κεφαλαίο 2 : Λεβάντα

98 10 0
                                    

Μια εβδομάδα αργότερα δεν είχα επιστρέψει σπίτι ακόμα , και από ότι φαινόταν θα αργούσα λίγο ακόμα να επιστρέψω γιατί εδώ ένιωθα ελεύθερη.
Φυσικά η Πάτι μου άνοιξε το σπίτι της και δεν έχανε ευκαιρία να μου υπενθυμίζει πως ήθελε να μείνω μαζί τους όσο το δυνατόν περισοτερο αφού και η ίδια καταδίκαζε την συμπεριφορά των γωνιών μας.
Ο Βίκτορ και η αδερφή μου ζούσανε σε μια μικρή γραφική κωμόπολη έξω από το Σαν Φρανσίσκο. Το σπίτι τους είχε ένα πολύ ωραίο κήπο με διαφορά βότανα τα οποία καλλιεργούσε η Πάτι ενώ το εσωτερικό του ήταν άνετο και φιλοξενό.
Εκείνο το απόγευμα περπατούσαμε με την Πρου, την ανιψιά μου,σε ένα πράσινο λιβάδι λίγο ποίο κατό από το σπίτι αφού οι γονείς της έλειπαν στης δουλειές τους. Η Πρου χόρευε, τραγουδούσε και έκοβε λουλούδια για την μαμά της, ενώ εγώ για μια ακόμα φορά σκεφτόμουν το μενταγιόν και αυτόν που το έψαχνε, αναρωτιόμουνα πως βρέθηκε στο σπίτι και τι σχέση είχε με την οικογένεια μου. Από της σκέψης μου με έβγαλε η χαρούμενη τσιρίδα της μικρής που φώναζε " μπαμπά ,μπαμπά δες τι μάζεψα για την μαμά." έτρεξε λαχάνιασμένα και αγκάλιασε τον Βίκτορ, τον πλησίασα και των χαιρέτισα και εγώ με μια σφιχτή αγκαλιά,ύστερα περπατήσαμε προς το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το σπίτι.
Στην διαδρομή πρόσεξα ότι χαμογελούσε συνέχεια και τα μάτια του γυάλιζαν στον απογευματινό ήλιο, έτσι σήκωσα το φρύδι και τον ρώτησα πονηρά
Κάθριν : συμβαίνει κάτι και είσαι τόσο χαρούμενος;
Βίκτορ: Η Πάτι και εγώ έχουμε να σας πούμε μερικά ευχάριστα νέα.
Καθριν: οχ πάλι ήρθε ο Μικελ;
Βίκτορ: όχι και δεν θα ξανάρθει για αρκετό καιρό γιατί η μαμά σου τον χρειάζεται τώρα περισσότερο από ποτέ.
Κάθριν: τι εννοείς έγινε κάτι κακό;
Βίκτορ: οι γονείς σας περνούν διαζύγιο.
Κάθριν: αναμενόμενο
Βίκτορ: ο πατέρας σάς έφυγε από το σπίτι και υποσχέθηκε ότι θα περάσει από εδώ να σας δει μόλις τελειώσει κάτι δουλειές... που μόνο εσείς ξέρετε. Όσο για την μαμά σου θα την φροντίσει ο Μικελ προσωρινά.
Κατέβασα τα μάτια μου και χάθηκα στης αναμνήσεις της νύχτας που έφυγα από το σπίτι και άκουσα τον Βίκτορ να αναστενάζει λυπημένος.
Βίκτορ: καταλάβενω που νιώθεις και ότι σου λείπει το σπίτι σου, εάν θες να γυρίσεις πίσω μπορείς να το κάνεις, κανένας δεν θα σε παρεξηγήσει Κάθριν.
Κάθριν: Όχι είναι ωραία εδώ.
Φτάσαμε στο σπίτι και βρήκαμε την Πάτι στο σαλόνι να διαβάζει ένα βιβλίο, στα πόδια της είχε μια κουβέρτα και το βλέμμα της ήταν φωτεινό και χαρούμενο. Ο Βίκτορ πήγε και έκατσε κοντά της ενώ η Πρου της έδωσε τα λουλούδια και ένα ρουφηχτό φιλί και πήγε λίγο ποίο εκεί για να παίξει με τα παιχνίδια της. Εγώ κάθισα ανυπομονή στο καναπεδάκι απέναντί και περίμενα τα καλά νέα όλο αγωνία. Η Πάτι άφησε το βιβλίο και με μικρά χορευτικά βήματα με πλησίασε και με πήρε αγκαλιά.
Κάθριν: να ρωτήσω τι συμβαίνει και είσαι τόσο χαρούμενη;
Πάτι: με αγαπάς;
Κάθριν: τι ερώτηση είναι αυτή, και φυσικά σε αγαπάω.
Πάτι: και θέλεις να μείνεις εδώ;
Κάθριν: φυσικά, θα μου πεις τι συμβαίνει εδώ ή θα σκάσω από την αγωνία μου.
Πάτι: ο Βίκτορ και εγώ περιμένουμε παιδί.
Της ανταπέδωσα την αγκαλιά και μείναμε έτσι για αρκετή ώρα και τώρα γελούσα και εγώ, ύστερα χαϊδέψα την ακόμα επίπεδη κοιλιά και την κοίταξα στα μάτια.
Κάθριν: και άλλο φασολάκι;
Η Πάτι εγνεψέ καταφατικά και δεν απάντησε από την συγκίνηση, πήγανε πολύς καιρός που θέλανε να κάνουν και δεύτερο παιδί αλλά δεν τα κατάφεραν.
Βίκτορ: αυτή την φορά ελπίζω να είναι αγόρι.
Πάτι: μπα πάλι κορίτσι θα είναι!!
Σήκωσε το φρύδι και περίμενε την απάντηση του, αντί αυτού ο Βίκτορ σηκώθηκε από τον καναπέ και μας φίλησε και της δυο στο μέτωπο.
Βίκτορ: αυτή την φορά θα νικήσω το στοίχημα, είπε και πήγε να παίξει με την Πρου.
Πάτι: ναι καλά.
Βίκτορ: Σε άκουσα μικρή
Αρχίσαμε να γελάμε και η Πάτι με πήρε από το χέρι και βγήκαμε έξω στην βεράντα. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και ο ουρανός είχε πάρει όλες της αποχρώσεις του ροζ και του πορτοκαλί, πριν αφήσει τα αστέρια να βγούνε.
Με πήρε αγκαλιά και καθίσαμε αμίλητες, αρκετή ώρα μέχρι που βράδιασε για τα καλά.
Πάτι: τώρα είμαι ο ποίο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.
Κάθριν: γιατί;
Πάτι: Ήμαστε όλοι μαζί, έχω ένα σπίτι και μια καλή δουλειά κανένας δεμονας να μας ενοχλεί και... είσαι και εσυ εδώ.
Απομακρύνθηκα απο αγκαλιά της και της χάιδεψα ξανά την κοιλιά.
Κάθριν: πως θα μπορούσα να μην βρίσκομαι εδώ τώρα που εσύ και τα φασολάκια με χρειάζεστε.
Πάτι: ξέρεις πάντα σε θαύμαζα γιατί έχεις το χάρισμα να μας ενώνεις.
Κάθριν: το είχα κάποτε, τώρα η οικογένεια μας διαλύετε και δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Το δροσερό της χέρι απλωθείκε
και σκούπισε τα δάκρυα μου, μόνο τότε κατάλαβα ότι έκλεγα, με ξαναπήρε αγκαλιά και μου ψιθύρισε στο αυτί.
Πάτι: ότι και να γίνει θα έχουμε ή μια την άλλη.
Κάθριν: ευχαριστώ
Πάτι: μην το συζητάς εξάλλου για αυτό είναι οι οικογένειες.
Καθίσαμε έτσι αγκαλιασμένες μέχρι που την προσοχή μου τράβηξε ένα ζευγάρι που περπατούσε στο πεζοδρόμιο. Η κοπέλα ήταν ξανθιά και λίγο ποιο ψηλή από τον σύντροφο της ενώ εκείνος ήταν γεροδεμένος και το δυνατό του χέρι έπιανε το δικό της όλο σιγουριά. Εκείνη μας πλησίασε και μας χεραιτησέ χαμογελώντας, ενώ εκείνος έμεινε λίγο ποίο πισώ
Ανασταζια: Συγνώμη μπορώ να έχω ένα ματσάκι από αυτήν την υπέροχη λεβάντα;
Η Πάτι έκανε να σηκωθεί όμως εγώ πετάχτηκα επάνω, έκοψα δύο τρυφερά μπουμπούκια λεβάντας και ετήμαστικα να της τα δώσω όταν το χέρι μου μείνε μετέωρο.
Αυτή η κοπέλα που είχα απέναντι μου είχε όμορφα γαλαζοπράσινα μάτια και κόκκινα σαρκώδη χυλοί, το παράξενο όμως επάνω της ήταν το ζαφείρενιο μισοφέγγαρο που στόλιζαι το μέτωπο της και οι περίπλοκες σπήρες που απλονοταν στα ζιγοματικα της,έφταναν ως το πιγούνι της, δίνοντας έτσι μια άγρια και συνάμα γληκειά ομορφιά στο πρόσωπο της.
Πατι: Κάθριν δωστα επιτέλους.
Η Πάτι με σκούντηξε και έτσι βγήκα από της σκέψης μου, έδωσα το ματσάκι με την λεβάντα και της χαμογέλασα αμήχανα.
Κάθριν: συγνώμη
Ανασταζία: δεν πειράζει καταλαβαίνω πως είναι να βλέπεις βρικόλακα πρώτη φορά, και η δικιά μου αντίδραση ίδια ήταν.
Ο σύντροφος της, που τώρα διέκρινα και το δικό του σημάδι που απεικονίζει δύο δράκους δεξιά και αριστερά από το μισοφέγγαρο, σήκωσε το φρύδι και μας πλησίασε.
Δράκος: ελπίζω να μην φανήκαμε αγενής.
Πάτι: όχι βέβαια καλά κάνατε και την ζητήσατε, εξάλλου που θα ξαναβρήτε τέτοια ωραία λεβάντα. Είπε και μου έκλεισε το μάτι. Πάτι: Απλά η αδελφούλα μου είναι καινούρια εδώ και δεν έχει γυρίσει την πόλη για να ξέρει για το σχολείο
Κάθριν: το σχολείο;
Δράκος: είναι σχολείο για τους αρχάριους μας, τους εκπαιδευουμαι για την ζωή τους πριν γίνουν ενήλικες και εμείς διδάσκουμε εκεί.
Ανασταζία: είμαι η Ανασταζία Λανκφορτ και ο σύζυγος μου Μπράιαν, διδάσκω το μάθημα "τελετουργίας και ξόρκια" ενώ εκείνος διδάσκει ξιφασκία.
Είπε και το χαμόγελο της έγινε ακόμα ποίο πλάτη.
Κάθριν: Αχ την λατρεύω την ξιφασκία πόσο πολύ θα ήθελα να κάνω μαθήματα, ο μπαμπάς μου λέει όμως ότι είναι ασχολία για άντρες.
Το πονηρό βλέμμα του δράκου αστράφτάι από περιέργεια και για πρώτη φορά είδα και το δικό του χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπο του.
Δράκος: τι θα έλεγες να σε διδάξω εγώ.
Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε με περίεργα και οι τρεις ενώ εκείνος εμφανώς ικανοποιημένος που είχε την προσοχή μας συνέχισε.
Δράκος: θα μιλήσω με την ιερία μας και εάν συμφωνησεί θα σε καλέσω στο σχολείο για να ξεκινήσουμε. τι λες συμφωνείς;
Κάθριν: εμένα μου αρέσει η ιδέα όμως....
Πάτι: τότε δεν έχεις τίποτα να χάσεις.
Δράκος: τέλεια όποτε έκλεισε, θα σε υδωποιησώ το συντομότερο.
Μου έκλεισε το μάτι και πιάνοντας την Ανασταζία από το χέρι, πήρανε τον δρόμο για τον γυρισμό στο σχολείο. Στο μεταξύ εγώ απόλυτα ευτυχισμένη εμένα να τους κυταω που περπατούσαν ώσπου η Πάτι με έπιασε από την μέση και πήγαμε μέσα να ετοιμάσουμε το βραδινό, και παρόλο που ήμασταν και οι δυο κουρασμένες κάτι μου έλεγε πως η μέρα μας δεν είχε τελειώσει ακόμα, πράγμα που επιβεβαιώθηκε λίγη ώρα μετά το φαγητό, μια γνώριμη γαλάζια λάμψη εμφανίστηκε στο σαλόνι όπου καθόμασταν.
Πάτι: Μικελ ;
Βίκτορ: τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;
Ο Μικελ δεν τους απάντησε γιατί κοιτούσε επίμονα εμένα και η Πάτι νευριασμένη πήρε τον λόγο.
Πάτι: είναι 12:30 το βράδυ, τι μπορεί να είναι τόσο σοβαρό πού να σε έφερε εδώ τέτοια ώρα;
Η Πάτι και ο Βίκτορ είχαν σηκωθεί από τον καναπέ που καθόταν λίγο πριν και βλέπαμε τηλεόραση, τώρα είχαν σταθεί απέναντί από τον Μικελ εξαγριωμένοι που είχε εισβάλει έτσι στο σπίτι τους.
Μικελ: δεν θα καθυστερήσω πολύ, έχω ένα μήνυμα από την μητέρα σας να παραδώσω.
Πατι: λέγε και γρήγορα
Μικελ: θέλει να επιστρέψει η Κάθριν στο σπίτι και στα καθήκοντά της
Βίκτορ: η Κάθριν βρίσκετε εδώ με την θέληση της, δεν την κρατάμε όμηρο.
Αυτή την φορά ο Μικελ τους γύρισε την πλάτη και τα γαλάζια μάτια του με διαπερασαν πριν συνεχίσει.
Μικελ: Η μητέρα σου σε χρειάζεται, Κάθριν πρέπει να επιστρέψεις στο σπίτι και στα καθήκοντα σου εάν θέλεις μια μέρα να γίνεις σαν και εκείνη.
Κάθριν: άκου μου αρέσει εδώ και η Πάτι με βοηθάει στην εξάσκηση και η μαμά έχει εσένα , επιπλέον αφού τα παιδιά με χρειάζονται λέω να κάτσω λίγο ακόμα μαζί τους.
Ο Μικελ αναστέναξε φανερά απογοητευμένος από την απάντηση μου, όμως για πρώτη φορά στην ζωή μου έκανα αυτό που πίστευα εγώ σωστό και ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι η μαμά μου θα τα κατάφερνε μια χαρά και μόνη της, εξάλλου ήταν και ο Μικελ μαζί τής.
Μικελ: το φανταστικά πως έτσι θα ερχόταν τα πράγματα, για αυτό σας ζητάω να περάσετε από το σπίτι μόνες σας για να μιλήσουμε.
Πάτι: θα το σκεφτούμε, Μικελ τώρα νομίζω ότι είναι ώρα να πήγαινεις.
......................................................
* Δράκος : το παρατσούκλι του Μπράιαν Λανκφορτ από το υπόλοιπο καθηγητικό προσωπικό.

Έφτασε και το τέλος του 2ου κεφαλαίου :) σας ευχαριστώ για τα σχόλια και ξέρω ότι περιμένετε με αγωνία τους χαρακτήρες του Χάρη Πότερ, σας υπόσχομαι ότι θα μπουν το συντομότερο. Θα ανεβάσω το μεγαλύτερα κεφάλαια μιας και από το επόμενο ξεκινάει η δραση ;)
Σας ευχαριστώ για τα σχόλια και τους ψήφους σας <3

Πριν Από Την ΑρχηWhere stories live. Discover now