~Εσύ;~

118 38 4
                                    

Είχε παει στον Κωστή να πάρει φρούτα για να φτιάξει γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες. Ήταν τέλη Μαρτίου, έκανε ψύχρα. Το είχε αποφασίσει, αυτή θα ήταν η τελευταία της έξοδος. Μέχρι να γεννήσει έπρεπε να μείνει στο σπίτι. Διέσχισε τη δημοσιά, φορτωμένη με σακούλες.
Καθώς όμως πλησίαζε την σκουριασμένη καγκελόπορτα, της κόπηκαν τα πόδια. Πάλι!
Τι δουλειά είχε αυτός στο χωριό; Πως τολμούσε να εμφανίζεται μετά από όσα έκανε; Το θράσος μερικών ανθρώπων δεν έχει όρια!
Χωρίς να χάσει καιρό, κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Δεν μπορεί κάποια στιγμή εκείνος θα κουραζόταν και θα έφευγε!
Ο Βασίλης κοιτούσε ανήσυχος το σπίτι. Άρχισε να χτυπάει την πόρτα και να φωνάζει το όνομα της. Αχ, ας τον σταματούσε κάποιος! Θα την έκανε ρεζίλι στο χωριό. Δεν θα είχε μούτρα να ξανακοιταξει κανένα πια.
Στη στιγμή πετάχτηκε πίσω τρομαγμένη όταν ένιωσε ένα χέρι πάνω στον ώμο της. Ήταν η Σμαρώ, η γειτόνισσα τους.
-Γεια σας!
-Τι συμβαίνει κορίτσι μου; Γιατί φωνάζει έτσι αυτός;
-Δεν ξέρω. Και δεν ξέρω και τι να κάνω για να φύγει!
-Θέλεις να βγεις έξω; Ή μήπως να πάω να του πω εγώ κάτι;
-Ω ναι, ναι αν δεν σας είναι κόπος. Πείτε του, πως έχω φύγει από το χωριό και δεν θα ξαναγυρίσω.
-Καλά. Πηγαίνω. Εσύ μείνε εδώ και ηρέμησε.
Πλησίασε ατάραχη τον Βασίλη και τον κοίταξε θαρρετά στα μάτια.
-Ψάχνεις κάτι παλικάρι μου; Μήπως μπορώ να σε βοηθήσω;
-Ψάχνω την Ευδοκία. Πάνε μέρες που έχει εξαφανιστεί και ανησυχώ. Ξέρετε που είναι;
-Έχει φύγει από το χωριό. Δεν θα ξαναγυρίσει, έτσι μου είπε.
-Δεν θα ξαναγυρίσει; Είστε σίγουρη;
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις!
-Μήπως ξέρετε που πήγε;
-Όχι.
Ο Βασίλης γύρισε και κοίταξε τον Κλεάνθη.
-Μα έφυγε χωρίς να τον πάρει μαζί της;, είπε δείχνοντας τον με τα μάτια.
-Τώρα θα τον έπαιρνα εγώ. Μου τον έχει αφήσει να τον προσέχω.
-Μάλιστα. Ευχαριστώ πολύ.
Έφυγε άπραγος μα με την ελπίδα ότι θα την έβρισκε. Όλα όμως έδειχναν ότι τίποτα τέτοιο δεν θα συνέβαινε. Ποτέ ξανά...
Η Ευδοκία βγήκε από την κρυψώνα της, ντροπιασμένη.
-Κυρία Σμαρώ συγγνώμη για ότι έγινε. Δεν ξέρω τι να πω. Χίλια συγγνώμη!
-Δεν πειράζει κορίτσι μου, δεν έγινε και τίποτα. Είδες όμως; Τον έδιωξα. Μην φοβάσαι, είναι εντάξει τώρα.
-Τι θα κάνω. Δεν μπορώ να συνεχίζω να μένω στο σπίτι μου! Μπορεί να ξαναέρθει.
Η ερώτηση της ήταν ριτωρική και αν δεν βρισκόταν κοντά της η Σμαρώ δεν θα την άκουγε καθόλου.
-Ε τότε έλα στο δικό μου! Θα είμαστε μια χαρά εμείς οι δύο. Θα έχω και κάποιον να μου κάνει παρέα, δεν θα μιλάω με την φωτογραφία του Στάθη μου και με τέσσερις τοίχους!, της απάντησε αστειευόμενη.
Είχε χάσει πρίν χρόνια τον άντρα της όμως ο πόνος ήταν αφόρητος όπως και η μοναξιά.
-Καλά. Θα πάω να μαζέψω τα πράγματα μου και θα έρθω...

Το μέντιουμ {TYS_GR}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora