Part 5

963 108 3
                                    

«Ηλίθιε», μούγκρισε μέσα από τα δόντια του ο Αλέξανδρος και πέταξε με δύναμη το ποτήρι του στο πάτωμα. Ο νεαρός που στεκόταν ακριβώς απέναντί του μόλις τον είχε κάνει έξαλλο.

«Συγγνώμη κύριε Δούκα», ψέλλισε φοβισμένος και με κατεβασμένο το κεφάλι.

«Ηλίθιε, γιατί σε πληρώνω;» φώναξε οργισμένος και έσφιξε τις γροθιές του.

«Για να προσέχω την δεσποινίς Νεφέλη, κύριε», απάντησε με αφέλεια.

«Μην... μη μιλάς και δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω. Θα σε σκοτώσω κάθαρμα. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια και μετά θα σε εξαφανίσω. Φύγε ηλίθιε και ψάξε να την βρεις!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του, έτοιμος να του χιμήξει.

Ένοιωθε σαν άγριο λιοντάρι μέσα σε κλουβί, ανίκανος να κάνει οτιδήποτε. Δύο εβδομάδες τώρα ήξερε κάθε της κίνηση, μπορούσε να την προστατέψει και ήταν ήσυχος πως είναι ασφαλής. Τώρα όμως ένοιωθε αδύναμος και δειλός. Η κόρη του ήταν η δύναμή του, το δυναμωτικό του και ήταν ικανός να στεγνώσει τους ωκεανούς για να την βρει. Την ήθελε ευτυχισμένη, γι' αυτό κι την είχε διώξει. Ήθελε εκείνη να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, με φίλους, με έρωτα και να χαρεί τα νιάτα της.

Εκείνος δεν είχε καταφέρει να ζήσει. Είχε μια περιουσία να προστατέψει και να μεγαλώσει. Είχε ένα όνομα που έπρεπε να διατηρήσει και οι έρωτες δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα στην ζωή του. Μία φορά είχε κάνει το λάθος να ερωτευτεί και είχε κοντέψει να τινάξει όλα όσα είχε χτίσει στον αέρα. Έτσι απλά, σε μια νύχτα! Η λογική του όμως πάντα υπερίσχυε. Δεν άφησε ποτέ την καρδιά του να πάρει λόγο στην ζωή του και έτσι είχε γίνει άτρωτος.

Μόνο η Νεφέλη τον έκανε να χαμογελά και να νοιώθει για λίγο ζωντανός. Τις υπόλοιπες ώρες κλεινόταν στο γραφείο του και δούλευε. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να τον ενοχλήσει τις ώρες που εργαζόταν και κανείς ποτέ δεν τόλμησε να το κάνει. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της χώρας κι όχι μόνο. Όσοι τον είχαν γνωρίσει, κρατούσαν τυπικές αποστάσεις από αυτόν τον άνθρωπο που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλο τον πλούτο στα χέρια του. Γιατί όλοι ήξεραν πόση δύναμη είχε, την αυτοκρατορία που είχε χτίσει.

Το τηλέφωνο του χτύπησε και το σήκωσε χωρίς πολύ όρεξη.

«Τι θέλεις;»

«Άλεξ πρέπει να μιλήσουμε», άκουσε την τρεμάμενη φωνή μιας γυναίκας. Έμεινε παγωμένος στην θέση του για δευτερόλεπτα μέχρι να βρει ξανά την κυριαρχία του. «Πρέπει να δω το παιδί μου», συνέχισε μετά από μερικά λεπτά σιωπής η ίδια φωνή.

Η μάχη του έρωτα...Where stories live. Discover now