Part 27

683 86 2
                                    

Ρούφηξε και την τελευταία γουλιά από το τσάι του. Απόλαυσε για πρώτη φορά την απόλυτη ελευθερία. Κυκλοφορούσε εδώ κι αρκετή ώρα μόνος του, δίχως κάποιον από την προσωπική του φρουρά. Κοιτούσε τους περαστικούς που περνούσαν άλλοτε ζευγαράκια αγκαλιασμένοι, κι άλλοτε με τις οικογένειές τους. Αν κι δεν είχαν όλα όσα εκείνος είχε καταφέρει να αποκτήσει, έδειχναν ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι.

Ένα απαλό αεράκι δρόσιζε την περιοχή του Μοναστηριού και αφού πλήρωσε γενναιόδωρα την σερβιτόρα πήρε την κατηφόρα για να περιπλανηθεί ανάμεσα στα μαγαζάκια με τους μικροπωλητές. Υπήρχαν ότι λογής δώρο μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Έψαξε αρκετή ώρα, περπάτησε τρεις φορές τα μαγαζιά μέχρι να πέσει το μάτι του πάνω σε ένα αγαλματένιο γατάκι.

Το σήκωσε στα χέρια του και το περιεργάστηκε. Έμοιαζε πολύ με εκείνο που είχε κάνει δώρο ο ίδιος στην κόρη του πριν πολλά χρόνια. Δεν θυμόταν πια πόσα είχαν περάσει από τότε. Θυμόταν όμως με κάθε λεπτομέρεια πόσες νύχτες καθόταν κι παρατηρούσε την κόρη του να κοιμάται με αυτό αγκαλιά. Πόσο του είχε λείψει!

«Συγγνώμη, πόσο κάνει αυτό;»

«Πέντε ευρώ», του απάντησε ένας γεροδεμένος κύριος που στεκόταν πίσω από την ταμειακή μηχανή.

«Χμ, δεν έχω ψιλά! Πάρε αυτά!» έβγαλε ένα κατοστάρι και το άφησε πάνω στον πάγκο.

«Μα κύριε...» άνοιξε διάπλατα τα μάτια του ο υπάλληλος.

«Σε παρακαλώ τύλιξε το για δώρο!» του το έδωσε κι ο υπάλληλος το έβαλε στην καλύτερη σακούλα που διέθετε το μαγαζί.

«Ορίστε! Ελπίζω να αρέσει!»

«Να είσαι σίγουρος παλικάρι!» σφύριξε χαρούμενα και βγήκε από το κατάστημα με ένα χαμόγελο ως τα χείλη.

Σαν παιδί κι αργότερα σαν νέος δεν είχε καταφέρει να κάνει πράγματα που του άρεσαν. Στο Μοναστηράκι ερχόταν μονάχα για να πάρει τα ενοίκια από μερικά ιδιόκτητα που είχε. Δεν είχε σεργιανίσει ποτέ ανάμεσα στον κόσμο, σαν απλός άνθρωπος. Δεν ήξερε πως είναι να είσαι ελεύθερος από τα περίεργα βλέμματα και τώρα που το σκεφτόταν, ο ίδιος τα προξενούσε. Πόσες φορές δεν τον είχε παρακαλέσει η Νεφέλη να πάνε οι δυο τους μια βόλτα, σαν οικογένεια! Με μαθηματική ακρίβεια τις είχε αρνηθεί όλες.

Έβγαλε μια μικροσκοπική φωτογραφία της κόρης του που φυλούσε στο πορτοφόλι του και την κοίταξε με νοσταλγία. Την αγαπούσε πολύ και του σπάραζε η καρδιά που έπρεπε να την αποχωριστεί με αυτόν τον βάναυσο τρόπο. Μόνο που σκεφτόταν πως η δικιά του η κόρη θα κούραζε τα χέρια της, ήθελε να αυτοτιμωρηθεί.

Η μάχη του έρωτα...Where stories live. Discover now