~Τι να έγινε;~

137 41 2
                                    

Το βλέμμα του Βασίλη αμέσως σκοτείνιασε. Πλησίασε με απειλητικές διαθέσεις τον άγνωστο.
-Πάλι εσύ εδώ ρε αλήτη; Δεν σου είχα πει να μην ξαναπατήσεις στο μαγαζί;
-Περίμενε, δεν φταίω εγώ!Αυτή η που&%$# με προκάλεσε. Τα ήθελε κι εκείνη! Τράβα κάνε τη δουλειά σου τώρα κι άσε μας ήσυχους!
-Α, ναι ε; Είσαι σίγουρος; Μα τι λες ρε παιδί μου, όλες σε προκαλούν εσένα;
-...
-Κοίτα να δεις φίλε. Μπορεί τότε να ήσουν τυχερός, όμως τώρα να ξέρεις, δεν θα γλιτώσεις!Θα σε σαπίσω στο ξύλο!
Με αυτά του τα λόγια ο Βασίλης μηδένισε την απόσταση που τους χώριζε και προτού προλάβει να αντιδράσει ο άλλος, του έδωσε μια γροθιά με όλη του τη δύναμη στο πρόσωπο και τον έριξε κάτω. Αμέσως άρχιζε να τον κλοτσάει με λύσσα.
-Σε παρακαλώ σταμάτα!Θα τον σκοτώσεις άφησε τον!, του φώναξε απελπισμένη η Ευδοκία, όμως εκείνος δεν την άκουγε. Συνέχιζε να χτυπάει χωρίς έλεος. Έτρεξε κοντά του και τον άρπαξε όπως όπως από το χέρι.
-Σε παρακαλώ! Θα μπλέξεις.
Ο Βασίλης του έδωσε το τελευταίο χτύπημα. Ύστερα έσκυψε πάνω του και του ψιθύρισε στο αυτί.
-Μη σε ξαναδώ εδώ γύρω, γιατί να ξέρεις την επόμενη φορά δεν θα σε λυπηθώ. Το κατάλαβες;
Ο άλλος δεν αντέδρασε καν, απλά έμεινε ακίνητος στο έδαφος.
-Πάμε Ευδοκία, θα σε πάω εγώ σπίτι!, της είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Τον άφησαν αναίσθητο, χωρίς να γυρίσουν να του ρίξουν δεύτερη ματιά.
Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο εκείνη άρχισε να κλαίει. Το αγριεμένο ύφος του μαλάκωσε στο λεπτό.
-Έλα ηρέμησε, πέρασε τώρα. Πέρασε...
Η Ευδοκία είχε μαζευτεί στη θέση του συνοδηγού. Την πήρε αυθόρμητα στην αγκαλιά του. Ήθελε να την προστατέψει με κάποιον τρόπο, ήθελε να φέρει και πάλι το χαμόγελο στο πρόσωπο της.
-Σ' ευχαριστώ!Αν δεν ήσουν εσύ...
-Σταμάτα!Μην το σκέφτεσαι άλλο! Εγώ απλά έκανα κάτι που έπρεπε να είχα κάνει από καιρό.
-Δεν καταλαβαίνω. Πες μου τα όλα από την αρχή. Πως βρέθηκες σ' εκείνο το στενό;
-Άλλαξα γνώμη και είπα τελικά να σε πάω εγώ σπίτι σου. Σε έψαχνα όμως καθώς περπατούσα έπεσες πάνω μου ουρλιάζοντας, μες τα αίματα. Δεν σου έκανε τίποτα έτσι;
-Όχι, δεν πρόλαβε. Αλλά για πες μου, τον ήξερες;
-Ναι. Ερχόταν παλιά στο μαγαζί, μόνος του, ποτέ δεν τον είχα δει με παρέα. Ενοχλούσε τις τραγουδίστριες. Μια ήρθε και μου παραπονέθηκε μάλιστα. Του είπα να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί κι από τότε δεν τον ξαναείδα. Να όμως που επανήλθε!Μην ανησυχείς, δεν θα σε ξαναπειράξει. Από εδώ και πέρα θα σε πάω και θα σε φέρνω εγώ.
-Μα θα σε δούνε στο χωριό...
-Ας με δούνε, δεν με νοιάζει! Για μένα έχει προτεραιότητα η ασφάλεια σου. Κατάλαβες;
-...
-Αυτό θα το πάρω ως ναι. Λοιπόν τώρα θα πάμε ήσυχα-ήσυχα στο σπίτι σου και θα ξαπλώσεις, να ηρεμήσεις, εντάξει;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
Καθώς εκείνος οδηγούσε, τον κοιτούσε στα κρυφά. Ένιωθε τόση ασφάλεια δίπλα του! Δεν ήθελε να φύγει.
Όταν σταμάτησαν εκείνος γύρισε το κεφάλι και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
-Εδώ δεν είπες ότι είναι το σπίτι σου; Φτάσαμε. Θα σε δω μεθαύριο, Ευδοκία. Πρόσεχε τον εαυτό σου και ηρέμησε, τελείωσε τώρα. Θα τα πούμε...
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και αμέσως τον είδε να χάνετε στο σκοτάδι.  Ο φόβος είχε επιστρέψει και πάλι. Μακρυά του, η ανασφάλεια που ένιωθε, γινόταν ανυπόφορη...

Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να μπορέσει να βρει τον παλιό της εαυτό. Ο άγνωστος ευτυχώς δεν την ξαναενόχλησε, μάλλον φοβήθηκε για τα καλά.
Το 1968 είχε μπει πια. Οι εμφανίσεις της συνεχίστηκαν κανονικά, τέσσερις φορές την εβδομάδα. Πολλοί ερχόντουσαν μόνο για να την ακούσουν. Ο Αλέκος έτριβε τα χέρια του βλέποντας τα κέρδη.
Εκείνη αποφάσισε να παραιτηθεί από το σπίτι που δούλευε, γιατί τα χρήματα που της έδιναν από το μαγαζί ήταν υπεραρκετά. Έτσι κι αλλιώς αυτή η δουλειά ποτέ δεν της άρεσε.
Όλα πήγαιναν καλά, όμως υπήρχε κάτι που την είχε προβληματίσει τον τελευταίο καιρό. Η συμπεριφορά του Βασίλη. Έδειχνε απόμακρος και μελαγχολικός ενώ ταυτόχρονα ένιωθε πως την απέφευγε, γιατί οι κουβέντες που αντάλασσαν ήταν λιγοστές και βεβιασμένες. Μάλιστα είχε σταματήσει να την πηγαίνει σπίτι της, αλλά ερχόταν ο Αλέκος, γιατί ελεγε πως είχε πολλή δουλειά. Ίσως όμως και να ήταν η ιδέα της όλα αυτά, ίσως να μην είχε αλλάξει τίποτα.
Εκείνο το βράδυ, όταν τελείωσε το τραγούδι της, έτοιμη να κατέβει από την πίστα, ο κόσμος για άλλη μια φορά την αποθέωσε. Ζητωκραυγαζαν και χειροκροτούσαν. Το χαμόγελο δεν έφυγε στιγμή από το πρόσωπο της. Μέχρι την ώρα που έπρεπε να πάει στο γραφείο του, για να πάρει τον μισθό του μήνα...

Για πείτε στα σχόλια. Τι νομίζετε ότι θα γίνει εκεί; Τι θα συμβεί άραγε μετά στην Ευδοκία; Κάποιος είπε ότι αυτή ήταν η αρχή των βασάνων της. Λέτε να είχε δίκιο; Μην ξεχνάτε το αστεράκι!Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο!

Το μέντιουμ {TYS_GR}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora