Με βήμα γρήγορο, αλλά και αρκετά αργό, για να μη δημιουργήσει καχυποψίες, ανέβαινε τις σκάλες. Η καρδιά ακολουθούσε τον ίδιο ρυθμό. Από όροφο σε όροφο πήγαινε μέχρι να φτάσει στην κορυφή. Μέχρι εκεί ηχούσαν οι πατημασίες του σε κάθε σκαλί.
Τρίτος όροφος και τον διέκοψαν. Με ορμή βγήκε από τη διπλή πόρτα στις σκάλες μια κοπέλα.
-Έφαγα τον τόπο να σας βρω! Λοιπόν, ο κ. Γοουλς παραπονιέται για πόνους στον χώρο που τον εγχειρήσατε και ισχυρίζεται πως αφήσατε μέσα σε αυτόν χειρουργικό ψαλίδι.
-Του είπα ότι αφού έχει τέτοιες βαριές κατηγορίες να πάει να κάνει ακτινογραφία για να δούμε αν πραγματικά έχω αφήσει κάτι μέσα και σε περίπτωση που το έχω κάνει θα πληρώσω εγώ τα απαραίτητα για την αφαίρεση και την ακτινογραφία. Και όχι μη του δώσεις τίποτα για τον πόνο γιατί υπάρχει περίπτωση να ψάχνεται με τα ναρκωτικά.
Η κοπέλα σημείωνε κάθε τι που έλεγε, σαν να ήταν δημοσιογράφος που του έπαιρνε συνέντευξη.
-Και κάτι άλλο πριν σας χάσω πάλι.. να του πω ότι εγώ έκανα την εγχείρηση;
-Όχι, δεν είναι αναγκαίο.
-Εντάξει ευχαριστώ.. θα σας αφήσω τώρα να κάνετε την γυμναστική σας;
-Ναι άντε πήγαινε όλο και κάπου θα σε χρειάζονται.
Αφού έφυγε η κοπέλα, συνέχισε με τον ίδιο ρυθμό να ανεβαίνει τις σκάλες. Μέχρι που έφτασε. Άνοιξε την πόρτα και το κρύο αεράκι της νύχτας τον τύλιξε. Εισέπνευσε τον καθαρό αέρα κοιτάζοντας τα αστέρια. Δεν τον ένοιαζε βαβούρα που δημιουργούσαν τα ερκοντίσιον του κτιρίου ούτε η ηχορρύπανση των δρόμων από την κίνηση. Ο μαύρος ουρανός με τις άπειρες κουκίδες του είναι αυτός που του άρεσε. Όταν ήταν με αυτόν, τα αστέρια, άντε και τη σελήνη, του δημιουργούσαν την κυρίαρχη αίσθηση της οικειότητας. Ήθελε και την Άλεξ μαζί του αλλά, πρώτον είχε δουλειά και δεύτερον ήθελε λίγο χρόνο μόνος του να σκευτεί χαζέυοντας τα αστέρια ή τα φώτα της πόλης.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο με τσιγάρα και τοποθέτησε ένα απ' αυτά στα χείλια του όσο θα έβαζε το πακέτο πίσω στη θέση του και θα έβγαζε τον αναπτήρα. Άναψε φωτιά μπροστά του και πλησίασε τον αναπτήρα στο τσιγάρο. Πριν καν το αγγίξει, η φλόγα έσβησε. Προσπάθησε πάλι αλλά ανεπιτυχώς.
-Χαζόπραμα!
Φώναξε νευριασμένος και πέταξε το τσιγάρο με μίσος στο πάτωμα της οροφής του κτιρίου. Πήγε να πετάξει τον αναπτήρα στον αυτοκινητόδρομο μέχρι που μια φωνή, από τ' αριστερά του, τον σταμάτησε: