~Η ηγουμένη~

181 49 4
                                    

Άνοιξε με κόπο τα μάτια της. Δεκαέξι μοναχές την κοιτούσαν. Για λίγο τρόμαξε στη θέα των μαυροντυμένων γυναικών. Μετά θυμήθηκε.

-Τι έγινε;

-Λιποθύμησες παιδί μου. Η μοναχή Νεκταρία μας φώναξε και σε βρήκαμε στην είσοδο κατάχλωμη. Είσαι καλά τώρα;, τη ρώτησε η γηραιότερη.

-Ε, εντάξει, κάπως καλύτερα, είπε και πήγε να σηκωθεί.

-Μη σηκώνεσαι παιδί μου. Κάτσε να ξεκουραστείς και θα τα πούμε αργότερα.

-Μοναχή...

-Ευθυμία. Είμαι η ηγουμένη της μονής.

-Μοναχή Ευθυμία. Θέλω να σας ζητήσω μια χάρη. Μπορώ να μείνω εδώ γι' απόψε; Αν γίνεται βέβαια.

Όλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

-Φυσικά και μπορείς. Έτσι κι αλλιώς φαίνεσαι πολύ αδύναμη, δεν θα ήταν καλό να βγεις έξω να περπατήσεις σε τέτοια κατάσταση.

-Σας ευχαριστώ, με αυτά της τα λόγια έκλεισε τα μάτια και λίγο αργότερα παραδόθηκε σε έναν γλυκό ύπνο.

Κόντευε να βραδιάσει. Οι μοναχές πήγαιναν από νωρίς στα κελιά τους, αφού πρώτα έκαναν τη βραδινή προσευχή τους. Στο δικό της κελί η ηγουμένη Ευθυμία, κοιτούσε το φως που έμπαινε λιγοστό μέσα από τα κάγκελα. Ένα δάκρυ μούσκεψε τα μάγουλα της. Κάθε μέρα, με τη δύση του ηλίου στο μυαλό της ερχόντουσαν μαζί με το σκοτάδι και οι μνήμες. 

Στα εξήντα οχτώ της χρόνια ένιωθε πια πως δεν της είχε μείνει τίποτα άλλο από το να περιμένει τον Χάροντα. Οι τύψεις την κατέκλυζαν. Λένε πως όταν φτάνεις κοντά στον θάνατο κάνεις τον απολογισμό της ζωής σου. Μετράς κυρίως τα λάθη και αυτά που δεν έκανες. Είχε πολλά τέτοια η μοναχή Ευθυμία. Όσο περνούσε ο καιρός, ένιωθε να μετανιώνει όλο και πιο πολύ...

Ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως...

Δεν καταλάβαινε που βρισκόταν. Απόλυτο σκοτάδι. Σκοτεινοί διάδρομοι παντού κι εκείνη άρχισε να φοβάται. Ξαφνικά ένιωσε ένα ελαφρύ αεράκι στον ώμο της. Κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά, αλλά δεν είδε κανέναν.

-Μην φοβάσαι, είπε μια δυνατή φωνή.

-Ποια...ποια είσαι;

-Δεν έχει σημασία. Ήρθα γιατί ήθελα να σου πω κάτι. Ψάξε Ευθυμία. Ψάξε στο μοναστήρι. Στα χώματα που πατάς, υπάρχει χρυσάφι. Λίρες, πολλές. Βαμμένες με το αίμα των ανθρώπων. Ψάξε...

Ξαφνικά όλα πάγωσαν. Άνοιξε τα μάτια και πετάχτηκε από το κρεβάτι της αναστατωμένη. Τι ήταν τώρα αυτό; Τις τελευταίες μέρες έβλεπε τέτοια όνειρα, αλλά προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται. Κι όμως όσο  τα απομάκρυνε από κοντά της, τόσο πιο πολύ επέμεναν αυτά. Δεν ήξερε πια τι να πιστέψει.

Έκανε τον σταυρό της. Ίσως τελικά να μην ήταν τίποτα. Ίσως και να ήταν απλά ένα όνειρο...

Το μέντιουμ {TYS_GR}Where stories live. Discover now