I want to tell you this story without having to confess anything.
《.》
Ζωή μου,
Ξέρω πως δεν έχω πια καρδιά γιατί είναι από χρόνια δική σου. Αλλά το κενό, το βαρύ, αποπνικτικό κενό που ριζώνει στο στήθος μου δεν με αφήνει να ξεχάσω, δεν με αφήνει να σβήσω από την μνήμη μου την εξομολόγηση μου, μια εξομολόγηση που θα έπρεπε να έχω κάνει από καιρό.
Δεν ξέρω αν ηρέμησε η ψυχή μου μόλις βγουν οι λέξεις από μέσα μου.
Η ψυχή μου είναι ταραγμένη, σαν θάλασσα φουρτουνιασμένη, πάντα ήταν, αλλά μετά γνώρισα εσένα και ήταν εντάξει, ακόμα θαλασσοδερνόμουν με κύματα μεγαλύτερα από εμένα αλλά πια ήταν εντάξει γιατί ήμασταν μαζί.
Δεν ξέρω αν μου έφυγε ένα βάρος, κουβαλάω το βάρος της προδοσίας μου στους ώμους μου, σαν τιμωρία και κατάρα.
Αξίζω όλα τα δεινά του κόσμου, κάθε θάνατο, επειδή δεν μπόρεσα να κρατήσω την υπόσχεση μου, επειδή δεν μπόρεσα να μείνω.
"Για πάντα" είχαμε πει και εγώ αυτό το για πάντα το έσπασα, το έκανα χίλια μικρά κομμάτια και εκατό μικρές αιωνιότητες, και δεν κράτησα κανένα για μένα, ο χρόνος μου είναι άχρηστος χωρίς εσένα.
Αλλά το για πάντα μας είχε ήδη καταστραφεί την στιγμή που ο γιατρός έλεγε την μοιραία λέξη, την στιγμή που μου δόθηκε μια λίστα με φάρμακα των οποίων τα ονόματα δεν μπορούσα καν να προφέρω, την στιγμή που βρέθηκα με μια κλεψύδρα να μετρά αντίστροφα τον χρόνο.
Από εκεί και πέρα κάθε ήχος, κάθε απαλό τικ ήταν για μένα ένα φαινόμενο αντίστροφης μέτρησης, από τους χτύπους της καρδιάς σου δίπλα στο αυτί μου μέχρι το απαλό ανακάτεμα του φαγητού με την κουτάλα να βρίσκει στην κατσαρόλα σε έναν ρυθμό ολοένα και πιο γρήγορο, σε έναν ρυθμό που μου θύμιζε πως το να επιμένω πως έχω όλο τον χρόνο του κόσμου είναι μια ηλίθια ψευδαίσθηση.
Η κουτάλα στην κουζίνα μας με ανάγκασε να γίνω ειλικρινής με τον εαυτό μου αλλά ο ήχος της καρδιάς σου, το τικ τακ μέσα από το στήθος σου κάθε φορά που ξάπλωνα πάνω σου, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σε νιώσω όσο πιο κοντά μου μπορούσα, αυτό το τικ τακ ήταν εκείνο που με έκανε να πάρω την απόφαση.
Δεν μπορούσα να πεθάνω πριν από εσένα.
Ο λόγος δεν ήταν εγωιστικός, δεν ήταν καν ρομαντικός, δεν ήταν ένα "θα πρέπει να πεθάνουμε μαζί γιατί είμαστε ερωτευμένοι και αυτή είναι η τραγικότητα" επειδή ξέρω πια ότι η τραγικότητα είναι να μένεις πίσω όταν ο άλλος έχει φύγει, η τραγικότητα είναι να μένεις ένα όταν έχεις υπάρξει δύο για το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης σου.
Μου είχες πει πως ο μεγαλύτερος σου φόβος ήταν να μην πεθάνει πρώτα κάποιος που αγαπούσες.
Και εγώ ξέρω.
Είχα δει πόσο φοβισμένα αντιμετώπιζες τον θάνατο, ακόμα και στις ταινίες, έκλεινες τα μάτια κι ας ήξερες πως οι ηθοποιοί ήταν κάπου ζωντανοί εκείνη ακριβώς την στιγμή και πως αυτό μπροστά σου ήταν ένα καλά οργανωμένο ψέμα.
Ο θάνατος σε γέμιζε ερωτηματικά και πόνο, η σκέψη ότι η ζωή ξαφνικά κάποια στιγμή σταματάει ήταν αβάσταχτη για σένα.
"Ο κόσμος δεν είναι πάντα όμορφος" έλεγες "αλλά δεν μας αξίζει να τον εγκαταλείπουμε έτσι."
"Πόσες ψυχές μπορούμε να συσσωρευτούμε σε αυτή την μάταια ύπαρξη;" σε ρωτούσα και εσύ γούρλωνες τα μάτια σου και με κοιτούσες βαθιά, γιατί ήξερες πως για μένα η ύπαρξη δεν ήταν μάταια γιατί είχα εσένα.
"Όχι αρκετές" απαντούσες και ήταν αλήθεια, πολλές ψυχές στοιβάζονται μίζερα η μία πάνω από την άλλη σε αυτή την ζωή και ο θάνατος είναι η μόνη διέξοδος αλλά είναι και το τέλος του ταξιδιού.
Το πρόβλημα είναι στον ορισμό σκέφτομαι, γιατί εξαρχής ορίζαμε την ζωή διαφορετικά: εγώ σαν ταξίδι με αρχή, μέση και τέλος και εσύ σαν μια ατελείωτη πραγματικότητα που άρχιζε πριν από μας και θα τελειώσει, αν τελειώσει, πολύ αργότερα από εμάς.
Εσύ μας θεωρούσες μια κουκίδα στην ζωή και εγώ την θεωρούσα μια κουκίδα σε μας.
Ορίσαμε πολλές έννοιες διαφορετικά, αλλά την έννοια αγάπη την ορίσαμε ίδια.
Αγάπη είναι να σε κάνω να αισθάνεσαι ασφαλής.
Κι αν σημαίνει πως παίρνοντας τον θάνατο μου μακρυά σου, εσύ μένεις ασφαλής, τότε θα πάρω του κουφάρι μου από κοντά σου.
Και θα λένε "μπορεί να πέθανε από καρκίνο αλλά πέθανε μόνος από αγάπη".
Είναι εντάξει, αλήθεια.
Μπορώ να φανταστώ χειρότερους θανάτους απ' αυτόν.
Με αγάπη,
Αυτός που ορίζει την ομορφιά ως το χρώμα των ματιών σου
VOCÊ ESTÁ LENDO
Εσύ, η σωτηρία μου
ContoΠέθανε ακριβώς όπως έζησε, με εκείνη στο μυαλό του, με την καρδιά του να χτυπά στον ρυθμό των συλλαβών του ονόματός της και με την ανάμνηση των φιλιών της στοιβαγμένη στα χείλη του. Ήταν εντάξει, αλήθεια. Μπορούσε να φανταστεί χειρότερους θανάτους α...