Σηκώνομαι με πόνο από το έδαφος... Αχ, τι στο διάολο είναι αυτήν η αίσθηση ; Σαν να με χτύπησαν στο κεφάλι με ένα ρόπαλο..Κουνάω λίγο το κεφάλι μου μπας και περάσει ο πόνος και τελικά το καταφέρνω...
Κρυώνω. Τι στο καλό ; Κοιτάζω τα ρούχα μου. Σκισμένα .. Γαμώτο !! Τι στο διάολο έγινε ; Η απορία μου λύνεται εφόσον καθώς προσπαθώ να σηκωθώ ακόμα ζαλισμένος από τον πονοκέφαλο βλέπω έναν χτυπημένο Λιονταράνθρωπο να κείτεται αναίσθητος κάτω από ένα φανάρι..Ακουμπώ χωρίς να το καταλάβω πάνω σε ένα αμάξι. Τα φανάρια είναι χαλασμένα και το αμάξι είναι κατεστραμμένο όμως μπορεί ανά πάσα στιγμή να περάσουν άνθρωποι. Άρα ο τριχωτός φίλος μου πρέπει να φεύγει.. Πηγαίνω κοντά του και ψάχνω την μοναδική τσέπη που έχει μείνει ακόμα σώα στο παντελόνι μου. Και βρίσκω αυτό που έψαχνα ! Μία πέτρα που πάνω της είναι χαραγμένος ένας ρούνος που αναπαριστά έναν σταυρό. Χτυπάω απαλά την πέτρα πάνω στο πλάσμα και πέφτω για λίγο πίσω από την δυσωδία που απελευθερώνει το κορμί του. Μικρές λάμψεις κόκκινου χρώματος βγαίνουν από την πέτρα και τυλίγουν το πλάσμα. Σύντομα το πλάσμα και η πέτρα χάνονται σε μία λάμψη λευκού φωτός...
<< Ωραία ! >> λέω χαρούμενος χτυπώντας μαζί τα χέρια μου. << Λύθηκε και αυτό .. Τέλεια.. Χρειάζομαι ρούχα...>> μονολογώ και κοιτάω τριγύρω... Το δαχτυλίδι- Δράκος στο δάχτυλό μου είναι ακόμη σώο και αβλαβές και εγώ είμαι μια χαρά αν βέβαια εξαιρέσεις μερικά κοψίματα..
Πάλι καλά βλέπω κοντά μου ένα μαγαζί με ρούχα. Φαίνεται σαν μαγαζί – φάντασμα ακριβώς όπως και ολόκληρη η οδός. Αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις.. Ποιος νοιάζεται ; Πηγαίνω κοντά στο μαγαζί και βλέπω μία πόρτα κλεισμένη με ξύλα και σχεδόν κατεστραμμένη. Με κόπο βγάζω και πετώ μακριά τα ξύλα και σπάζοντας το παράθυρο της πόρτας ανοίγω το πόμολο από μέσα. Πράγμα του οποίου την λογική δεν καταλαβαίνω εφόσον ακριβώς μόλις το κάνω η πόρτα σπάει και πέφτει μπροστά στα πόδια μου. Μέσα δεν βλέπω κανέναν ... Φωνάζω αλλά δεν απαντά κανένας και τα φώτα είναι σβησμένα. Μες στα σκοτάδια με μόνο σύμμαχο την αφή μου ψάχνω για την κεντρική ασφάλεια. Πάλι καλά βοηθά και ο ήλιος από πίσω μου. Μόλις ανοίγω την κεντρική ασφάλεια το μαγαζί βυθίζεται στο φως..
<< ΓΑΜΩ ΤΟ....>> φωνάζω καλύπτοντας τα πονεμένα μάτια μου εφόσον είχαν συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι. Μετά από μερικές επίπονες στιγμές τα μάτια μου συνηθίζουν στο φως. << Ωραία !! >> χαμογελώ και σαν παιδί ορμώ στον τομέα με τα πουκάμισα . Φορώ ένα λευκό πουκάμισο και λέω να ντυθώ λίγο διαφορετικά αυτήν την φορά.
Ψάχνω και φοράω ένα μπλε φράκο ,το οποίο διακοσμώ με χρυσές σωληνώσεις και με μία κόκκινη κορδέλα την οποία δένω γύρω από τον λαιμό μου σε σταυρωτό σχήμα. Ψάχνω στον τομέα με τα καπέλα και βρίσκω ένα όμορφο ημίψηλο καπέλο – σαν αυτά που φόραγα θυμάμαι όταν βασίλευε ακόμα η Βικτώρια- και το διακοσμώ με μία κόκκινη κορδέλα. Κοιτάζω έξω και βλέπω ότι ένα πουλί έριξε δυο μαύρα φτερά. Γιατί όχι ; Θα γίνονταν ωραία διακόσμηση. Τα παίρνω και τα βάζω στο καπέλο μου.
Έπειτα φορώ ένα μαύρο κοντό παντελόνι, άσπρα γάντια ,κάλτσες ψηλές μέχρι το γόνατο με άσπρες και μαύρες ρίγες ενώ για να τελειώσω μια και καλή φοράω μπότες μαύρες με χρυσά κουμπιά. Βρίσκω κοντά μου έναν καθρέφτη και κοιτάζομαι σε αυτόν. Ακριβώς μόλις με βλέπω στα καινούργια μου ρούχα φτύνω τον εαυτό μου. << Πτου-σου αγόρι μου ! >> χαμογελώ ...
Τώρα ήρθε επιτέλους η ώρα να φύγω...
YOU ARE READING
London Bridge Is Falling Down
General FictionΗ πρωτη προσπαθεια μου να γραψω μυθιστορημα φαντασιας... Περισσοτερα ερχονται αργα η γρηγορα...