Part 6

25 1 2
                                    

Ξεκίνησα πολύ νωρίς για το χωριό. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που θα ξανάβλεπα τα αδέρφια μου, τη μητέρα μου,ακόμα και τον πατέρα μου. Είχα αρχίσει να νιώθω πως τον έχω αδικήσει. Όλα αυτά το χρόνια στην Αθήνα, είχα αρχίσει να σκέφτομαι διαφορετικά, πιο ώριμα. Ο πατέρας μου μεγάλωσε σε χειρότερες συνθήκες απο εμάς, έζησε τον πόλεμο, είδε φίλους και συγγενείς να ψυχοραγούν και να μην μπορεί να τους βοηθήσει. Τα έβλεπα πιο καθαρά πλέον, δεν τον κατηγορούσα πλέον για τα λάθη του. Αυτός είναι και τον αγαπώ, με τα λάθη του.
Το λεωφορείο περνούσε τον Ισθμό, μόλις περάσαμε στην Πελοπόννησο το τοπίο άλλαξε, δεξιά μας η θάλασσα με τα πανέμορφα νερά της, καταγάλανες χρυσάφιζαν κάτω από την όμορφη ηλιόλουστη μέρα. Οι ψαράδες με τις άσπρες βάρκες, γέμιζαν το τοπίο όπως επίσης και τα όμορφα πέτρινα χαμόσπιτα, με τα μικρά κηπάκια τους πλαισιωμένα από τις πετρόχτιστες μάντρες τους. Το τοπίο μου είχε κόψει την ανάσα. Μου είχε λείψει απίστευτα αυτό το τοπίο και αυτοί οι άνθρωποι, με τα χαμογελαστά πρόσωπα και τα ξεφτισμένα ρούχα. Με είχε συνεπάρει αυτή η αίσθηση οικιότητας και γαλήνης που ένιωθα αντικρίζοντας όλα αυτά και όσο τα αντίκρυζα, τόσο με έπιανε μεγάλη ανυπομονησία να δω το χωριό μου. Μέσα σε αυτές τις σκέψεις, ξαφνικά τα μάτια μου άρχιζαν να υγραίνονται, ένοιωθα το βλέμμα μου να θολώνει από την αναπάντεχη εισβολή των δακρύων. Πήρα μια βαθιά ανάσα για να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Είχα μάθει από μικρή να συγκρατώ τα συναισθήματα μου και να μην τα εξωτερικεύω ενώπιον άλλων και έτσι συγκρατήθηκα. Ξαφνικά εντελώς από το πουθενά ξεπήδησε συο μυαλό μου μια σκέψη, μια σκέψη που με βοήθησε ακόμα περισσότερο, όχι μόνο, να μην κλάψω αλλά και να σχηματιστεί στο πρόσωπό μου ένα διακριτικό μειδίαμα. Ο Τηλέμαχος !!! Θα είχα την ευκαιρία να τον συναντήσω στο χωριό να ξαναδώ αυτό το βλέμμα, που σχεδόν κάθε βράδυ ξεπηδούσε στα όνειρά μου. Στη σκέψη αυτή και μόνο, ένιωσα την καρδιά μου να χοροπηδά για λίγο μές στο στήθος μου. Πόσο θα ήθελα να ερχόταν λίγο πιο κοντά μου!! Να νιώσω  και γω πως είναι να σε φιλά κάποιος τρυφερά, στα χείλη, να νιώσω ένα χάδι απαλό πάνω στο δέρμα μου!
Με όλες αυτές τις σκέψεις, ειχα χάσει την αίσθηση του χρόνου και μόλις σήκωσα το βλέμμα και προσγειώθηκα στην πραγματικότητα, συνειδητοποίησα πως μπαίναμε στο χωριό, τα πόδια μου λύθηκαν. Κατέβηκα βιαστικά από το λεωφορείο και άρχισα να κατευθύνομαι προς το χωριό, καθώς το λεωφορείο σταματούσε ένα χιλιόμετρο μακρυά. Πήγαινα με γοργό βήμα και ανυπομονούσα να αγκαλιάσω τη μητέρα και τα αδέρφια μου. Λαχανιασμένη, μετά απο κανά τέταρτο έμπαινα στο χωριό, στο καφενείο ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος και γεμάτη χαρά έτρεξα να τους χαιρετίσω. Καθώς πλησίαζα όμως διέκρινα κάτι που μου έσφιξε την ψυχή και πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου. Όλοι οι άνθρωποι ήταν σκυθρωποί και μαυροφορεμένοι. Πλησίασα διατάχτηκα και ένας από τους χωριάνους ο κύρ- Βαγγέλης μόλις με αντύκρισε με αγκάλιασε απότομα καθώς έκλεγε. " Κορίτσι μου!!" Αναφώνησε, κόβοντάς μου την ανάσα. " Λυπάμαι πολύ, για την απώλειά σας, νόμιζα πως δεν είχαν προλάβει να σας ειδοποιήσουν στην Αθήνα, λυπάμαι ειλικρινά ! " είπε και έσκυψε το κεφάλι. " Σε παρακαλώ πες μου τι συμβαίνει, δεν γνωρίζω τίποτα. Τι έγινε;" Τον ρωτάω ενώ νιώθω πως ο αέρας δείχνει μάχη για να καταφέρει να εισχωρήσει στα πνευμόνια μου και τα Γονατά μου τρέμουν. " Παιδί μου, λυπάμαι πολύ που πρέπει εγώ να σου πω τέτοιο νέο." Είπε και έκανε μια μεγάλη παύση για να βρει τα λόγια του, προσπαθούσε να βρει με ποια λόγια ανακοινώνεται κάτι τόσο τραγικό. " Ο αδερφός σου ο Θοδωρής είχε ένα ατύχημα, βασικά όχι ακριβώς ατύχημα, αλλά το αποτέλεσμα είναι πως είναι νεκρός. Καλύτερα να πας μέσα στους γονείς σου να σου τα εξηγήσουν αυτοί όλα".
Κατευθύνθηκα προς στο μέσα χώρο του καφενείου και αντίκρυσα  τη μητέρα μου σε ένα τραπέζι μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά μου, όλοι τους μαυροφορεμένοι και με πρόσωπα εξαντλημένα από το κλάμα." Μητέρα" αναφώνισα και αυτή αμέσως σηκώθηκε και με αγκάλιασε κλαίγοντας με λιγμούς " Κοριτσάκι μου, αγάπη μου, πως το έμαθες;" " Μάνα δεν ξέρω τίποτα απλά ήρθα να σας δω. Τι συνέβη στον Θόδωρο; Πες μου σέ παρακαλώ !!" Ο πατέρας μου σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα και με αγκάλιασε σφιχτά . " Ας πάμε έξω να τα πούμε κορίτσι μου, άστην μητέρα σου να ηρεμήσει" μου είπε και μου δώσε μια απαλή ώθησει στην πλάτη και βγήκαμε έξω. " Λοιπόν, ο αδερφός σου είχε μπλέξει με μιά κοπέλα από το διπλανό χωριό, το βράδυ το έσκαγε και πήγαινε κρυφά και συναντιώντουσαν σε ένα κτήμα κοντά στο σπίτι της. Ένα βράδυ, την ακολούθησε ο αδερφός της και τους έπιασε μαζί και έχοντας μαζί του το τουφέκι του, πυροβόλησε τον αδερφό σου" η φωνή μου είχε κοπεί δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που άκουγα. Κάποιος μου έκανε πλάκα. Έστεκα εκεί τον κοίταζα μαρμαρωμένη και ένιωθα πως δεν μπορούσα να αντιδράσω, το σώμα μου ήταν παγωμένο. Τελικά τον αγκάλιασα και πήγα πάλι προς το εσωτερικό του μαγαζιού. Κάθησα με τη μητέρα ώρες, μέχρι που έφυγε ο κόσμος και μείναμε μόνοι μας και σιγά σιγά κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει και η μητέρα μου αφού έκλεγε όλη μέρα αποκοιμήθηκε, βγήκα έξω στην αυλή και χάζευα το όμορφο δειλινό. Ο ουρανός έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής, καθώς όλα τα χρώματα τον κάλυπταν , ροζ, μοβ, πορτοκαλί . Ο ήλιος χανόταν πίσω απο τον λόφο στον οποίο δέσποζε το κάστρο. Ξαφνικά στο μυαλό μου ξεπρόβαλε η μορφή του Τηλέμαχου. Πόσο θα ήθελα να τον δω!!! Μπήκα γρήγορα στο σπίτι και ανακοίνωσα στον πατέρα μου να μην ανησυχήσει και πως θα πήγαινα μια βόλτα σε μια συμμαθήτριά μου και πως αν αργούσα ίσως να κοιμόμουν εκεί . Πήγε να αντιδράσει αλλά δεν του άφησα περιθώρια και έτσι έφυγα βιαστικά.
Σε λίγη ώρα ήμουν έξω από το κάστρο και κοιτούσα την επιβλητική ξύλινη αυλόπορτα. Ήθελα πολύ να χτυπήσω αλλά από την άλλη δίσταζα. Ένιωθα μια μάχη να εκτυλίσσεται μέσα μου. Είχα τόση ανάγκη να τον δώ και από την άλλη φοβόμουν αυτό που ένιωθα. Ξαφνικά άκουσα τη φωνή του να φωνάζει το όνομά μου και η ξύλινη πόρτα άνοιξε.
" Πως και από εδώ μικρή μου; Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω" " Ήρθα να δω τους δικούς μου αλλά δυστυχώς δεν τους βρήκα όλους" του απάντησα με τρεμάμενη φωνή ενώ τα μάτια μου είχαν ήδη βουρκώσει. " Λυπάμαι πολυ, έμαθα τα νέα, ήμουν και στην κηδεία. Σε παρακαλώ πέρασε μέσα, δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε έξω." Μου είπε και μπήκαμε στο σπίτι. Ήταν όπως το είχα αφήσει. Τιποτα δεν άλλαξε. Το τζάκι ήταν αναμμένο και η ζεστασιά του πλημμύριζε το χώρο. Καθήσαμε στον καναπέ μπροστά στο τζάκι και τότε εμφανίστηκε η κυρία Κατερίνα, η οποία μόλις με είδε φωτίστηκε το πρόσωπό της ήρθε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε. " Ασημίνα μου, εσύ ; " αναφώνισε " δεν το πιστεύω! Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω! Να σου φέρω ένα ζεστό τσάι να πιείς;". " Φέρε δύο και μερικά από τα κουλουράκια που έφταξες " της απάντησε ο Τηλέμαχος πριν προλάβω να απαντήσω.
" Λοιπόν μικρή μου πώς νιώθεις ; Είσαι καλα;". " Νιώθω πως έχω χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου, δεν άντεχα άλλο να μαι στο σπίτι. Πνιγόμουν βλέποντας τους γονείς μου σε αυτήν την κατάσταση. Ήθελα μόνο να σε δω για να αναπνεύσω." Μόλις συνειδητοποίησα τι είχα μόλις ξεστομίζει μαζεύτηκα στη θέση μου και γύρισα το βλέμμα μου αλλού. " μικρή μου τί είναι αυτά που λες; Μιλά μου;γιατί το είπες αυτό;" . " συγγνώμη.. Δεν ήθελα να πω αυτό" απάντησα με τρεμάμενη φωνή ενώ ήμουν σίγουρη πως είχα γίνει κατακόκκινη. Τότε έγυρε το κεφάλι του προς το μέρος μου. Τα πρόσωπά μας ήταν σε απόσταση ενός εκατοστού, ένιωθα την ανάσα του στο πρόσωπό μου και η καρδιά μου έχανε παλμούς, " Μικρή μου, το βλέπω στο βλέμμα σου κάθε φορά που με αντικρύζεις οτι με θες όσο σε θέλω και γώ. Ήδη από την πρώτη φορά που σε είδα έξω από το σπίτι μου, τα μάτια σου, η αθωότητα που περιείχαν με μάγεψαν αμέσως !" Πρίν συνειδητοποίησω τι μου έλεγε ένιωσα μια φλόγα στα χείλη μου που μου ρουφιξε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια. Το φιλί του ήταν τόσο απαλό στην αρχή, αλλά μετά από λίγο έγινε έντονα κτητικό και ξαφνικά η γλώσσα του εισέβαλε στο στόμα μου διεκδικούσε τη δική μου με πάθος και εγώ ένιωθα τα πόδια μου να κόβονται. Σταμάτησε ότεν ακούσαμε τα βήματα της κυρίας Κατερίνας, που ερχόταν για να φέρει το τσάι. Όταν εξήλθε, ο Τηλέμαχος μου έπιασε το χέρι λέγοντας μου " Μικρή μου σου ζητώ συγγνωμη, αυτό που έγινε μεταξύ μας δεν έπρεπε να συμβεί, είσαι κοριτσάκι ακόμα. Συγγνώμη!!". " Τηλέμαχε ΟΧΙ, δεν είμαι κοριτσάκι πια κοντεύω τα είκοσι, είμαι μια γυναίκα ερωτευμένη και που κάθε βράδυ σε ονειρεύομαι να αγγίζεις το κορμί μου. Απόψε ήρθα εδώ γιατί βασανίζομαι από επιθυμία να με αγγίξεις ! Δεν με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος πια, με νοιάζεις μόνο εσύ". Μόλις τελείωσα, σήκωσε το πιγούνι μου με το χέρι του και με κοίταξε στα μάτια " Μικρή μου είσαι μεγάλο βάσανο το ξέρεις;" Και μόλις τελείωσε τη φράση του, με φίλησε με πάθος δεύτερη φορά και μετά με έπιασε απότομα χέρι και με οδήγησε στον πάνω όροφο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκανε στο δωμάτιό του, με έπιασε από τη μέση και με ακούμπησε απαλά πάνω στο κρεββάτι ενώ παράλληλα δεν είχε σταματήσει να με φιλά. " Είσαι σίγουρη πως θες να συνεχίσω;πρέπει να το πεις τώρα γιατί μετά δεν θα μπορω να σταματήσω." Τα πόδια μου έτρεμαν και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα μου, και απλά κούνησα το κεφάλι καταφατικά. " Θέλω να σε ακούσω να το λες!" Μου είπε ενώ είχε αφαιρέσει ήδη το πουκάμισό του απο πάνω του και γω κοιτούσα το μισόγυμνο κορμί του εκστασιασμένη " Είμαι σίγουρη!σε θέλω πολύ! Νιώθω το κορμί μου σαν καζάνι που βράζει και μόνο που σε βλέπω έτσι μπροστά μου". Μόλις σταμάτησα να μιλάω με πλησίασε και με εγκλώβισε με το σώμα του στο κρεβάτι . Με φιλούσε σαν να λαχταρούσε χρόνια αυτό το φιλί, όπως το λαχταρούσα και εγώ. Το στόμα του άρχισε να αφήνει το δικό μου και να κατευθύνεται προς το λαιμό μου και με φιλούσε και εκεί. Μετά από μερικά λεπτά μου είχε αφερέσει όλα τα ρούχα καθώς και τα δικά το. Ένιωθα ντροπή και αμηχανία που ήμουν γυμνή μπροστά του και έτρεμα σαν το ψάρι." Μη φοβάσαι καρδιά μου, ίσως πονέσεις λίγο αλλά μετά απο λίγο θα σου αρέσει". Γιατί να πονέσω σκέφτηκα, είχα ακούσει κάποια πράγματα για το σεξ αλλά δεν ήμουν σίγουρη. Φοβήθηκα λίγο και ξαφνικά ένιωσα έναν έντονο πόνο μέσα μου και ούρλιαξα είχε ήδη μπει μέσα και με αργές κινήσεις μπαινόβγαινε. Κάποια στιγμή ένιωσα κάτι να ρέει απο μέσα μου και πανικοβλήθηκαν ακόμα περισσότερο αλλά καθώς συνέχιζε να μου κάνει έρωτα, ο πόνος μετατράπηκε σε ηδονή δεν περίμενα πως θα μπορούσε να ήταν τόσο όμορφα. Ένιωσα να μην αντέχω άλλο κάποια στιγμή η ηδονή που έγινε τόσο μεγάλη που ένιωσα ένα χείμαρρο να τρέχει ανάμεσα στα πόδια μου και φώναξα το όνομά του χωρίς να μπορώ να το ελένχω. Και τότε και αυτός βόγκηξε απότομα και τραβήχτηκε απο μέσα μου βιαστικά . Όλη νύχτα μου έκανε έρωτα μέχρι που μας πήρε ο ύπνος τα χαράματα...

Dark thoughtsWhere stories live. Discover now