτησες τα τριάντα δεν σημαίνει πως πρέπει να μου μιλάς λες και είμαι παιδί» χαμήλωσε το βλέμμα του να κοιτάξει τον σχεδόν ενοχλημένο φίλο του.
Τέτοιες στιγμές του θύμιζαν πως γνωρίστηκαν αυτοί οι δυο. Ίσα που είχε περάσει ένας χρόνος. Ο Ren ή αλλιώς ο Rennié Mitchell όπως του συστήθηκε, ήταν ο καλύτερος όσο αφορά τις νεκροψίες και δίδυμος αδερφός ενός γνωστού φίλου του. Ειδικότερα σε μια χώρα όπως η Αμερική, όπου δεν σου λείπουν οι δολοφονίες ή οι αυτοκτονίες το να είσαι παθολόγος αποτελεί σημαντικό δίαυλο. Λίγο καιρό αργότερα, δέθηκαν καθώς ως νεοσύλλεκτος, ο Jason ήταν υπεύθυνος να επιβλέπει τις νεκροψίες ανεξαρτήτως της υπόθεσης. Το αστυνομικό τμήμα τον είχε υποβιβάσει αφότου είχε αποδειχθεί ανεύθυνος να διαχειριστεί μια σοβαρή κατάσταση ως δόκιμος. Λίγο πριν γνωριστεί με τον Rennié, για άλλη μια φορά είχε χάσει τον έλεγχο μόνο που εκείνη την φορά δεν είχε πυροβολήσει κανέναν. Αντιθέτως, είχε αποτύχει να σώσει ένα κοριτσι με τάσεις αυτοκτονίας, η ανικανότητα του παραλίγο να κοστίσει και την ζωή του συναδέλφου του σαν το κοριτσι τράβηξε κι εκείνον μαζί της. Ωστόσο δεν άργησε να αποσυρθεί ο Ren από αυτή την δουλειά και να ανοίξει το δικό του φαρμακείο σε συνδυασμό με μια κλινική. Δεν είπε ποτέ τον λόγο ούτε παρατηρήθηκε κάποια διαφορά στην συμπεριφορά του. Μόνο από τον φίλο του άκουσε ο Jason ότι παραιτήθηκε γιατί αναγκάστηκε να ανοίξει το πτώμα της μικρής αδερφής του, η οποία απεβίωσε πριν λίγα χρόνια πέφτοντας θύμα βιασμού. Όμως ο Ren δεν το είχε παραδεχτεί.
«Άμα δεν είσαι παιδί σταμάτα ναι φέρεσαι σαν παιδί. Τι ήταν αυτήν την φορά; Σε στραβοκοίταξαν στο πεζοδρόμιο ή πήραν την τελευταία κούπα για τον καφέ στο τμήμα;» Έκανε μια παύση για να βάλει τα γυαλιά του «και δεν πάτησα τα τριάντα. είμαι ακόμη 27. Δεν θα μεγαλώνω εγώ και ο αδερφός μου θα μένει για πάντα νέος. Τρία λεπτά διαφορά έχουμε όχι τρία χρόνια»
«Είναι σοβαρό αυτήν την φορά. Τρεις τύποι μιλούσαν για κάτι λεφτά» δίστασε
« πωπω πολύ σοβαρό» χλεύασε καθώς σηκώθηκε, κατεβάζοντας την μπλούζα του Τζεϊσον.
«Άκου με» έβγαλε τον φάκελο από την τσέπη του με το χέρι του να τρέμει. Ο Ren έφτιαξε τα γυαλιά του και τον άνοιξε.
« κορεάτικα γουόν» ψέλλισε «και πολλά μάλιστα» έσμιξε τα φρύδια του πριν ξανακοιταξει τον Τζεϊσον.
«Ο Carson ;» Απόρησε ψάχνοντας στο βλέμμα του για επιβεβαίωση.
«Αυτό σκέφτηκα και εγώ. Δεν εξηγείται αλλιώς. Η υπόθεση άνοιξε πριν τρία χρόνια, όταν δραπέτευσε πρώτη φορά από την φυλακή και...» σάστισε. Ο νους του θόλωσε με μια παλιά κασέτα που συνεχώς έπαιζε. Τα γεγονότα του παρελθόντος τον κυνηγούσαν ακόμη.
«...και χάρη στην απροσεξία μου μπόρεσε να σκοτώσει τον πατέρα μου...» έμεινε να κοιτάει το πάτωμα. «Πρέπει να τελειώσει όλο αυτό. Δεν θα σταματήσω αν ο Carson μπει βαθιά στο έδαφος ή δεμένος για πάντα να σαπίσει στην φυλακή.»
« Το έδειξες στον Gray;»
«Θα αστειεύεσαι» ήπιε λίγο νερό. «αν το μάθει είμαι τελειωμένος. Ήταν ξεκάθαρος να μην κυνηγήσω αυτήν την υπόθεση περεταίρω. Κυριολεκτικά τσακωθήκαμε για αυτό λίγο πριν φύγω από το τμήμα και πέσω πάνω σε αυτούς τους τρεις.»
«Και εννοείται ΕΠΡΕΠΕ να ασχοληθείς»
«Αν μπορέσω να ανακτήσω το υλικό της κάμερας από την φυλακή, τότε θα αποδειχθεί πως σκοτώθηκε ο Larry. Ο Carson δραπέτευσε ήδη μια φορά από την φυλακή πριν πεθάνει ο πατέρας μου και άλλη μια ύστερα.»
«Δεν οδηγούσε εκείνος την μηχανή όμως.»
«Εκείνος το διοργάνωσε όμως. Δεν υπάρχει αμφιβολία, εκείνος τα χειριζόταν όλα από την αρχή, όπως χειρίστηκε και εμένα!» Το ρίγος τον διαπέρασε. Τον τσίμπησε στην ραχοκοκαλιά σαν ενοχλητικό κουνούπι που προσπαθούσε να διαπεράσει το δέρμα του.
«Πέρσι υποτίθεται έκλεισε η υπόθεση με την φυλάκιση του Tyler Lee, οποίος οδηγούσε την μηχανή.» Αναστέναξε ο Ren.
Ο Jason σηκώθηκε απότομα κάνοντας φανερή την αγανάκτηση του. «Πέρσι επίσης δραπέτευσε κιόλας μαζί με τους άλλους δύο σκοτώνοντας τον Larry!»
«Δεν ξέρουμε ακόμη αν ο Larry Emerson δολοφονήθηκε, εγώ εξέτασα το πτώμα και βρέθηκε υψηλή δόση ναρκωτικών στο αίμα του, πόσο μάλλον αν σκεφτείς το παρελθόν του. Σαφώς και η αιμορραγία από τον λαιμό του αποτελεί δυνατό στοιχείο, όμως οι ενέργειες πέφτουν τρομακτικά κοντά. Είναι θέμα τύχης τι να έγινε πρώτο, η υπερβολική δόση ή η πιθανή δολοφονία του»
«δεν βγάζει νόημα ότι κι αν έδειξε η αυτοψία. Ήταν μόνος στην βάρδια. Φύλαγε τους άντρες του Carson και ήταν και εκείνος που τους συνέλαβε!»
«Ναι αλλά γιατί να μην τελειώσει εκεί; Που κολλάνε τρεις άσχετοι που πέτυχες που να έχουν λεφτά;»
«Πως θες να ξέρω;» Πέρασε τα δάχτυλα του ανάμεσα από τα μαλλιά του. « Ο Carson θα ετοιμάζει ήδη την επόμενη κίνηση του!»
«Μην το σκέφτεσαι τώρα. Πήγαινε σπίτι και πάρε ρεπό για αύριο, είμαι σίγουρος πως δεν θα τους λείψεις.» Ο Ren σταύρωσε τα χέρια του γυρνώντας να φύγει προς το δωμάτιο από το οποίο είχε νωρίτερα έρθει.
Φουρτουνιασμένος έκανε να φύγει όμως κάτι ένιωσε να τον τραβάει σαν σκοινί δεμένο στην κοιλιά του.
«Γιατί δεν ασχολείσαι ξανά επαγγελματικά με αυτό;»Πρόσθεσε τελευταία στιγμή πριν βγει από το μαγαζί ο Jason. Σαν η σκέψη να επανήλθε στο μυαλό του μόλις κοίταξε τελευταία φορά τον Ren.
« ορίστε ;» Ο Ren γύρισε το βλέμμα του ξανά σε εκείνον αφήνοντας κάτι χαρτιά στον πάγκο.
« έχεις τελειώσει παθολόγος, γιατί επιμένεις να περνάς περισσότερο χρόνο στο φαρμακείο παρά στην κλινική; Και γιατί σταμάτησες τις νεκροψίες; Πριν έπαιρνες ξεκάθαρα περισσότερα λεφτά»
« άνθρωποι σαν εμένα, έχουν έρθει σε επαφή με τόσους νεκρούς που κάποια στιγμή απλά θελουμε να κρατάμε κάποιον στην ζωή.»
Μπαίνοντας στο διαμέρισμα έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι ενοχλημένος. Είχε περάσει μόνο ένας χρόνος από τότε που είχε ενταχθεί στο τμήμα όμως τίποτα δεν είχε αλλάξει για καλύτερο. Ο Γκρεϊ ήταν αρχηγός και κανένας δεν τον αμφισβητούσε. Αυτό ήταν που τον εκνεύριζε περισσότερο, κι ας ήξερε τις ικανότητες του αρχηγού του. Όμως τον κυρίευε αυτό το έρημο «γιατί» .
Γιατί να του απαγορεύσει να ασχοληθεί με την υπόθεση; Θα ασχοληθεί κάποιος άλλος ή θα την παρατήσουν γενικώς;
Ξέροντας τον εαυτό του, κάτι μέσα του πίστευε πως έπρεπε να αναλάβουν την υπόθεση έστω και με ελάχιστα στοιχεία. Κράτησε ψηλά τον φάκελο και ύστερα τον άνοιξε.
«Carson» ψέλλισε. « γιατί να γίνουν έτσι τα πράγματα;» Αναστέναξε καθώς σηκώθηκε πλησιάζοντας το μισοτελειωμενο βραδινό του από την προηγούμενη μέρα. Ένα βαθύ πιάτο με ριζωμένα νουντλς που βρήκε στο σουπερμάρκετ στο ρεπό του. Στιγμιαία γεύτηκε το αίμα από τα χείλη του. Τα δάγκωσε επιτρέποντας στο αίμα να καλύψει κι άλλο την γλώσσα του. Εμεινε εκεί να το γεύεται σαν ξάπλωσε στο ξύλινο πάτωμα. Τέντωσε τον κορμό του ώσπου να νιώσει κάθε κύτταρο του να διαστέλλεται, να πονα, να ζει. Ένιωθε έντονα και το ευχαριστιόταν. Σαφώς ήταν ταυτόχρονα και η κατάρα του σε ορισμένες στιγμές, αποδεχόταν όμως αυτήν την ατέλεια του. Θεωρούσε πως κάθε συναίσθημα είναι σημαντικό, πως δεν υπήρχε όρος «καλό συναίσθημα» και «κακό συναίσθημα». Σε στιγμές όπως τούτη, ο πόνος που ένιωθε ήταν καλός, παραγωγικός. Του θύμιζε πως προσπάθησε, πως τόλμησε, πως επέμεινε. Αυτός ήταν για εκείνον ο σωματικός πόνος, η απόδειξη. Όταν το ζήτημα έπεφτε στον ψυχικό πόνο, εκεί ήταν που κατάρρεε. Οι αναμνήσεις τον προλάβαιναν, τον κυριεύαν. Όπως και πριν, ο ψυχικός του πόνος για εκείνον ήταν τραυματικός, συνεχής. Του θύμιζε πως εμεινε άπραγος, πως δείλιασε, πως πρόδωσε και προδώθηκε. Τι πρόδωσε; Την τιμή που νόμιζε πως είχε. Τι πρόδωσε; Τον εαυτό του. Τι πρόδωσε; Τον πατέρα του, έστω και στιγμιαία.
Το βλέμμα του αναζήτησε το κινητό του. Χωρίς δεύτερη σκέψη πληκτρολόγησε έναν αριθμό στα γρήγορα ενώ στάθηκε στηριζόμενος στα γόνατα του δίπλα από τον πάγκο της κουζίνας.
«έλα σε μισή ώρα» ακούστηκε η άλλη άκρη της γραμμής το δευτερόλεπτο που το σήκωσε.
Η τζαμαρία ήταν σκοτεινή εξωτερικά, λες και δεν ήταν κανείς μέσα. Ανοίγοντας όμως την δίφυλλη πόρτα, ο Michael τον περίμενε πίσω από τον γνωστο πάγκο του μπαρ «Salvatore».
«Καλώς τον» χαμογέλασε αφήνοντας το άτομο που μιλούσε για να αγκαλιάσει τον παλιό του φίλο. «Ειχες να εμφανιστείς καιρό, όποτε υπέθεσα πως δεν ήθελες να έρχεσαι πια εδώ, ξέρεις λόγω της δουλειάς» συμπλήρωσε μέσα στην αγκαλιά.
«Θα πάρω ρεπό αύριο και...» δίστασε καθώς πληκτρολόγησε ένα μήνυμα στο κινητό του στον Cole σχετικά με το ρεπό «μου αξίζει ένας αντιπερισπασμός».
«Καλώς. Κάθισε» ο Μαικλ φίλησε σταυρωτά τον νεαρό από πριν και έστρεψε το βλέμμα του στον Jason.
«Ελπίζω να μην διέκοψα κατι» γέλασε βγάζοντας το δερματινο μπουφάν του.
«Μην αγχώνεσαι, θα είναι εδώ αύριο πάλι... τι έπαθες» έδειξε το σκισμένο χείλος του φίλου του.
Με ένα βλέμμα που υπονοούσε πολλά, ο Michael κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξε ένα ποτήρι από το ράφι και τον σέρβιρε το αγαπημένο τους ουίσκι.
«Δεν έχει όσο κόσμο φαντάζομαι για Πέμπτη βράδυ.» Ήπιε μια γερή γουλιά.
«Κοιτα, είναι δυο το βράδυ όποτε Παρασκευή. γινόταν χαμός και δεν θα προλάβαινα καν να σε παρατηρήσω» ήπιε και εκείνος πριν γυρίσει να εξυπηρετήσει μια πελάτισσα στην άλλη άκρη του μπαρ. Του χαμογέλασε, έπιασε τα μαλλιά της σε έναν ατημέλητο χαμηλό κότσο και εκείνος έσκυψε να του ψυθίρισε την παραγγελία της. Σε ένα τέτοιο μέρος, εκατοντάδες συζητήσεις λέγονται με δυνατή φωνή, όλες συναγωνίζονται με τη ροκ μουσική που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Το πλήθος είναι νέο, φοιτητές από το πανεπιστήμιο, μοτοσικλετιστές, ερωτευμένοι, όλα τα είδη ανθρώπων που ξέρουν να περνούν καλά.
Ρίχνοντας μια μάτια στο μαγαζί μετά από τόσο καιρό, ένιωσε μια νοσταλγία. Είχε χάσει το μέτρημα πόσες φορές είχε μεθύσει εκείνος, ο Mike και ο αδερφός του, ο Ace, πριν φύγει για το πανεπιστήμιο. Βέβαια σαν επίσημος αστυνομικός δεν ήταν και η πιο σωστή ιδέα να συχνάζει στο πιο γνωστό στέκι των διαφόρων συμμοριών της πόλης. Στην σημερινή περίπτωση δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να νευριάσει τον Gray περισσότερο αν μάθαινε τι είχε προηγηθεί, όποτε δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Ήταν μονάχα θέμα χρόνου μέχρι ο Grayson να τον ρωτούσε γιατί έπαιρνε ρεπό έτσι ξαφνικά.
«πως το βλέπεις; Στην πένα το έχω» γύρισε ο Mike καθαρίζοντας τον σκούρο μαρμάρινο πάγκο.
«Ακόμα δεν πιστεύω ότι στο πούλησε. Το έχεις κάνει δικό σου πραγματικά» ήπιε μονομιάς το δεύτερο ποτήρι ουίσκι. Το αλκοολ ήταν το κεχριμπάρι που έφερε αποφασιστικότητα στην ψυχή του.
Τον κοίταξε κατάματα κάνοντας μια παύση. Πήρε όσο δύναμη μπορούσε πριν την επόμενη ερώτηση του. Ο Μπάρμαν τον κοίταξε απορημένος με την αλλαγή της ατμόσφαιρας που έπεσε ξαφνικά.
«Τον αδερφό μου... τον βλέπεις καθόλου;» Τα γαλανά του μάτια κοίταξαν τα χρυσάφι του Μαικλ, ψάχνοντας την ειλικρινή απάντηση που ήλπιζε να πάρει. Ο συνδιασμος τους θύμιζε την αμμουδιά που συναντούσε το κύμα ενός αρκετά ζεστού καλοκαιριού. Όντας Αύγουστος, ο συνδιασμος δεν φαινόταν και τοσο άστοχος.
«Ναι, είναι καλά. Έχει ηρεμήσει. Φήμες λένε ότι σε έναν χρόνο τελειώνει το πτυχίο του μα δεν το άκουσες από εμένα.» Γέλασε, στιγμιαία θυμίζοντας τον αδερφό του αλλά σε μια πιο γλυκιά και οικεία εκδοχή. Εκτός από την διαφορά πως ο Michael δεν ήταν αλμπινο, τίποτε άλλο δεν τους ξεχώριζε. Ίδιοι μέχρι και στον τρόπο που έσπρωχναν τα μαλλια του πίσω από το αυτί.
«Αλήθεια; Δεν μου έχει στείλει εδώ και καιρό... μάλλον θα ήταν πολύ απασχολημένος με εκείνους τους τύπους που συχνάζει για να ενδιαφερθεί.»
Ξαφνιάστηκε, οριακά σαν να μην το πίστευε.
«Δεν είπα αυτό. Όμως αν ήμουν στην θέση σου, θα ευχόμουν να συνεχίζει να συχνάζει μαζί τους. Αυτοί οι τύποι τον έχουν κρατήσει ζωντανό πολλές φορές.»
«Δεν θα κινδύνευε αν έμενε με την οικογένεια του. Που ακούστηκε; Μελλοντικός γιατρός να μπλεκει με συμμορία! Ενώ παράλληλα εγώ ειμαι αστυνομικός!» Τελείωσε το ποτό του και το ακούμπησε έντονα στην λεία επιφάνεια. Ο Michael τον κοίταξε ενοχλημένος σκεπτόμενος ποσο ακριβό ήταν το ποτήρι που κόντεψε να σπασει.
«Αν είναι να αρχίσεις να τον μουρμουράς φύγε.»
«Καλά σταματάω» γύρισε να κοιτάξει την ξαφνική πολυκοσμία ρωτώντας τον εαυτό του πως μπορούσε να είχε περισσότερο κόσμο νωρίτερα από ότι ήδη είχε. Στιγμιαία πίστεψε πως ο Michael του είχε πει ψέμματα για νωρίτερα , όμως δεν ήθελε να χαλάσει άλλο την διάθεση του. Η μουσική θύμιζε blues , η βραδιά θα κυλούσε ήρεμα. Η μουσική γεμίζει τον αέρα χωρίς προσπάθεια, όπως τα κύματα που γεμίζουν τις τρύπες στην άμμο της παραλίας. Ο ήχος που τρέχει μέσα και γύρω από κάθε άτομο στο δωμάτιο. Κάποιοι αντιδρούν στο ρυθμό, άλλοι συνεχίζουν να φλυαρούν, αλλά πάντα τους μιλάει με κάποιο τρόπο. Πάντα βρίσκει τον δρόμο της μέσα στον καθένα. Ένας ζωηρός ρυθμός μπορεί να τους ανεβάσει, να τονώσει το πνεύμα ή να τους παρακινήσει να χορέψουν, ενώ ένας αργός μπορεί να τους υποτάξει στην θέληση τους συναισθήματος. Πριν οι νότες γεμίσουν τον αέρα, ο κάθε άνθρωπος ήταν ένα νησί, όλοι ενιωθαν τις ίδιες παλιρροϊκές ροές και οι απαρχές της συντροφικότητας αισθάνονται ζεστές.
Υπήρχε κάτι στον αέρα που έκανε την βραδιά διαφορετική. Σηκώθηκε από το μπαρ και παίρνοντας το ποτό του στο ένα χέρι πλανηθηκε στην χώρο. Φώτα πολύχρωμα αλλά σε βαθύ αποχρώσεις σκέπαζαν τα σώματα τους. Σώματα που τρεμοπαιζαν ανάλογα τον φωτισμό, σώματα που είτε χόρευαν στον ρυθμό της παντας είτε απολάμβαναν το αλκοόλ να καεί τον λαιμό τους σαν το γλυκο φιλί του διαβολου. Φάνηκε σαν να ανοιγοκλεισε τα μάτια του να είχε γεμίσει ο χώρος με κόσμο. Διάφορες ηλικίες, κυρίως νεανικά πνεύματα. Ίσως ανάμεσα σε τόσους ελεύθερους ανθρώπους να ξανασκέφτηκε την ζωή του για λίγο. Εκείνος είχε τόσες ευθύνες εφόσον ήταν στο αστυνομικό σώμα ενώ ένιωθε πως όλος ο υπόλοιπος κόσμος ζούσε ανέμελα, κάτι που εκείνος στερούνταν. Για μια στιγμή, έκλεισε τα μάτια του ξανά και χαλάρωσε τους ώμους του. Το βάρος έπεσε σταδιακά από τις σκέψεις του στους ώμους του και από εκεί ταξίδεψε στις γάμπες του όπου εμεινε για λίγο πριν εξαλειφθεί. Αρχισε να νιώθει την μουσική, να πιάνει τον ρυθμό της θάλασσας και του ανέμου. Μπορούσε να νιώσει την καρδιά του να διαστέλλεται και να ζυγώνει ξανά την θέση της. Η μπάντα άρχισε να παίζει το "Midnight healing" και ο αστυνομικός ξέχασε τις ευθύνες του, γερνώντας το κεφάλι του πίσω επέτρεψε τις ξανθές τούφες του να αιωρούνται ενώ τραγουδούσε τους στίχους. Κάτω από το τεχνητό φως, έμοιαζαν σαν τις τελευταίες αναπνοές μιας φωτιάς που στερεύει από κάρβουνα. Προσπέρασε τα κορμιά τους που ήπια έρρεαν στην χροιά του τραγουδιστή. Η ψυχή του θυμόταν μια εποχή που δεν είχε ζήσει αλλά ένιωθε καλά το αίσθημα της. Τότε που ο κόσμος ένιωθε πραγματικά και δεν ντρεπόταν να το κρύψει, τότε που υπήρχε μονάχα μια λέξη να περιγράψει τους χτύπους της καρδιά κι αυτό ήταν ο έρωτας. Κανείς δεν αγαπούσε μόνο για μια βραδιά ούτε θα άκουγες να συζητάνε τα σεξουαλικα τους στο δρόμο. Η εποχή εκείνη έκρυβε κατι άκρως πιο βαθύ και έντονο, διατηρούσε την μυστικότητα της χωρίς να υπάρχουν αδιάκριτοι για να την χαλάσουν. Απλά ο καθένας ασχολούταν με αυτό που είχε πραγματική σημασία, τον έρωτα και το άτομο που ερωτευόταν. Σε αυτά τα χνάρια ήθελε να κινηθεί. Φυσικά και μπορούσε να μάθει τον εαυτό του να συγκρατείται, να κρύβει τι νιώθει και να χάνεται στην άβυσσο των σκέψεων του, όμως δεν ήθελε. Το να είναι ο πιο αυθεντικός του εαυτός σήμαινε να είναι όπως εκείνη η εποχή που λησμονούσε. Αληθινός, αυθόρμητος, συναισθηματικός. Θα μάθαινε στο μέλλον τις επίπτωσης αυτής του της επιλογής, προς το παρόν θα μάθαινε πως μια γυναίκα μπορούσε να θυμίσει γάτα και μάλιστα από τις μεγάλες.
Το ρολόι χτύπησε τρεις τα ξημερώματα. Ένα ζευγάρι χέρια χάιδεψαν τον λαιμό του καθώς η μπάντα αποχώρησε όπως και το προηγούμενο ρεπερτόριο. Οι ρυθμοί άλλαξαν σε κάτι πιο μοντέρνο αλλά εξίσου κλασικό. Ο DJ άναψε τα πνεύματα με το "Gasolina" του Daddy Yankee.
Πριν το καταλάβει τα χέρια του καθοδηγηθήκαν χαμηλά στη μέση της, ενώ τα μαλλια της λύθηκαν από τον πρόχειρο κότσο, πέφτοντας σαν ακριβό μεταξύ στο στήθος του. Ακόμα δεν είχε αποθηκεύσει το πρόσωπο της στο μυαλό του, ευτυχώς η βραδιά ήταν αρκετά μεγάλη για αυτό.
Ο χορός ήταν ένας περίεργος τρόπος για να αγκαλιαστούν σώματα που δεν γνωρίζονταν. Έτσι δημιουργούταν μια γλώσσα που μόνο όσοι ζούσαν την στιγμή καταλάβαιναν, μια ομάδα ανθρώπων που διασκέδαζαν εκείνη τη στιγμή, εκείνο το λεπτό, απολαμβάνοντας τις ενέργειες των άλλων, μεταδίδοντας τα ίδια συναισθήματα. Η σάρκα του αποκτούσε το μεθυστικό άρωμα της, άθελα του βρέθηκα να φιλάει τον λαιμό της παρασυρμένος από τους ρυθμούς που ηχούσαν το κορμί του, από τον τρόπο που τον κοίταζε. Έπιναν από διάφορα ποτά, τα γεύονταν καλά. Αντάλλασσαν γεύσεις. Ο κόσμος πενιχρός, ενώ η στιγμή άφθονη. Δεν θα την έλεγες γάτα μα κάτι πιο επιβλητικό μα ήρεμο. Ακόμη δεν είχαν ανταλλάξει καμία λέξη και ίσως δεν θα ξανά βρίσκονταν ποτέ. Εκείνη την στιγμή δεν είχαν σημασία ποιοι ήταν και γιατί απέκτησαν οικειότητα μαζί τους, μοναδικός σκοπός ήταν να περάσουν καλά μέχρι τα πόδια τους να υποχωρήσουν στην κούραση.
Πλανήθηκαν στον χώρο όπως και πολλοί άλλοι. Το χέρι της κατέβηκε χαμηλά στη τσέπη του, πιθανόν άθελα. Εξίσου ασυναίσθητα της το απομάκρυνε οδηγώντας το στον λαιμό του όπου και παρέμεινε μέχρι να περάσουν τρία ή και τέσσερα τραγούδια του ίδιου στυλ. Τον παρέσυρε ο χρόνος, σαν κοίταξε γύρω του είχαν μείνει ελάχιστα τραπέζια που ακόμη διασκέδαζαν. Άλλοι είχαν ήδη φύγει ή μάζευαν τα πράγματα τους. Κάθισε στην άκρη του καναπέ κοιτάζοντας το ταβάνι να γυρίζει. Στην άλλη άκρη του αναπαυτικού επίπλου, βαθιά στο βάθος μια παρέα συζητούσε έντονα. Δεν έδωσε σημασία, αρκετά είχε περάσει τις τελευταίες 24 ώρες. Στη σκέψη του είχε μένει το πίσω μέρος μιας οικείας μορφής από εκείνη την παρέα, η όψη γνώριμων μαλλιών που δεν τα ξεχνούσες εύκολα, άγγιζαν το χρωμα της στάχτης πάνω στο χιονισμένο δέρμα του.
«αποκλείεται» είπε και έκανε να σηκωθεί. Έκανε τα πρώτα του βήματα όπως ένα παιδί που μαθαίνει να περπατάει. Στόχος του ήταν να περάσει τυχαία μπροστά από το τραπέζι για να επιβεβαιωθεί για το πρόσωπο καθώς θα πήγαινε στο μπάνιο. Μερικά βήματα αργότερα βρέθηκε μπροστά από τον νιπτήρα του μπάνιο όμως η παρέα του διέφυγε. Πίσω του έτρεξε ο Michael, ο οποίος δεν δίστασε να αφήσει το πόστο του. Φέρνοντας το κεφάλι του κατω από την βρύση, το έβρεξε και το στέγνωσε πριν δει την αντανάκλαση του στον καθρέφτη. Δεν είχε πιει τόσο όσο νόμιζε, μάλλον η ζαλάδα θα ήταν από τα χτυπήματα καθώς πέρασε όσο στάθηκε κάτω από το έντονο φως του μπάνιου. Το αριστερό του χέρι ξεκλείδωσε το κινητό, κανένα μήνυμα εκτός από την θετική απάντηση του Cole. Αναστέναξε. Έσκυψε κρατώντας όλο του το βάρος σε ένα ζευγάρι αγκώνες που έτρεμαν. Το ποτήρι γέμιζε και γέμιζε και ξεχείλιζε και πλημμύριζε το δωμάτιο. Έβρεξε την κορυφή του κεφαλιού του ξανά. Η μουσική δεν του πρόσφερε πια εκείνο το ταξίδι προς την χαλάρωση, αντιθέτως τον αγανακτούσε και το μόνο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να φύγει και να βυθιστεί σε ένα τσιγάρο. Δεν είχε καπνίσει ποτέ. Στιγμές σαν αυτή σκεφτόταν σαν ένας παθιασμένος καπνιστής, που αναζητά την πίσσα πιο συχνά από το νερό. Που αναζητά τον πόνο πιο πολύ από την γαλήνη. Έπιανε συχνά τον εαυτό του να βρίσκει ζωή σε ότι τον πονούσε, αναρωτιόταν αν τόσα χρόνια δεν ασχολήθηκε με την υπόθεση επειδή απολάμβανε το έντονο συναίσθημα του του προκαλούσε η θλίψη, αν εκείνο το συντριπτικό όνειρο που έβλεπε κάθε βράδυ ήταν ο λόγος που είχε μείνει άπραγος... είχε αργήσει να θυμώσει και το ήξερε. Φημιζόταν για τον αντιδραστικό του χαρακτήρα, όμως είχε απογοητεύσει τον εαυτό του αυτή τη φορά. Έφερε τα νύχια και τα χείλη κοντά. Πιο κοντά ακόμη τα έκοψε κοιτάζοντας επίμονα στο πόμολο της πόρτας. Στο δευτερόλεπτο της σιωπής των σκέψεων του άκουσε τον πυροβολισμό να σκίζει τον άνεμο. Άνοιξε την πόρτα και στράφηκαν τα βλέμματα πάνω του, βλέμματα γνωστά, βλέμματα επικίνδυνα.

Surviving Death.Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang