Την ίδια περίοδο στην Καλιφόρνια ο Στιβ, που τώρα πια έχει το ψευδόνυμο Τζορτζ, περιπλανιέται στους δρόμους ψάχνωντας το μέρος που πάντα πάει κάθε βράδυ, στο μπαράκι του Πιτ. Κι ας βλέπει θωλά κι ας ζει σε ένα όνειρο κατέληξε τελικά εκεί. Αφού βρήκε τελικά την πόρτα μπαίνει μέσα και κάθεται στα σκαμπό του πάγκου. Πάει να μιλήσει στον Πιτ για την παραγγελία του αλλά είναι τόσο ζαλισμένος που μόνο βογκητά κατάφεραν να βγουν από το στόμα του.
Ο Πιτ βλέποντας την κατάστασή του, πήρε ένα ποτήρι νερό και του το έχυσε απάνω του. Ο λεγόμενος Τζορτζ κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε και ξύπνησε.
-Ρε Τζορτζ τι πήγες και μαστούρωσες πάλι; του ψιθήρισε.
-Δε θυμάμαι αλλά με βοηθάει στην κατάστασή μου, γέλασε κοιτάζοντας αλλού και όχι τον Πιτ, σαν να ζούσε σε άλλο κόσμο.
Ο Πιτ κούνησε το κεφάλι του βγήκε έξω από τον πάγκο και τον τράβηξε στην κουζίνα. Είπε στο παιδί που έπλενε τα πιάτα να τον παρακολουθεί και τον άφησε εκεί μέσα λέγοντάς του να πλύνει τα ποτήρια. Αυτός από την άλλη έφτιαξε μια γωνίτσα και κάθισε να ονειροπωλεί. Βρισκόταν στο διάστημα με πήγασους και μονόκερους, ταξίδευε από πλανήτη σε πλανήτη με την ελπίδα να βρει αυτό που ψάχνει. Δεν ήξερε καν τι έψαχνε και γι'αυτό τον πήρε ο ύπνος.
Την ώρα που ο ήλιος άφηνε λίγες από τις ηλιακτίδες του να αντανακλούν στα ποτήρια του μπαρ, ο Πιτ έπρεπε να κλείσει το μπαρ. Σαν καλός φίλος, του Τζορτζ, τον πήγε σπίτι του και τον κλείδωσε μέσα αφού είχε σιγουρευτεί ότι δεν υπήρχαν ουσίες και υπήρχε μόνο φαγητό. Θα καθόταν απ'έξω άμα μπορούσε, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα φύγει, αλλά είχε υποχρεώσεις και μια οικογένεια να φροντίσει.
Ο Τζορτζ από την ώρα που ξύπνησε είχε κατάλαβει ότι είχε την ανάγκη από ένα σακουλάκι με την άσπρη σκόνη, που έκρυβε πάντα στο ράφι με τα εσόρουχά του. Έψαξε παντού και δεν βρήκε κανένα που τον κατέληξε να κάθεται στο πάτωμα κοιτάζοντας το ταβάνι, για να βρει καμια ιδέα για το τι θα κάνει. Είχε κάνει όλο του το διαμέρισμα άνω κάτω για να βρει έστω ένα σακουλάκι και είχε αγνοήσει την μοναδική πηγή ενέργειά του, την τροφή. Συνειδητοποιούσε πολύ αργά αλλά και σταθερά το λάθος του αλλά μετά επέστρεφε η αίσθηση του εθισμού και ξαναέψαξε το σπίτι. Θα ήταν τυχερός αν είχε κοπέλα ή την οικονομική δυνατότητα για καμία καθαρίστρια να του άνοιγε την πόρτα να φύγει αλλά ούτε λεφτά είχε απάνω του, ούτε από την μητέρα του μπορούσε να ζητήσει, γιατί του είχε κόψει το χαρτζιλίκι εδώ και χρόνια. Έτσι λοιπόν καθόταν και περίμενε με την ελπίδα ότι κάποιος θα ανοίξει την πόρτα.
Έχοντας το κεφάλι του γυρισμένο προς την κουζίνα κατάλαβε ότι πεινούσε, και ότι η τροφή είναι αυτή που του δίνει ενέργεια και όχι η παραίσθηση των μονόκερων που πετάνε στο διάστημα. Σηκώθηκε όρθιος και παρά την εξάντλησή του πήρε μια σακούλα πατατάκια, άνοιξε την τηλεόρεαση και άρχισε να τρώει. Οι εικόνες περνούσαν από μπροστά του αλλά δεν καταλάβαινε πολλά. Το μυαλό του ταξίδευε, σε έναν κόσμο που νόμιζε φανταστικό αλλά ήταν αληθινός. Έβλεπε μπροστά του τα εγκλήματα που είχε διαπράξει η Ίρις αλλά δεν ήξερε ότι κρυβόταν αυτή από πίσω, το φανταζόταν. Αποκάλεσε τον εαυτό του ψυχάκια με την δικαιολογία ότι σκέφτεται μια νεκρή, σαν να ζει.
Πέρασαν δύο μέρες και ο Τζορτζ βρισκόταν ακόμα στο διαμέρισμά του. Κοιμόταν από την, ανύπαρκτη εξάντληση που ένιωθε και τότε ήταν που ο Πιτ άνοιξε την πόρτα. Μια αύρα κλεισούρας και ιδρώτα τον περιέβαλλε μόλις μπήκε στον χώρο. Αηδιασμένος από την βρομιά του τον ξύπνησε και τον έβαλε στο αμάξι λέγοντας του ότι θα τον πάει για την δόση του. Βρέθηκε στο νοσοκομείο στο τμήμα απεξάρτησης και έμεινε εκεί για δύο μήνες. Ψυχολόγοι, νοσοκόμοι και γιατροί τον κοίταζαν με στραβό μάτι, τον θεωρούσαν σαν τα άλλα πρεζάκια αλλά μόνο μια νοσοκόμα τον σεβόταν.
Ήξερε την ιστορία του, τις εμπειρίες του και τον πόνο που είχε περάσει. Τον καταλάβαινε και τον συμπαθούσε. Μιλούσαν ώρες ατελείωτες μαζί, τα μάτια του βρήκαν την λάμψη τους που είχαν χάσει εδώ και χρόνια. Θα παραδεχόταν πως ήταν και πάλι χαρούμενος, αλλά ο λόγος που βρισκόταν εκεί ακόμα έμενε στην καρδιά του. Ήθελε να αρνηθεί στην ομορφιά της και στην καλοσύνη που είχε μέσα της αυτή η νοσοκόμα, αλλά όσο επανέφερε στην μνήμη του το μήνυμα της Ίρις τόσο πιο πολύ θλίψη του έφερνε. Αυτή η γυναίκα όμως του έδινε στοργή, του γέμιζε τα κενά στην ραγισμένη του καρδιά και τον έκανε να ξαναχαμογελάει. Το χαμόγελό της ζέσταινε τα σωθικά του, ένιωθε ξανά και πάλι ερωτευμένος και ελεύθερος.