Άγγελος
Η ώρα έχει περάσει πολύ, είναι μετά της δώδεκα. Ξεκλειδωνω την πόρτα. Με όλα όσα έγιναν έχω ώρα να έρθω εδώ. Το δωμάτιο έχει σχετικά κρυώσει. Ευτυχώς έχει καλή μόνωση, αλλά και πάλι δεν είναι αρκετη αυτή για να ζεσταθεί ένα άτομο εδώ μέσα. Το μέρος είναι άδειο. Λίγα έπιπλα υπάρχουν εδώ και εκεί αλλα όχι για να διακοσμούν το δωμάτιο. Αυτό το δωμάτιο ο πατερας το έχει σαν αποθήκη. Εδω μέσα πετάει ότι δεν χρειάζεται πλέον. Η γιαγιά μου κάθεται μπροστά στο τζάκι, να μιλάει μόνη της ή μάλλον καλύτερα με κάποιον που εγώ δεν έχω την δυνατότητα να δω. Αν και το τζάκι μετά από τόση ώρα είναι σβησμένο, αυτή φαίνεται να βάζει τα χερια της εκεί μπροστά για να τα ζεστάνει. "Άργησες γλυκέ μου σε περιμενα πριν δύο ώρες. Ο πατέρας σου είπε πως θα ερχόσουν." Η φωνή της απαλή, γλυκιά το πρόσωπο της μαλακό. Από εκείνα τα προσωπα που φαινεται πως ανήκουν σε κάλους ανθρώπους. Παιζει με τα δάχτυλα της, βγάζοντας και βάζοντας την βέρα της και πηγαίνοντας πίσω μπρος την πολυθρόνα της.
"Σημερα θα ειναι υπεροχη ημέρα. Χθες με την μητέρα σου φτιάξαμε ένα γλυκό. Είναι γεμάτο σοκολάτα, θα το λατρέψεις. Βοήθησε ακόμα και ο πατέρας σου θα σου αρέσει πολύ. Σήμερα θα είναι υπέροχη μέρα" λεει ανέμελα όπως θα έλεγε ένα μικρό παιδί που δεν καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Πως όλα δεν είναι ουράνια τόξα και νόστιμα γλυκά. "Γιαγιά" της λέω οσο πιο ψύχραιμα μπορώ. Έρχομαι πιο κοντά της σε σημείο να μπορεί να διακρίνει τα τραυματα μου. Μια σοκαρισμένη έκφραση εμφανίζεται στο πρόσωπο της. "Που έμπλεξες πάλι νεαρέ μου; Πόσες φορές πρέπει να στα πω αυτά! Σαν τον πατέρα σου και εσύ!" Σηκώνεται ανησυχη και έρχεται προς το μέρος μου. Ετοιμάζεται να πιάσει τις πληγες μου αλλά πιάνω τα χέρια της γλυκά εμποδίζοντας την. "Γιαγια προστατεψες αυτό που σου είπα;"
Η γιαγιά μου γνέφει καταφατικά. Πάει πίσω και μου φέρνει το κόκκινο βάζο. Βάζω το χέρι μου και βγάζω τα λεφτά από μέσα. Ναι ειναι αρκετα για να βγάλουμε κάποιους μήνες. Δεν χρειάζομαι λεφτά από τον θειο μου αλλά ένα μέρος για να κοιμηθώ το βράδυ αυτό είναι όλο. "Θα φύγουμε ε;" Με ρωτάει. Είναι σαν να είναι ένας άλλος άνθρωπος τώρα. Πριν δεν καταλάβαινε τι της ελεγα. Πριν έρθω μιλούσε με κάποιον που δεν εβλεπα. Πριν λίγο μαγείρευε με μια μάνα και έναν πατέρα που δεν ειναι δικοι μου. Έφτιαξε ένα κέικ που δεν υπάρχει. Ανήκε σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Πριν λίγη ώρα ήταν μια αδύναμη γριούλα με σχιζοφρένεια και μερική απώλεια μνήμης. Αλλα τώρα στέκεται μπροστά μου μια πλήρως συνειδητοποιημένη γυναίκα. Γνέφω καταφατικά.
"Μην ανησυχείς τα έχω κανονίσει όλα. Θα πάνε όλα μια χαρά ένταξη;" Προσπαθώ να την καθησυχάσω αν και δεν είμαι σίγουρος αν αντιλαμβάνεται πλήρως του κινδύνους. Γνέφει καταφατικά δείχνοντας πως καταλαβαίνει. Μαζεύω τα πράγματα της. Όλα της τα χάπια, τα ρούχα και ότι άλλο θα μπορούσε να χρειαστεί που ο θείος μου δεν θα έχει. Εκείνη στέκεται απλά εκει να με κοιτάζει, ανήμπορη να κάνει αλλιώς. Την λυπάμαι. Δεν είναι σε θέση να μετακομίζει. Αλλα δεν υπάρχει άλλη λύση. Αν καθισουμε και άλλο εδώ μέσα στο τέλος η μάνα μου θα καταλήξει νεκρή.
Έχω σχεδόν μαζέψει τα πάντα όταν το χέρι της πιάνει το μπράτσο μου. "Άγγελε, θα φας το κέικ που έφτιαξα;" "Ναι γιαγιά" Μου χαμογελάει γλυκά και χαϊδεύει το κεφάλι μου. "Καλά Χριστούγεννα" λέει με τα βουρκωμενα τα μάτια της να κοιτάνε απευθείας τα δικά μου. Αυτές είναι κάποιες από τις στιγμές που με κάνουν να μετανιώνω που θέλω να πεθάνω. Είναι αυτές οι στιγμές που με θυμιζουν πως για κάποιους ανθρώπους είμαι σημαντικός. Είναι αυτές οι στιγμές που μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω, ακομα και αν ξέρω πως θα είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσω μπροστά. Είναι αυτές οι στιγμές που με κρατάνε στην ζωη. "Καλα Χριστούγεννα γιαγιά".
Τέλος
KAMU SEDANG MEMBACA
Η Κυρά-Μυρτώ
Cerita PendekΗ κυρά-Μυρτω είναι μια φιλήσυχη γυναίκα. Μεγάλη σε ηλικία πλέον ζει μαζί με την αγαπημένη της οικογένειά . Τα παιδιά της και τα εγγόνια της την αγαπάνε και την φροντίζουν και εκείνη είναι ευγνώμων για αυτό. Μέχρι που τα Χριστούγεννα φτάνουν και η αλ...