Πρόλογος

239 24 2
                                    

12-12-2012

Μάκον, Τζόρτζιας

Αν και πρωί ακόμα, χωρίς τα φώτα του νοσοκομείου όπου δούλευα δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα. Η καταιγίδα που είχε ξεσπάσει είχε σκοτεινιάσει τόσο τον ουρανό που σε έκανε να νομίζεις ότι είναι βράδυ. Οι αστραπές και οι βροντές που χάλαγαν τον κόσμο είχαν ξεσηκώσει τόσο τους ασθενείς που το προσωπικό δεν σταμάταγε να τρέχει πανικόβλητο για να τους καθησυχάσει. Τα χειρουργεία λόγο των συνεχόμενων διακοπών του ηλεκτρικού είχαν ακυρωθεί ενώ οι εντάσεις δεν σταματάγανε λεπτό από τα παράπονα των ασθενών που χάνανε τα ραντεβού τους.

Τα πόδια μου πια είχαν σταματήσει να με υπακούν. Η διπλοβάρδια με είχε εξοντώσει όμως το ενδεχόμενο να βγω έξω από το κτήριο και μάλιστα με τέτοιον καιρό μου φαινόταν αδιανόητο.

«Ταμπηθά;» άκουσα την προϊσταμένη πίσω μου να με φωνάζει την στιγμή που έβαζα τους τελευταίους φακέλους στην θέση τους και γύρισα να την κοιτάξω.

«Φεύγεις;» με ρώτησε και κατένευσα κουρασμένα.

«Καιρός δεν είναι;» αναρωτήθηκα.

«Πως θα βγει η βάρδια χωρίς εσένα. Αυτή η καινούργια η Λαρίσα ακόμα δεν έπιασε δουλειά και μου έχει ήδη σπάσει τα νεύρα» παραπονέθηκε και την κοίταξα με κατανόηση.

«Θα στρώσει που θα πάει» προσπάθησα να την παρηγορήσω αν και ήξερα ότι δεν ήταν αλήθεια.

«Μπα» παραδέχτηκε και η ίδια. «Ο άνθρωπος παιδί μου γεννιέται δεν γίνεται» αντέκρουσε τα λόγια μου και της χαμογέλασα κουνώντας το κεφάλι μου απηυδισμένα.

Η βροντή που ακούστηκε μου έκοψε το γέλιο στην μέση. Τα ουρλιαχτά που ήρθαν από τον θάλαμο με τα νεογνά που τα είχαν παρατήσει οι γονείς τους έκανε τις ματιές μας να σμίξουν.

«Τρία, δύο, ένα...» είπαμε ταυτόχρονα άηχα και πριν πούμε μηδέν, η Λαρίσα, έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα και άρχισε να φωνάζει.

«Θα έρθει καμία σας να με βοηθήσει ή θα κάθεστε εκεί να με κοιτάτε;» ρώτησε νευριασμένα και η προϊσταμένη της μονάδας μας αναστέναξε.

«Άσε πάω εγώ» της πρότεινα και με κοίταξε με ευγνωμοσύνη.

«Θα σου το χρωστάω» μου φώναξε πίσω μου αλλά δεν γύρισα να της το ανταποδώσω.

Μπαίνοντας μέσα στην μονάδα επικρατούσε πανικός. Η βροχή χτύπαγε πάνω στα τζάμια. Οι αστραπές διαδέχονταν η μία την άλλη φωτίζοντας το δωμάτιο στιγμιαία. Οι βροντές που ακολουθούσαν έκαναν το πάτωμα να τρίζει. Τα νεογνά είχαν αναστατωθεί τόσο πολύ που η Λαρίσα πραγματικά μόνη της ήταν αδύνατών να τα συνεφέρει και ας ήταν μόνο δέκα.

Τα παιχνίδια των θεών: ΝόρνεςOnde histórias criam vida. Descubra agora