Η Φυγή

219 17 3
                                    

Ήταν βράδυ και είχε μόλις γυρίσει σπίτι από μια βόλτα με τον Στέφανο. Ήταν αποφασισμένη πια... Θα μίλαγε στον πατερα της για αυτον. Μπήκε στο δωμάτιο της σκεπτόμενη όλα το μέλλον και μια ζωή ιδανική. Μέχρι και άκουσε εν α κλικ...

Έτρεξε προς την πορτα να δει τι συμβαίνει, ο πατερας της ήταν απέξω και της φώναζε "Τον Παρασχο δεν θα τον ξαναδείς! Πάρτο απόφαση! Εδώ μέσα θα μείνεις μέχρι να σε πανε στην εκκλησία για τον Δεμερτζη! Δεν θα με ξεφτιλίσεις εμένα! "

Δεν έκανε καν τον κόπο να το αρνηθεί ή να μιλήσει απλά έπεσε κάτω στο πατωμα και άρχισε να κλαιει βουβά. Έκλαιγε για την ζωή που μόλις της πηραν απο τα χέρια την ευτυχία που είχε ακουμπήσει και δεν  είχε προνοήσει να γραπωσει καλά. Τότε ένα αεράκι την χτυπήσε στην πλάτη.

Άρχισαν να της μπαίνουν σκέψεις αλλά πως; Ηταν ψηλά το σπίτι στον δευτερο όροφο.. Θα σκοτωνόταν! Πήγε δειλά προς το παράθυρο και κοιτάξε από κάτω. Είδε τότε κάτι στρώματα, παλια, βρόμικα αλλά και παλι την δουλειά τους θα την έκαναν! Πήρε δυο ρουχαλάκακια σε μια τσάντα και πήγε κοντά στο παραθυρο. Σκέφτηκε τώρα ή ποτε και πήδηξε...

Αν..... Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin