5ο

30 5 0
                                    

Δύο χρόνια ήταν παντρεμένοι και κάθε χρόνο ο Αλεξάντερ έφευγε σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι, όπως έκανε και πριν τον γάμο τους. Παρόλο που η Έρικα ήταν πεπεισμένη πως περνούσε τις μέρες με τη Σοφία, πέρυσι έτυχε να συναντήσει τη γραμματέα στα μαγαζιά της Νέας Υόρκης. Πάντοτε το είχε απορία γιατί ο Αλεξάντερ διάλεγε αυτές τις μέρες να τις περάσει μακριά από την οικογένεια του με μόνη του συντροφιά τη δουλειά, μα ποτέ δεν τόλμησε να τον ρωτήσει. Περνώντας από το σχεδόν έρημο πλέον χωριό κατευθυνόμενοι προς το σπίτι τους η ανάγκη να τον ρωτήσει δημιουργήθηκε μέσα της και γύρισε να κοιτάξει τον άντρα της.

«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;»

«Φυσικά» για μια στιγμή το βλέμμα της έμεινε στο πρόσωπο του όπου υπήρχε χαραγμένο ακόμη ένα μικρό χαμόγελο και η καρδιά της σφίχτηκε ελαφρώς.

«Ποιος είναι στην εταιρεία τώρα που λείπεις;»

«Ο πατέρας μου. Παρόλο που η μαμά μου επέμενε να μην πάει ο ίδιος βρήκε αφορμή να ξανά δουλέψει» απάντησε με ένα μικρό γέλιο στο τέλος

«Δε χρειάζεται να τα σκέφτεσαι αυτά. Όλα είναι τακτοποιημένα στη Νέα Υόρκη»

«Εντάξει...» έπειτα από τον σύντομο διάλογο τους έστρεψε το βλέμμα της ξανά προς το παράθυρο δαγκώνοντας ελαφρώς το κάτω χείλος της. Ένιωθε πως κορόιδευε κατά κάποιον τρόπο τον Αλεξάντερ χωρίς να τον ρωτάει αυτό που πραγματικά ήθελε, αλλά από την άλλη φοβόταν πως θα του έκανε κάποια ερώτηση που θα έδιωχνε αυτό το χαμόγελο από τα χείλη του και ήταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε. Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια της διώχνοντας αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της σε μια προσπάθεια της να απολαύσει την υπόλοιπη διαδρομή τους.

🎄✨🎄

«Θα πάω να φέρω μερικά ξύλα από την αποθήκη γιατί τελείωσαν» γυρνώντας προς το μέρος της Έρικα την πρόσεξε να του χαμογελάει κάπως αμήχανα ενώ το βλέμμα της αμέσως μετακινήθηκε προς τη φωτιά αποφεύγοντας το βλέμμα του.

«Εντάξει...» χωρίς να σχολιάσει κάτι άλλο σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε προς την πόρτα του δωματίου. Πριν βγει, γύρισε να κοιτάξει άλλη μια φορά τη γυναίκα του, μα το βλέμμα της ήταν χαμένο στις ζεστές φλόγες.

Ο ήχος της πόρτας που έκλεισε, έβγαλε τη Ρόζαλι από τις σκέψεις της και συνειδητοποίησε πως ήταν μόνη της στο δωμάτιο. Αφήνοντας έναν μεγάλο αναστεναγμό σηκώθηκε από το κρεβάτι ώστε να πάει στο μπάνιο για να πλύνει λόγω το πρόσωπο της. Κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη και με έναν ακόμη αναστεναγμό ένα μικρό χαμόγελο χαράχθηκε στο πρόσωπο της. Έπειτα, προχώρησε στην ντουλάπα όπου είχε ταχτοποιήσει τα ρούχα τους και έβγαλε ένα ζευγάρι ζεστές πιτζάμες για την ίδια και ένα για τον Αλεξάντερ. Αφήνοντας τες στο κρεβάτι παρατήρησε πως η ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που ο Αλεξάντερ πήγε για τα ξύλα και βάζοντας το μπουφάν της αποφάσισε να πάει στην αποθήκη για να δει τι κάνει.

Κάνε Μια ΕυχήDonde viven las historias. Descúbrelo ahora