Σε λίγο μπαίνω στο αμάξι μου και κρατάω την πόρτα ανοιχτή για την Ιωάννα. << Λοιπόν καλή μου ;;; >> την ρωτώ εφόσον βλέπω πως αργεί να έρθει προς το μέρος μου και το σκέφτεται . <<Έλα.. Δεν έχω σκοπό να σε βλάψω, στο έχω αποδείξει αυτό..Και εξάλλου άμα πραγματικά θες να φέρεις την δουλειά εις πέρας και να ζήσεις θα χρειαστείς βοήθεια από ένα άτομο που γνωρίζει τις σκοτεινές αρετές και τέχνες... Ειδικά άμα η κατάρα κυλάει στο αίμα της οικογένειας...>> σχολιάζω σκεφτόμενος τον παλιό μου φίλο , τον Γεδεών Κρέην.
<< Ποιος όμως είναι ο Γεδεών Κρέην ;;; >> με ρωτά περίεργη η Ιωάννα. << Έχεις ακούσει για τον θρύλο του Ίκαμποντ Κρέην και του Ακέφαλου Καβαλάρη στο Σλίπι Χόλλοου ;;;; >> την ρωτάω σίγουρος πως έχει ακούσει την τρομαχτική αυτήν ιστορία των Αποκριών.. << Ε, να μην σου πω ψέματα, μόνο λίγο την γνωρίζω... Βέβαια έχω δει την ταινία... Πιάνεται ;;; >> με ρωτά.
<<Ναι αμέ.... Ο Γεδεών Κρέην είναι ο εικοστός τρίτος -σε γενιές τα μετράω – εγγονός του. Επειδή τον έσωσα μία φορά από τον Ακέφαλο Καβαλάρη πλέον με βοηθάει προμηθεύοντας με με ότι χρειάζομαι γύρω από μαγικά αντικείμενα... Βέβαια μην αναφέρεις μπροστά του τίποτα που έχει να κάνει με κολοκύθες, φωτιά, άλογα και γεφυράκια στο φεγγαρόφωτο... Θα πάθει νευρικό κλονισμό και θα έχει και δίκιο...>> λέω και χωρίς να το καταλάβω καν έχω ήδη διανύσει όλη την απόσταση ως το μαγαζί του.
<< Γιατί να το πάθει καλέ αυτό ;;; >> με ρωτά πριν χτυπήσω την πόρτα η Ιωάννα. << Αν σε κυνηγούσε μέσα στο φεγγαρόφωτο ένας καβαλάρης με ένα ξίφος στο ένα του χέρι και μία φλεγόμενη κολοκύθα στο άλλο χωρίς κεφάλι και με ένα γέλιο που θα έκανε ακόμη και τον Τζόκερ να κατουρηθεί πάνω του δεν θα ήταν και πολύ ευχάριστη εμπειρία για να την θυμάσαι σωστά ;;; >> την ρωτώ. << Είναι λογικό..>> λέει εκείνη και χτυπάω την πόρτα.
Αντί για το κουδούνι που έχουν ορισμένα τέτοια μαγαζιά αυτό έχει μία αράχνη με ένα μάτι ζωγραφισμένο πάνω της πιασμένη πάνω σε ένα σχοινί. Τραβάω το κουδούνι για να το χτυπήσω και ακούγεται μία κοριτσίστικη στριγκιά που θα έκανε άλλους να κοιτάνε τις σηκωμένες από τον φόβο τρίχες τους. Καλά μην λέω μαλακίες και εμένα μου σηκώθηκε η τρίχα. Για την Ιωάννα τώρα, δεν ξέρω. Μπαίνω μέσα και με ακολουθεί η Ιωάννα. Βλέπουμε έναν άντρα ντυμένο με ωραία ρούχα και με κοντά καστανά μαλλιά ενώ φοράει κόκκινα γυαλιά. Στον δεξί του καρπό φοράει ένα ρολόι , ενώ τα ρούχα του είναι τα εξής. Είναι κυρίως τα ρούχα που φοράς όταν πας να δώσεις ας πούμε συνέντευξη για δουλειά σε ένα μεγάλο γραφείο και θέλεις να προσεχθεί το ντύσιμό σου δηλαδή... Ένα λευκό πουκάμισο, μια γραβάτα μαύρη, γάντια – τα οποία τα φοράει για έναν άλλο λόγο που έχει να κάνει με έναν Νορβηγικό Δράκο αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία –παπούτσια χορού ενώ σε μία κρεμάστρα δίπλα στο γραφείο του βλέπω ένα καπέλο.
<< Γεια σου Γεδεών..>> του χαμογελώ. << Χριστέ και Παναγιά.. Μάθιου Ντράγκονιντ !! Μα την Παναγία και τον Χριστό ο Μάθιου Ντράγκονιντ.. Άχρηστο βρωμόπαιδο .. Νόμιζα πως πέθανες πριν πολύ καιρό στην Λισαβόνα ..>> αρχίζει να λέει ο γνωστός μου. << Όπως βλέπεις επέζησα... Νομίζεις ότι μία αγέλη λυσσασμένων Λυκανθρώπων θα ήταν αρκετή να με σκοτώσει ;;;; Έχω επιζήσει από πολύ χειρότερα...>> Κάνω μία παύση και μου έρχονται στο μυαλό εικόνες των όλων όσων έχω ζήσει , όπως τότε που πήγα σε μια διαστημική αποστολή σε έναν πλανήτη σαν το φεγγάρι που ήταν φτιαγμένο από μέλι ... Και είχε κόκκινα αγκάθια παντού τριγύρω του. Και ήταν σαρκοφάγο... Τέλος πάντων. Γυρισμένος πίσω στην πραγματικότητα κοιτάζω την Ιωάννα και έπειτα αστραπιαία κοιτάζω τον Γεδεών. << Α, Γεδεών να σου γνωρίσω την Ιωάννα. Η Ιωάννα είναι η νεότερη βοηθός μου....>> λέω εγώ δείχνοντας την Ιωάννα. << Ιωάννα... Ιωάννα Γκάντσπελλ.>> λέει η Ιωάννα ολόκληρο το όνομά της. Ο Γεδεών αγγίζει το χέρι της αλλά ευτυχώς της κάνει μόνο χειραψία... << Λοιπόν, Μάθιου πώς μπορώ να σε βοηθήσω ;;; Ένα πράγμα έχω μάθει από εσένα. Κάθε φορά που σε βλέπω είτε θα γίνει κάτι άσχημο είτε κάτι άσχημο έγινε...>> λέει εκείνος.
Ρίχνω το καπέλο μπροστά στα μάτια μου. << Δεν καταλαβαίνω τι υπονοείς...>> σχολιάζω και η Ιωάννα σχολιάζει << Στο λέει ευθέως Μάθιου...>> Την κοιτάζω αυστηρά . << Χρειάζομαι βοήθεια... Θέλω να εξαφανίσω κάτι για λίγο.....>> μπαίνω κατευθείαν στο κυρίως θέμα. << ΧΑ ! Το ήξερα... Τι θέλεις να εξαφανίσεις αυτήν την φορά ;;;; Έναν Δράκο , ένα Ξωτικό του Αίματος ;;;; >> ρωτά ενθουσιασμένος ο Γεδεών. << Ολόκληρη την Γέφυρα του Λονδίνου....>> του λέω απευθείας και εκείνος με κοιτάζει τρομαγμένος. << ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ;;;; >> επαναλαμβάνει φωνάζοντας την φράση μου. << Ναι ...>> χαμογελώ. << Είσαι θεότρελος...>> επισημαίνει ο Γεδεών. << Ένας θεότρελος που σου έσωσε την ζωή..>> ξεκινάω εγώ. << Καλά , εντάξει..Θα σε βοηθήσω... Βέβαια κοστίζει αρκετά.... Μου ήρθε σήμερα ένα κιβώτιο..>> λέει και μου δείχνει στο χέρι του ένα μοβ ρουμπίνι με μία πεντάλφα χαραγμένη πάνω του και έναν ρούνο σαν φλόγα. Το ρουμπίνι είναι καλυμμένο από μια μαύρη και κόκκινη αύρα σαν το αίμα.
<< Α, ναι...... Το Ρουμπίνι της Πανδώρας. Ένα από τα ρουμπίνια που λέγεται ότι έκαναν δώρα οι Θεοί στην Πανδώρα μαζί με το διάσημο κουτί της...>> λέω παίρνοντας το στα χέρια μου. << Είμαι εντυπωσιασμένος που το γνωρίζεις Μάθιου.. Πόσα θέλεις ;;;; >> λέει ο Γεδεών. Θυμάμαι το κλασσικό τραγουδάκι << Η Γέφυρα Του Λονδίνου Καταρρέει>> και μετά από λίγη σκέψη λέω << Θα χρειαστούμε τέσσερα...>> χαμογελώ εγώ δείχνοντάς με τα δάχτυλά μου τον απαραίτητο αριθμό. Ο Γεδεών γελά και λέει << Επειδή συμπάθησα την βοηθό σου και έχω καιρό να γελάσω έτσι θα σου κάνω έκπτωση... 759 χρυσά νομίσματα...>> χαμογελά ο Γεδεών. Πάω να βγάλω τα λεφτά για να πληρώσω και ο Γεδεών συμπληρώνει << Το καθένα...>> ΜΠΑΜ ! Πέφτω κάτω σαν τα ξύλα που τα κόβουν κρατώντας την καρδιά μου μην τυχόν και πάθω κάποιο καρδιακό.
VOCÊ ESTÁ LENDO
London Bridge Is Falling Down
Ficção GeralΗ πρωτη προσπαθεια μου να γραψω μυθιστορημα φαντασιας... Περισσοτερα ερχονται αργα η γρηγορα...