Then suddenly you are left all alone with your body that can't love you and your will that can't save you.
《.》
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι.
Όταν ήταν παιδί, η αγάπη που του έδιναν δεν έμοιαζε με αγάπη. Η αγάπη αυτή ήταν γεμάτη μελανιές και πόνο, φωνές και ειρωνείες και τσακωμούς και χτυπήματα και άλλες μελανιές και φόβο. Πολύ φόβο.
Μεγαλώνοντας, είχε μάθει πως να είναι αθόρυβος, να μην μιλάει πολύ, να κοιτάει κάτω, να περπατάει βιαστικά, να σιωπά και να υπομένει τον πόνο και τον εξευτελισμό και να φοβάται. Ήξερε πολύ καλά πως να φοβάται.
Για εκείνον η αγάπη συνδέθηκε με τον φόβο, γιατί η οικογένεια σου πρέπει να σε αγαπάει, φώναζε το παιδικό του μυαλό, και εκείνος φοβόταν τους δικούς τους, άρα ξεκίνησε να φοβάται την αγάπη.
Η αγάπη για εκείνον ήταν μόνο μελανιές και φόβος.
Ήταν εφτά χρονών όταν ορκίστηκε στον εαυτό του ότι δεν θα αγαπούσε ποτέ.
Μπορούσε να ζήσει και χωρίς αγάπη.
Όπου κι αν ήταν, με όποιους κι αν ήταν και σε όποιες καταστάσεις, ένιωθε μόνο ένα συναίσθημα, και αποφάσισε πως αυτό γινόταν γιατί η καρδιά του ήταν πολύ μικρή για να νιώσει παραπάνω από ένα αισθήματα την φορά.
Και αποφάσισε να φυλάξει την μικρή και ευαίσθητη καρδιά του, γιατί τι ελπίδα έχει μια ήδη ταλαιπωρημένη καρδιά; Η αγάπη θα την κατασπαράξει.
Με την οικογένεια του, αυτό το συναίσθημα ήταν ο φόβος.
Με τους συμμαθητές του, αυτό το συναίσθημα ήταν η ντροπή.
Στο σχολείο, το συναίσθημα γινόταν απαξίωση.
Στις σχέσεις του, το συναίσθημα γινόταν πάθος, αλλά δεν ήταν αρκετό για να γίνει αγάπη. Είχε υποφέρει αρκετά από την αγάπη.
Μα μόλις την γνώρισε, τον πλημμύρισαν συναισθήματα που δεν ήξερε καν ότι μπορούσε να νιώσει. Συναισθήματα παλιά και καινούργια, συναισθήματα που βρήκαν τρόπο να τρυπώσουν στην καρδιά του.
Και συνειδητοποίησε ότι είχε πάντα μια μεγάλη καρδιά, αλλά κατάλαβε ότι η καρδιά δεν είναι το σπίτι των συναισθημάτων, τα συναισθήματα ζούσαν στην γωνία των χειλιών του, στην άκρη των ματιών του, στα μάγουλά του, σε κάθε σημείο του σώματος του που καιγόταν ή έλιωνε κάθε φορά που εκείνη τον κοιτούσε ή του χαμογελούσε ή τον άγγιζε ή τον φιλούσε.
Και η αγάπη, η απίστευτα τεράστια ποσότητα συσσωρευμένης αγάπης που μπορούσε να της δώσει, δεν ζούσε μέσα στο κλουβί του στήθους του, αλλά στα ακροδάκτυλά του, και την άγγιζε συνέχεια, να της δίνει πάντα αγάπη.
Δεν χόρταινε να αγαπά, να την αγαπά.
Του έδειξε πως να νιώθει περισσότερα από ένα πράγματα την φορά.
Τον έκανε ευάλωτο.
Θα έπρεπε να μην της το συγχωρέσει ποτέ.
Αλλά εκείνη του έδειξε πως η αγάπη δεν είναι μελανιές, φόβος και πόνος.
Εκείνη του έδειξε πως η αγάπη είναι η σωτηρία μας.
Χωρίς αγάπη, θα ήμασταν όλοι νεκροί χτες.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που ερωτεύτηκε ένα κορίτσι.
Της έδειξε τον πραγματικό του εαυτό και αυτή τον αγάπησε για αυτό.
Της έδειξε κάθε σημάδι και εκείνη το χάιδεψε στοργικά και το φίλησε.
Άνοιξε το στήθος του για εκείνη στην μέση, έσπασε τα πλευρά του για να μπορεί να πάρει την καρδιά του ευκολότερα και δεν το μετάνιωσε στιγμή.
Της έδειξε καθε πλευρά του εαυτού του που δεν αγαπούσε και εκείνη τον αγκάλιασε πιο σφιχτά.
Της εκμυστηρεύτηκε τους φόβους του και εκείνη τους έδιωξε με ένα της φιλί.
Τα κορμιά τους κούμπωσαν και το αγόρι έπαψε να αισθάνεται μισό.
Και ήταν ένα ερωτευμένο αγόρι και ένα ερωτευμένο κορίτσι ενάντια στον κόσμο.
Και ο κόσμος έπαυε να φαίνεται τόσο απαίσιος με ένα της φιλί.
Και η πραγματικότητα γινόταν λίγο πιο υποφερτή με ένα "Σ' αγαπώ" της.
Και η μέρα φαινόταν λίγο πιο φωτεινή και η νύχτα λιγότερο μοναχική και το αγόρι ολοένα και πιο ερωτευμένο.
Μα το αγόρι δεν σταμάτησε ποτέ να φοβάται.
Γιατί τελικά η αγάπη είναι μελανιές και πόνος και φόβος, μελανιές από φιλιά και πόνος από σφιχτές αγκαλιές και φόβος να μην χάσεις τον άλλο.
Και στα σκοτάδια του, τα αληθινά σκοτάδια του, οι μελανιές των φιλιών δεν διέφεραν από τις άλλες μελανιές. Και ο πόνος της σφιχτής αγκαλιάς δεν διέφερε από τον πόνο των χτυπημάτων.
Και ο φόβος παρέμενε πάντα φόβος, άσχημος και βαρύς και μεθυστικός και και και.
Και είχε ζήσει όλη του την ζωή να μπερδεύει τον φόβο με την αγάπη. Όλη του την ζωή είχε μάθει να μην ενοχλεί, να περπατά αθόρυβα, να εξαφανίζεται πριν δημιουργήσει πρόβλημα.
Γιατί για εκείνον, αυτό ήταν αγάπη.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα φοβισμένο αγόρι ενάντια στον κόσμο.
Και το όμορφο κορίτσι που κάποτε του φιλούσε τους φόβους του για ύπνο, ήταν πλέον στην άλλη πλευρά.
YOU ARE READING
Εσύ, η σωτηρία μου
Short StoryΠέθανε ακριβώς όπως έζησε, με εκείνη στο μυαλό του, με την καρδιά του να χτυπά στον ρυθμό των συλλαβών του ονόματός της και με την ανάμνηση των φιλιών της στοιβαγμένη στα χείλη του. Ήταν εντάξει, αλήθεια. Μπορούσε να φανταστεί χειρότερους θανάτους α...