Ένα μήνα μετά το τέλος της νοσήλευσής του:
Η σχέση του Τζόρτζ με την Άλεξ είχε προχωρήσει πολύ. Ήταν χαρούμενοι μαζί, ευτυχισμένοι. Και γι' αυτό ο Τζορτζ πήρε την μεγάλη απόφαση. Όταν ξύπνησε το πρωί της έφτιαξε πρωινό και της το άφησε στο κωμοδίνο της. Τηγανίτες με ένα μπολάκι μέλι δίπλα από το πιάτο, φράουλες και σαντιγί, μαζί με ένα ποτήρι πορτοκαλάδα και ένα σημειωματάκι που της έλεγε ότι έφυγε γιατί είχε δουλειά.
Έκανε το πρωινό του ντουζ. Το νερό δημιουργούσε ποτάμια πάνω στο γλυπτό της πλάτης του, τα βουνά είχαν μείνει τα ίδια από τότε, οι λόφοι από ροζ που ήταν, σκλήρηναν και πήραν το μπεζ χρώμα που είχαν τα βουνά. Η Άλεξ όταν είδε για πρώτη φορά την ταπετσαρία που κάλυπτε την πλάτη του ήταν εντυπωσιασμένη από τον πόλεμο που αντιμετόπιζε με το τσούξιμο κάθε τόσο στην πλάτη του. Αφού τελείωσε, έβαλε το τζιν του, την αγαπημένη του άσπρη μπλούζα και κοιτάχτηκε στον καθρεύτη. Καυχιόταν για την ομορφιά του και χαιρόταν για την αλλαγή του. Τρεις μήνες ήταν αυτοί που τον χώριζαν από το παρελθόν του και τώρα θα καθόριζε το μέλλον του. Χτένισε τα μαλλιά του, έβαλε το μπουφάν του και κίνησε προς την "δουλειά".
Όταν ξύπνησε η Άλεξ χαμογέλασε στην όψη του έτοιμου πρωινού και απόλαυσε τον χρόνο που είχε μόνη της στο σπίτι. Την ίδια στιγμή ο Τζορτζ διάλεγε δαχτυλίδι. Δεν είχε σκεφτεί πότε θα το κάνει και πως. Αφού λοιπόν πήρε το δαχτυλίδι κανόνισε να βρεθούνε με τον Πιτ και να ζητήσει την γνώμη του.
-Είσαι σίγουρος γι' αυτό που πας να κάνεις; Είναι μεγάλο βάρος και υποχρέωση ο γάμος να ξέρεις. Άσε που νομίζω πως βιάζεσαι.
-Ναι είμαι σίγουρος και έτοιμος, σταθερή δουλειά έχω, την όρεξη την έχω..
-Μωρέ και 'γω τα 'χα όλα αυτά και με βλέπεις τώρα πως είμαι, τον διέκοψε, είναι πολλά τα έξοδα για τα παιδιά και δεν έχω τι να πρωτοπληρώσω, όλο με δάνεια είμαι και έχω τρελαθεί στα χρέη, ο μεγάλος ζητά λεφτά και δε ξέρω που τα χαλάει, ούτε να κάτσει να μιλήσουμε δε θέλει.
-Εσύ είχες κάνει από την αρχή λάθη με την Μαίρη, προχθες μου τα 'λεγες.
-Έχεις δίκιο, κάτσε πότε στα είπα όλα αυτά;
-Εμ.. είχες πιει, γέλασε ύπουλα.
-Α ωστέ με πότισες..., τον ειρωνεύτηκε ο Πιτ.
Άρχισαν να γελάνε και να συνεχίζουν την συζήτηση αλλά ο Πιτ φοβόταν πως μπορεί να μαρτύρησε ένα από τα πιο ακραία μυστικά του, αυτήν την μέρα του ποτού. Άμα το μάθαινε ο Τζορτζ δεν θα του μίλαγε ποτέ ξανά ή θα του μίλαγε απλά για να δει πως θα κυλήσει το πράγμα. Ο Πιτ ουσιαστικά ήταν φίλος της Ίρις και κάθε τι που γινόταν σχετικά με τον Τζορτζ της το έλεγε.