Η ώρα ήταν περασμένες δέκα. Η ηλικιωμένη γυναίκα ανακαθησε στο καθισμα της. Που θα μπορούσε να είναι τέτοια ώρα, αναρωτήθηκε. Προσπάθησε να σηκωθεί από την πολυθρόνα αλλα εις μάτην. Τα πόδια της δεν τη βαστουσαν πλέον. Κοντοσταθηκε και πήρε μια ανάσα. Κοίταξε γυρω της.
Το σαλονι ήταν μικρό και φτωχικό, όμως τακτοποιημενο και καθαρό. Στο μικρό τραπεζάκι του σαλονιού ειχε τα ραφτικα της, ένα βάζο με αγριολουλουδα που έφερνε η εγγονή της οπότε ερχόταν να την επισκεφθεί και μια μικρή φοντανιερα με γλυκίσματα για να τραταρει τον οποίο καλεσμένο.
Γέλασε με την σκέψη αυτή. Κάποιον καλεσμένο. ..Κανείς δεν ερχοταν πια να την δει πέρα από την εγγονή της. Το σπίτι της κάποτε ήταν γεμάτο κόσμο. Η γυναίκα αυτή που τώρα τα γεράματα της έτρωγαν το κορμί, ηταν η καλύτερη μοδίστρα της πόλης. Κοριτσοπουλα μα και κυρίες της υψηλής τάξης εκαναν ουρές στο σπίτι της. Το πάτωμα γεμάτο κλωστομανι και κακό. Και να σου οι δαντέλες, τα σατέν , τα βελουδα τόπια σωρό, κορδέλες να στολίζουν τα κομψοτεχνηματα που έβγαιναν από τα κουρασμένα και κατατρυπημενα χέρια της.
Δεν την τρόμαζε η σκληρή δουλειά , είχε μάθει από μικρό παιδί να αγωνίζεται σκληρά για το ψωμί της. Όμως η ζωή της δεν ηταν έτσι πάντοτε. .
Κοίταξε το ρολόι για ακόμα μια φορά. "Μάλλον θα ξεχάστηκε. Αχ αυτό το κορίτσι. ." είπε στεναζοντας και άνοιξε την τηλεόραση, πιάνοντας πάλι το φόρεμα που είχε ξεκινήσει να ράβει. Το φόρεμα το ετοίμαζε για την εγγονή της. Ενα όμορφο φουστάνι κόκκινο σαν την φωτιά, που κατέβαινε εβαζέ.
Δεν έδινε σημασία στην τηλεόραση, έτσι την άνοιξε, περισσότερο για παρέα. Ηταν δώρο του γαμπρού της, να πιάνει λέει καλωδιακή να έχει πολλά κανάλια να βλέπει.
"Να σαι καλά γιε μου, αλλά εγώ ειμαι γριά, τι να τα κάνω όλα αυτά; "
Εκείνος επέμενε πως ήταν ιδέα και δώρο από την κορη της. Ηξερε πως της έλεγε ψέμματα ομως δεν είπε τίποτα για να μην τον κακοκαρδισει. Η κορη της ηταν πάντοτε απασχολημένη και δεν ερχόταν να την δει. Που και που την επερνε τηλέφωνο να την ρωτήσει για την υγεία της και αν χρειαζόταν χρήματα, αλλά απέφευγε κάθε άλλη αφορμή για κουβέντα.
Σταμάτησε το ράψιμο για λιγο και έβαλε το χέρι της στα μάτια της. Οσο περνούσε ο καιρός της ηταν ολο και πιο δύσκολο να δει καθαρά. Οταν ερχόταν η εγγονή της δεν την άφηνε να κάνει δουλειές ούτε να ράβει. Εκείνη επέμενε να συνεχίζει. Ηταν πεισματάρα, όμως αυτό ήταν που την κρατούσε ζωντανή. Τα χρόνια ομως πέρασαν και οι δυναμεις της δεν ηταν οπως άλλοτε. Κοίταξε το ρολόι για μια ακομα φορά. Δέκα και μισή. Σίγουρα δεν θα ερχόταν σήμερα. Έβαλε προσεκτικά τις βελόνες και τα κουβαρια στο καλαθι και στη συνέχεια δίπλωσε το φόρεμα. Θα συνέχιζε την επόμενη. Σηκώθηκε με κοπο και πηγε στην κουζίνα να βράσει λίγο νερο. Θα έπινε ενα τσάι και θα πήγαινε για ύπνο. Σε καθε βήμα ενιωθε τα κόκαλα της να τρίζουν.
Ξάφνου χτύπησε το τηλέφωνο. Η γυναίκα σαστισε."Ποιος μπορεί να ναι τέτοια ώρα; Σίγουρα δεν θα ειναι για καλο" αναλογιστηκε. Για μια στιγμή αισθανθηκε το αιμα της να παγώνει. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά σαν να ήταν έτοιμη να βγει από το στήθος. Ο ήχος του τηλεφώνου βούιζε στα αφτιά της. Το σήκωσε. Στην αλλη άκρη της γραμμής ήταν ενας αστυνομικός. Δεν χρειάστηκε να της πει τίποτα. Ηξερε. ....Ενιωσε πως θα εκανε εμετο.Προσπάθησε να κρατηθεί απο το τοιχο για να μην καταρρεύσει. Άκουγε τον αστυνομικό να λέει πως οι γονείς του κοριτσιού βρισκονταν ήδη στο τμήμα, αίματα, η κάπα της....η κάπα της....
Όταν έφτασε στο τμήμα η κορη και ο γαμπρός της ηταν οντως εκει. Ο γαμπρός της καθόταν σε μια καρέκλα με προσωπο και ματια κατακόκκινα χωρις δάκρυα σαν να χαν στερεψει. Στην άλλη γωνία του δωματίου η κόρη της. Τα ματια της ηταν καρφωμένα στο κενό. Έμοιαζε πανωχρη σαν φάντασμα. Οταν την ειδε εκανε μια απροσμενη κίνηση που ειχε να κανει χρονια. Επεσε στην αγκαλιά της μανας της και αρχισε να κλαίει. Έκλαιγε με αναφιλητα, και η γριά νομιζε πως θα σπασουν τα πνευμόνια της.
"Μανα πήγαινε εσυ.Σε ικετεύω πήγαινε εσυ, εγω δεν μπορώ, δεν μπορω!" φώναξε χωρις να σταματήσει το κλάμα. Η ηλικιωμένη γυναίκα ενιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Κοίταξε την κορη της κατάματα. Το πρόσωπο της ηταν τοσο όμορφο, σχεδον αγγελικό, και τώρα ειχε παραμορφωθει απο το πονο. "Μανα σε παρακαλω" ξεσπασε ακομα πιο γοερά.
Η γριά γυναίκα την έσφιξε πιο δυνατά και κοιταξε τον γαμπρό της που την ικετευε με το βλέμμα του να υπακούσει. Ο αστυνομικός την ενημερωσε πως για το τυπικό έπρεπε κάποιος να την αναγνωρίσει.
Εκείνη σηκώθηκε. Ηταν σαν όλοι οι πόνοι να ειχαν εξαφανιστεί, σαν ενα αορατο χέρι να την εσερνε.
Το τελευταίο που θυμοταν ηταν ενας χείμαρρος απο κοκκινα μαλλια και μια κατακοκκινη σκισμενη κάπα.
_________________________________________________________
Γεια σας! Η ιστορία αυτη ειναι βασισμένη στο κείμενο της παράστασης "red ridding hood is..." που ειχα λαβει μερος πριν απο δυο χρόνια. Επελεξα να την μεταφέρω σε μορφη μυθιστορηματος καθως την αγαπησα πολυ κ ως πρώτη μου δουλειά ειμαι συναισθηματικα δεμενη. Τα κεφάλαια θα τα μεταφέρω οπως ακριβώς ηταν στη παρασταση, οποτε συγχωρέστε με αν καποια ειναι πιο μικρα ή μεγαλα, αλλά ηθελα να σας μεταφερω την εικονα ακριβως. Ελπιζω να σας αρέσει :)
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Tο κορίτσι με την κόκκινη κάπα
Gizem / Gerilim"Ήταν. ..ένα κορίτσι ήταν. Στα κόκκινα ερχόταν πάντα. ..Την ήθελαν...Έλεγαν τα χειροτερα.Αυτά που φουσκωναν στα μυαλά τους και ύστερα στα παντελόνια τους. Κανείς δεν την είχε δική του, μόνο εγώ. " (απόσπασμα από τις κόκκινες γυναίκες του Παναγιωτη...