1.

393 55 26
                                    

Some days I don't exist. My bed becomes a casket.

《.》

Πονούσε ολόκληρος.
Μα τόσους μήνες πια το είχε συνηθίσει.

Σιγά σιγά και με δυσκολία, σηκώθηκε από το κρεβάτι του και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Άνοιξε τις κουρτίνες και το δυνατό φως του ήλιου τρύπωσε στο σπίτι.

Είχαν περάσει έξι μήνες.

Πήγε προς την κουζίνα και έβαλε μια κούπα καφέ. Ήταν κρύος αλλά δεν τον ένοιαζε. Όλο το σπίτι ήταν κρύο αυτές τις μέρες, μα απλά δεν νοιαζοταν αρκετά για να κρυώσει.

Το σώμα του δεν ανταποκρινόταν στις καιρικές συνθήκες.

Ο χειμώνας δεν τον ενοχλούσε πια.

Από όταν εκείνη έφυγε από τη ζωή του, έφυγε και το καλοκαίρι.

Γέλασε με τις σκέψεις του. Ήταν εγωιστικό να θεωρεί πως εκείνη έφυγε από τη ζωή του, ενω αυτός την έδιωξε.

Εκείνη προσπάθησε να μείνει, να το παλέψει.

Αλλά αυτός δεν την άντεχε εκεί.

Πήρε το πρωινό του χάπι με ένα ποτήρι νερό.

Έπαιρνε τόσα πολλά χάπια που είχε χάσει το λογαριασμό πια. Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ. Τον βοηθούσαν, έλεγαν.
Θα βελτίωναν την υγεία του, έλεγαν.

Μαλακίες.

Μόνο αυτή μπορούσε να βελτιώσει την υγεία του.

Αλλά ήταν ηλιθιος και αποχώρησε από τη ζωή της.

Βλέπεις, δεν ήθελε να την πληγώσει.

Και κατέληξε να σκοτώνει τον εαυτό του.

Ειρωνεία. Αφού πέθαινε.

Τελείωσε ο καφές. Το ποτήρι στον νεροχύτη. Δεν μπήκε στον κόπο να το πλύνει.

Μετά βίας ζούσε πια.

Απλά ανέπνεε.

Είχε πάψει να ενδιαφέρεται για την καλή εικόνα εδώ και αρκετό καιρό.

Είχαν περάσει έξι μήνες από την τελευταία φορά που την είδε.

Πόσες φορές δεν είχε σκεφτεί να γυρίσει πίσω σε αυτή!

Μα δεν μπορούσε να αφήσει... την άλλη.

Δεν θα τον άφηνε ποτέ.

Ήταν ένα μ' εκείνον πια.

Και το χειρότερο;

Δεν μπορούσε να τη διώξει.

Αναστέναξε. Γύρισε στο δωμάτιό του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και έπιασε στα λεπτά δάκτυλα του το κινητό του.

Είχε σχεδόν έξι μήνες να χτυπήσει.

Με το που το άνοιξε, φάνηκε η φωτογραφία που είχε βγάλει με εκείνη στη θάλασσα. Η χρυσή άμμος και η καταγάλανη καλοκαιρινή θάλασσα, δεν συγκρινοταν με την γοητευτική κοπέλα.

Μα αυτό που έλαμπε περισσότερο ήταν το χαμόγελό της.

Ηταν όμορφη.

Ακόμα και ένας τυφλός μπορούσε να νιώσει την ομορφιά της.
Όχι μόνο την εμφάνιση της.

Την καθαρότητα της ψυχής της.

Την ειλικρίνεια των ματιων της.

Ήταν άνθρωπος ζωντανός.

Ήταν ατόφια.

Κλείνει το κινητό. Με το δεξί χέρι του που τρέμει σκουπιζει τα δάκρυα του.

Έκλαιγε;

Ούτε που το κατάλαβε. Τα δάκρυα έτρεχαν μόνα τους πια όταν συλλογιζοταν το παρελθόν.

Προσπάθησε να πνίξει το παρελθόν με τα δάκρυα του.

Γιατί για εκείνον, δεν ήταν πια στοιχείο αδυναμίας.

Ούτε όμως και δύναμης.

Ήταν απλά μια θάλασσα θλίψης που έτρεχε από τα μάτια του και την τροφοδοτούσαν οι αναμνήσεις του και κυρίως η μοναξιά του, η οποία μπλεκόταν γύρω από τον λαιμό του σαν πύθωνας και τον έσφιγγε τόσο που του έκοβε την ανάσα.

Αλλά κανείς δεν πέθανε ποτέ από μοναξιά.

Λίγα λεπτά πριν πεθάνει από την έλλειψη αέρα, μια βαθιά αναπνοή γέμιζε τα πνευμόνια του και ήταν ακόμα ζωντανός.

Ζωντανός να θαλασσοδέρνεται στην αλμύρα των δακρύων του, ζωντανός να πονάει και για τους δυο τους.

Τα δάκρυα του δεν σήμαιναν τίποτα.

Ήταν απλά η απόδειξη, μια απλή απόδειξη της πραγματικότητας.

Για μια ακόμα μέρα, ήταν ζωντανός.

Δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν ήταν ευγνώμων για αυτό.

《.》

Γεια σε όλους.

Κάνω μια γενική διόρθωση της ιστορίας τον Δεκέμβρη του 2020 πριν την συνεχίσω και με το καλό την ολοκληρώσω.

Είναι η συνέχεια του "Εσύ, η αυτοκαταστροφή μου" αλλά από την αντίθετη μεριά.

Ελπίζω να το βρείτε ενδιαφέρον.

All the love, con xoxo

Εσύ, η σωτηρία μουWhere stories live. Discover now