Αυγούστος 1977
Ένας γδουπος ακούστηκε και πετάχτηκα από την καρέκλα όπου με είχε πάρει ο ύπνος εχθές το βράδυ, διαβάζοντας το βιβλίο που μου είχε στείλει η Πάτι και ο Βίκτορ, για τα γενέθλια μου, από το χωριό όπου μετακομίσαν πρόσφατα.
Συκωθήκα και τεντωθείκα προσπαθώντας να ξεμούδιασω, μάταια όμως γιατί τα πόδια μου πονούσαν αφάνταστα, έτσι στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη και παρατήρησα τον εαυτό μου.
Τα μάλια μου ακόμα πλεγμένα στην πλεξούδα που μου είχε φτιάξει η μαμά μου το περασμένο απόγευμα άρχισε να χαλαρώνει και η καστανές μου αφέλειες να πετάνε σαν τρελές πέρα δώθε, ενώ τα πράσινα μάτια μου ήταν μισάνοιχτα και νυσταγμένα.
Δεν είχε περάσει ούτε μια εβδομάδα που είχα κλείσει τα 16 και τα μαθήματα μαγείας είχαν γίνει ποιο απετητηκά από ποτέ, ωστόσο η μαμά μου έλεγε πως τα πήγένα καταπληκτική και πως μια μέρα θα γινομουνά μεγάλη μάγισσα σαν και εκείνη.
Ίσιωσα το φόρεμα μου, φόρεσα τα παπούτσια μου και κατέβηκα στην τραπεζαρία για πρωινό όπου και επικρατούσε φασαρία. Στάθηκα κάτο από το κουφομα και ξερόβηξα για να δηλώσω την παρουσία μου, πράγμα που έκανε τον μπαμπά και τον Μικελ να σταματήσουν απότομα την έντονη συζήτηση τους.
Κάθριν: καλημέρα σας
Είπα και κάθισα στο τραπέζι που ήταν ήδη σερβιρισμένο το πρωινό.
Αλαν: καλή σου μέρα Κάθριν, πως κοιμήθηκες; ρώτησε με αυστηρή φωνή ο μπαμπάς μου πράγμα που προδίδε τον εκνευρισμό του και ήξερα πως εάν δεν πήγαινε κάνεις με τα νερά του θα ακολουθούσε καβγάς.
Κάθριν: καλά αλλά με πήρε ο ύπνος στον καναπέ γιατί διάβαζα.
Μικελ: Κάθριν πρέπει να ξεκουράζεσαι τώρα που τα μαθήματα δυσκόλεψαν, δεν θέλουμε να πάθεις τίποτα.
Ο Μικελ ήταν ο λευκός φύλακας της οικογένειας μου από τότε που η μαμά μου ήταν κοριτσάκι και τον συμπαθούσα πολύ, φυσικά γιατί φρόντιζε την οικογένεια μου αλλά και γιατί μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
Αλαν: η Κάθριν ξέρει μέχρι που φτάνουν η δύναμης της, Μικελ εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την κρατάς ασφαλή και όχι να κάνεις αδιάκριτες ερωτήσεις.
Πενη:είμαι σίγουρη πως ο Μικελ δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτος, απλός ανησυχεί, αυτό είναι ολλο, καλή σου μέρα γλυκιά μου.
Μου έκλεισε το μάτι και έκατσε δίπλα μου, κάθε φορά που μάλωναν ο μπαμπάς και ο Μικελ, εκείνη έπαιρνε θέση και έληγε τον καβγά, σήμερα όμως είχα ένα προαίσθημα ότι δεν θα ήταν έτσι και πράγματι γιατί ο μπαμπάς μου χτύπησε το χέρι του και πετάχτηκε όρθιος κατακόκκινος από τα νεύρα.
Αλαν: για πόσο ακόμα νομίζεις ότι θα μας ανέχεται η Κάθριν, Πενι; σε λίγο καιρό θα παντρευτεί και θα φύγει από εδώ για να γλιτώσει από εμάς όπως έκανε και η Πάτι.
Έμεινα να κοιτάω το πιάτο μου άναυδη από τα λόγια του σε αντίθεση με την μητέρα μου που πάνω στα νεύρα της σήκωσε απιλητυκα το χέρι της και ετοιμάστηκε να χρησιμοποιήσει της δύναμης της για να του κάνει κακό, όταν ο Μικελ μπήκε στην μέση.
Μικελ: ΑΡΚΕΤΑ φώναξε και κητουσέ άγρια τον μπαμπά μου.
Πενι: πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο.
Στα ματιά της μαμάς μου κυλούσαν δάκρυα παρόλα αυτά η φωνή της ήταν σταθερή και για αρκετή ώρα κανένας μας δεν μίλησε πράγμα που έκανε ακόμα ποίο ηλεκτρισμένη την ατμόσφαιρα, και τότε χωρίς να καταλάβω τι έκανα αφίσα των θυμό μου να ξεχειλίσει.
Κάθριν: Δεν σας ανέχομαι, σας αγαπάω γιατί ιστέ η οικογένεια μου και αυτό δεν θα αλλάξει ακόμα και εάν " φύγω από εδώ μέσα".
Πενι: Κάθριν στο δωμάτιο σου τώρα.
Ένιωσα τα ζεστά δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα μου και ξαφνικά με έπιασε μια η επιθυμία να φύγω και ανέβηκα στο δωμάτιο μου, έπεσα στο κρεβάτι αγκάλιασα το μαξιλάρι και αφυσά την πίεση που τόσο καιρό κρατούσα να βγει από μέσα μου.
Εάν και ήμασταν από της ποίο ισχυρές οικογένειες μάγων, οι γονείς μου εδώ και 3 χρονιά σχεδόν ζούσαν σε διάσταση, οι καβγάδες τους ήταν αρκετά σηχνοι και ο Μικελ έπερναι πάντα το μέρος της μητέρας μου. Ειχα μιλήσει και με την αδερφή μου αλλά η Πάτι έβλεπε τα πράγματα αλλιώς και δεν μπορούσε να καταλάβει την κατάσταση από μακριά.
Ακόμα και με κλειστή την πόρτα έφτανα οι φωνές από τον καβγά στο σαλόνι, άκουγα την μαμά μου να πετάει πράγματα και τον μπαμπά μου να προσπαθεί να τα αποφύγει χρησιμοποιώντας αμυντικά ξόρκια.
Σκούπισα τα μάτια μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι αποφασιστικά, πήρα μια μικρή τσάντα και έβαλα μέσα δυο -τρία βιβλία και μερικά ρούχα και κατέβηκα αθόρυβα την σκάλα, πέρασα την τραπεζαρία που τώρα ήταν χάλια και ετοιμάστηκα να ανοίξω την εξώπορτα όταν την προσοχή μου τράβηξε ένα μικρό μαύρο κουτί επάνω στο τραπεζάκι της εισόδου.
" Τι να είναι αυτό " ένιωσα περίεργα και μόνο που το πλησίασα, τελικά κατάφερα να διαβάσω την χρήση επιγραφή που είχε επάνω
* Για τον Περσιβαλ Νταμπλιντορ*
Το άνοιξα διστακτικά και μέσα βρήκα ένα όμορφο σκαλιστό μενταγιόν που απεικονίζε έναν φυνικα - το πουλί της φωτιάς - με ανοιχτά φτερά και στα ματιά του υπήρχαν δύο μικρά διαμάντια που λαμπειριζαν στο φως του δωματίου.
Άκουσα βήματα να πλησιάζουν και πανικόβλητη άρπαξα το κουτί το έβαλα στην τσάντα , άνοιξα την πόρτα και βγήκα στους σκοτεινούς άδειους δρόμους της πόλης και χώθηκα σε ένα στενό.
Κανένας δεν με ακολουθείσε - ήταν όλοι πολύ απασχολημένοι για να καταλάβουν ότι έλειπα - έβγαλα το βιβλίο με τους ρουνους, βρήκα την σελίδα μεταφοράς και σχημάτισα με το δάχτυλο μου το σύμβολο στον αέρα, άμεσος ένιωσα την δύναμη μου να στερέβει και φώναξα καθαρά το όνομα της αδερφής μου, κλίνοντας τα μάτια μου.
Το επόμενο πράγμα που είδα ήταν η μικρή αυλή του σπιτιού της Πάτι. Η πόρτα ήταν κλειστή και η επιγραφή στο ξύλο της πόρτας να εγράφε " Βενετ " με μεγάλα γράμματα .
Χτύπησα την πόρτα και ξαφνιασμένη η αδερφή μου έτρεξε να μου άνηξει. Έπεσα στην αγκαλιά της και ξεσποντας πάλι σε κλάματα με καλωσόρισε, της εξήγησα τη είχε γίνει και κάπως έτσι η υπόλοιπη μέρα πέρασε κάπως μελαγχολικά..............................................
Ελπίζω να αγαπήσετε την ιστορία όπως εγώ. Περιμένω τα σχόλια σας . <3
YOU ARE READING
Πριν Από Την Αρχη
General FictionΗ ζωή της μάγισσας είναι αρκετά πολύπλοκη από μόνη της πόσο μάλλον όταν μπλέκεται η μοίρα και το πεπρωμένο στη κατά τα άλλα ήσυχη καθημερινοτιτά της 16 Χρόνης Κάθριν Ένα μενταγιόν, μια δυνατή φιλία και ένας παράνομος έρωτας μεταξύ δύο διαφορετικών...