Μαθήματα Ελπίδας.

168 30 2
                                    

Η Άνναμπεθ ήξερε ότι τα παράπονα δεν θα αργούσαν να ακουστούν και έπρεπε να κάνει κάτι γι'αυτό.Ο Τριστάν καθόταν στον καναπέ του σαλονιού έχοντας στην αγκαλιά του τον Ντέσμοντ. Έπαιζε μαζί του, τον σήκωνε στην αγκαλιά του, τον γαργαλούσε και ο Ντέσμοντ είχε κοκκινίσει απο τα γέλια. Όμως και οι δύο είχαν ζητήσει απο την Άνναμπεθ να τους φτιάξει κάτι να φάνε. Γι'αυτό έπρεπε να βιαστεί.

Το σπίτι τους βρισκόταν σε ένα λοφάκι λίγο πιο έξω απο την Μινεσότα στην Αμερική. Είχε πολύ καλή θέα και έξω απο το σπίτι η οικογένεια είχε φτιάξει έναν μεγάλο κήπο όπου η Άνναμπεθ και ο Τρίσταν έπαιζαν τα Σαββατοκύριακα με το παιδί τους. Ο Τρίσταν δούλευε σε μια εφημερίδα ενώ η Άνναμπεθ φρόντιζε τον Ντέσμοντ. Αν και ζούσαν μια ήσυχη ζωή, το παρελθόν τους ήταν γεμάτο στεναχώριες, χαρές, δράση... Ωστόσο πίστευαν οτι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Δεν είχε επικοινωνήσει κανείς απο την Εσλαφίρα μαζί τους. Ούτε καν ο Έλγουιν, ο εκπαιδευτής του ζευγαριού, πράγμα το οποίο συνήθως σήμαινε μπελάδες...

-Ορίστε φαγάνες, το σάντουιτς του μεγάλου και έτοιμη και η φρουτόκρεμα του μικρού είπε η Άνναμπεθ αφήνωντας τα φαγητά στο τραπέζι του σαλονιού τους. Τα καστανόξανθα μαλλιά της γλίστρησαν απο τους ώμους της κάνοντας την να μοιάζει λίγο με μια βασίλισσα (τουλάχιστον έτσι την αποκαλούσε ο Τρίσταν). Το πρόσωπο του όμως τότε, για μια απειροελάχιστη στιγμή σκοτείνιασε. Σοβάρεψε. Λες και μόλις είχε μάθει οτι πέθανε κάποιος. Η Άνναμπεθ το πρόσεξε αμέσως και ήξερε πολύ καλά οτι κάτι σκεφτόταν. Ήθελε καθαρά να το μοιραστεί μαζί της.

-Τι έπαθες Τρίσταν; Τι σκέφτεσαι; ρώτησε ανήσυχη

-Άσε τον Ντέσμοντ στο πάρκο του και έλα μια μαζί μου απάντησε ο Τρίσταν με ανήσυχο βλέμμα.

Η Άνναμπεθ άφησε τον Ντέσμοντ στο πάρκο του και ακολούθησε τον άντρα της έξω. Φτάνοντας έξω στον κήπο, ο Τρίσταν κοίταξε τον νυχτερινό ουρανό για λίγο και γύρισε στη γυναίκα του.

-Ξέρεις κι εσύ οτι κάτι συμβαίνει έτσι; ρώτησε τότε.

-Ναι. Είναι όντως παράξενο που δεν έχουμε λάβει ένα μήνυμα, κάτι... Δεν είναι καλό αυτό. Ποτέ δεν ήταν απάντησε η Άνναμπεθ.

-Μάλλον θα πρέπει να προετοιμαστούμε τότε ε;

Η Άνναμπεθ δεν απάντησε. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει ξαφνικά. Τα χείλη της έτρεμαν.

-Ε, αγάπη μου; Κλαίς; ρώτησε ο Τρίσταν πέρνοντας την γυναίκα του αγκαλιά. Εκείνη έτρεμε.

-Το παιδί μας είναι που σκέφτομαι. Είναι βαρύ το φορτίο που του δώσαμε Τρίσταν. Πώς θα τα καταφέρει, αφού εμείς σαν καλοί γονείς θα φύγουμε για άλλη μια φορά για να σταματήσουμε τον Μορντεκάιζερ; Τι θα γίνει αν δεν μπορούμε να είμαστε εκεί για να τον προστατέψουμε; Τι θα γίνει αν κυνηγήσουν οι Αλγόριν; Πώς θα...

-Σταμάτα. Ο τόνος του δεν έκρυβε μέσα του διαταγή. Απλά συμβουλή. Ίσως και ικεσία. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε κάτι τέτοιο! είπε έπειτα. Εγώ τον ξέρω τον γιο μας. Του έχω εμπιστοσύνη. Τον αγαπάω και ξέρω οτι θα ναι εντάξει. Δεν σου λέω οτι δεν ανησυχώ. Απλά προσπαθώ να μην αγχώνομαι.

Έσφιξε το ένα χέρι του γύρω απο τη μέση της και με το άλλο χάιδεψε τα μακριά μαλλιά της. Μετά την κοίταξε, παραδόξως χαμογελώντας. Έχει δίκιο σκέφτηκε τότε η Άνναμπεθ. Πώς μπόρεσα εγώ, η ίδια του η μαμά να τον υποτιμήσω; αναρωτήθηκε. Χαμογέλασε κι εκείνη κοιτώντας τον.

Κι έτσι απλά φιλήθηκαν. Κάτω απο τα αστέρια. Αγκαλιασμένοι. Σίγουροι οτι θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα.

Και τότε ήταν που ο αέρας άρχισε να φυσάει δυνατά. Και τότε ήταν, που ξαφνικά δύο μαχαίρια καρφώθηκε λίγα εκατοστά μακριά απο τα πόδια τους. Μια φωνή ακούστηκε τότε...

-Ντάξει; Τελειώσατε; Να σας σκοτώσουμε τώρα; ρώτησε η Μίρα χαμογελώντας ειρωνικά με την γνωστή επικίνδυνη λάμψη στα μάτια.

_____________________

Ξέρω...ναι...σε αυτό το κεφάλαιο πιστεύω δεν έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό. Βασικά (εγώ τουλάχιστον) περίμενα μια μάχη, λίγο δράση... Ελπίζω όμως στο επόμενο κεφάλαιο να σας αποζημιώσω ;-) Ελπίζω να τα καταφέρω...

Το Χρονικό Ενός Γητευτή: Το Πετράδι Των Δύο Ηπείρων [Slow Updates] Where stories live. Discover now