4.

160 28 7
                                    

What we call a reason to live is also an excellent reason to die.

《.》

Το ξημέρωμα τον βρήκε στην ταράτσα.

Ένα άδειο μπουκάλι βότκα δίπλα του και αμέτρητα σβησμένα τσιγάρα γύρω του.

Το φως έλουζε την κουρασμένη του μορφή και για μια στιγμή τυφλώθηκε από την λάμψη του ηλίου.

Τα πόδια του κρέμονταν μέσα από τα κάγκελα, χαιδεύοντας απαλά το κενό.

Αν δεν υπήρχαν τα σιδερένια κάγκελα, τίποτα δεν θα τον χώριζε από την βουτιά στο κενό.

Δεν είχε τίποτα να χάσει έτσι κι αλλιώς.

Εκείνη εξουσίαζε το κορμί του, σε βαθμό που δεν ένιωθε πια τον εαυτό του.

Μα το μυαλό του δεν μπορούσε να το ελέγξει.

Και κάθε του σκέψη αφορούσε την αγάπη του.

Άφησε τις αναμνήσεις να τον παρασύρουν στον τρελό χορό τους.

Οι μνήμες από την πρώτη τους συνάντηση έπεφταν βροχή και για μια στιγμή ζαλίστηκε από την ένταση.

Αν δεν υπήρχαν τα κάγκελα-

Θυμήθηκε τότε που της ζήτησε να βγουν το πρώτο τους ραντεβού.

Ένιωσε έφηβος ξανά, προσπαθώντας να βρει τις λέξεις, να τις προφέρει σωστά και ευγενικά, σε αντίθεση με το συνηθισμένο γεμάτο αυτοπεποίθηση φλερτ του.

Μασούσε τις λέξεις του, έτριβε νευρικά τα χέρια του, μέχρι που κοκκίνησε διάολο. Στ' αλήθεια κοκκίνησε.

Και ύστερα εκείνη του προσέφερε το μεγαλύτερο και πιο όμορφο χαμόγελο που είχε δει ποτέ και μια φράση που άλλαξε την ζωή του.

"Θα χαρώ πολύ να βγω μαζί σου."

Ήταν ένα από τα ωραιότερα ραντεβού της ζωής του. Η χημεία τους ήταν απίστευτη και ένιωσε λες και ήξεραν ο ένας τον άλλο χρόνια. Ήταν άνετοι μαζί και χαρούμενοι και γέλασε τόσο εκείνο το βράδυ που πόνεσαν τα μάγουλά του.

Μα όταν στο τέλος της βραδιάς τον φίλησε απαλά στο μάγουλο, πέρασε ο πόνος μεμιάς, και ήξερε εκείνη ακριβώς την στιγμή πως θα μπορούσε να πονάει κάθε μέρα αρκεί μετά να φιλούσε εκείνη τον πόνο μέχρι να χαθεί.

Όσο υπέροχη ήταν η άνεση που είχαν μεταξύ τους τις καλές στιγμές, τόσο φρικτή ήταν τις κακές.

Ήξεραν πολύ καλά ο ένας τον άλλον. Και πάνω στα νεύρα, τον θυμό ή την ζήλια τους ήξεραν ακριβώς τι να πουν για να πληγώσουν τον άλλο, να δώσουν βαρύτητα και ουσία στον καβγά, να κάνουν τον άλλο να πονέσει και να θυμώσει το ίδιο με αυτούς μέχρι να καταλήγουν να φωνάζουν αγριεμένα και οι δύο.

Στα καλά και στα καλύτερα μαζί.

Στα άσχημα και στα χειρότερα ακόμα πιο μαζί.

Ή έφταναν και οι δύο σε ένα συναίσθημα ή δεν έφτανε κανένας. Η ευτυχία τους ήταν διπλή μα το ίδιο ήταν και η ζήλια και η μιζέρια τους. Τα ένιωθαν όλα διπλά γιατί δύο κομμάτια καρδιών χτυπούσαν στο στήθος τους. Το μισό το δικό τους και το μισό του άλλου.

Θα ορκιζόταν πως όταν εκείνη πονούσε, κάτι έσπαζε στο δικό του στήθος. Τα πλευρά του είχαν γεμίσει θραύσματα σπαμένης καρδιάς, μα τα κρατούσε μέσα του κι ας τον πονούσαν, του άξιζε γιατί έκανε και εκείνη να πονάει.

Ο πόνος και η αγάπη και η ζωή η ίδια είναι καλύτερα όταν τα μοιράζεσαι.

Και τώρα ένιωθε τον πόνο του ολομόναχος, με μια βαθιά πληγωμένη αγάπη και τρίμματα ζωής, αν μπορούσε να αποκαλέσει αυτού που ζούσε ζωή.

Δάκρυα στα μάτια του, τα πόδια του στο κενό.

Αν δεν υπήρχαν τα κάγκελα-

Οι μνήμες χόρευαν τρελά στο κεφάλι του, ένιωθε ναυτία.

Αν δεν υπήρχαν τα κάγκελα-

Η μοναξιά του τον έπνιγε, δεν είχε καταλάβει πόσο μόνος αισθανόταν μέχρι που κοίταξε το κενό κάτω από τα πόδια του.

Αν δεν υπήρχαν τα κάγκελα-

Μα για καλή του τύχη, και για σκοπούς τραγικής ειρωνείας, φυσικά και υπήρχαν τα κάγκελα.

Η επιθυμία του να ζήσει μια ζωή υποφέροντας για τον πόνο που προκάλεσε ήταν πιο μεγάλη και πιο βαθιά από την δειλία του.

Αν δεν υπήρχαν τα κάγκελα, θα μισούσε τον εαυτό του, γιατί δεν θα μπορούσε να χάσει την τόσο απλόχερα δοσμένη ευκαιρία, αλλά ήξερε ότι δεν είχε εξιλεωθεί ακόμα.

Αυτό που δεν ήξερε ήταν πως καμία εξιλέωση δεν ήταν αρκετή και πως η μνήμη μερικές φορές μπορεί να αποδειχθεί το ίδιο θανατηφόρα με ένα μπαλκόνι χωρίς κάγκελα.

Εσύ, η σωτηρία μουWhere stories live. Discover now