~Τύχη;~

194 49 5
                                    

Γεια σας φίλοι μου! Πως είμαστε; Ελπίζω καλά. Μην ξεχνάτε να είστε πάντα αισιόδοξοι. Ξέρω πως αυτό δεν είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Από το επόμενο όμως θα αρχίσει η πραγματική δράση. Μείνετε μαζί μου. Καλή ανάγνωση.

Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Όμως της φάνηκαν χρόνια πολλά. Το φορτηγό όλο τρανταζόταν κι εκείνη κρατούσε την ανάσα της. Για πόσο ακόμα; Είχε μαζευτεί σε μια γωνία πίσω από το μεγάλο κιβώτιο, προσπαθώντας να μην κάνει καθόλου θόρυβο. Ο οδηγός, αμέριμνος άκουγε μουσική και σφύριζε χαρούμενα. Αχ, Παναγία μου τι μπάσα φωνή που είχε! Έκλεισε τ' αυτιά, να μην τον ακούει.

Ξαφνικά το όχημα σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε και άκουσε φωνές. Που να βρισκόταν άραγε; Ένας δυνατός κρότος και το πρώτο πρώτο κιβώτιο μετακινήθηκε. Ύστερα από λίγα λεπτά άκουσε πάλι φωνές. Το δικός της κιβώτιο κουνήθηκε και της κόπηκε η ανάσα. Τώρα, θα την ανακάλυπτε. Και μετά; Ζάρωσε στη γωνιά της. Περίμενε.

Αλλά τίποτα. Σιωπή για λίγο. Είχε γλιτώσει και μάλλον σε λίγα λεπτά το ταξίδι θα ξεκινούσε πάλι. Για μια στιγμή χαλάρωσε. Ήταν πολύ τυχερή. 

Κι όμως...το μπροστινό κιβώτιο κουνήθηκε πάλι και έφυγε από μπροστά της. Ένας άντρας την κοιτούσε έκπληκτος. Παναγία μου! Έμεινε να τον κοιτάζει κι εκείνη.

-Τι, τι κάνεις εσύ εδώ;

-Μισό λεπτό, μην φωνάζετε, θα σας εξηγήσω, είπε πάνω στην ταραχή της. Αλλά κατάλαβε ότι ήταν απλά χάσιμο χρόνου. Τι να του έλεγε; Ότι την κυνηγούσε η αστυνομία και είχε βρεθεί στο φορτηγό του; Λέγεται κάτι τέτοιο; 

Δεν το σκέφτηκε καν. Πετάχτηκε και έσπρωξε με φόρα τον οδηγό. Εκείνος που δεν το περίμενε παραπάτησε. Η Μέλπω δεν στάθηκε ούτε λεπτό. Άρχισε πάλι να τρέχει.

-Ε, που πας; Έλα εδώ!, φώναζε ο άγνωστος άντρας αλλά εκείνη ήταν ήδη μακριά...

Ξανά μανά από την αρχή. Με την μόνη διαφορά ότι γύρω της έβλεπε χωράφια και όχι λεωφόρους. Αριστερά της είδε πάλι μια ταμπέλα. Έγραφε: Καπανδρίτι.

Την περιοχή δεν την ήξερε, δεν είχε ξανάρθει. Της ήταν παντελώς αδιάφορο όμως αυτό. Για πόσο θα έτρεχε; Οι δυνάμεις της πάλι λιγόστεψαν και ένιωσε να καίγεται κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. 

Εκείνη δεν το ήξερε, αλλά μετά από λίγο είχαν περάσει είκοσι πέντε λεπτά που έτρεχε και περπατούσε. Σίγουρα είχε φύγει από το Καπανδρίτι. Που είχε βρεθεί όμως; 

Ξαφνικά είδε μπροστά της κάτι... σαν εκκλησία; Προχώρησε πιο γρήγορα για να δει καλύτερα. Το μάτι της έπεσε πάλι σε μια ταμπέλα. 

Μοναστήρι λοιπόν! Επιτάχυνε το βήμα της. Ήταν πραγματική τύχη που κατάφερε να το βρει γιατί σίγουρα οι μοναχές δεν θα της αρνιόταν τη βοήθεια τους.

-Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, ψιθύρισε.

Μόλις έφτασε, χτύπησε την πόρτα λαχανιασμένη. Μετά από λίγα λεπτά άνοιξε ένα παραθυράκι. Δυο σκούρα καστανά μάτια την κοίταξαν απορημένα.

-Παρακαλώ;

-Βο... βο...ήθεια, ψέλλισε και μετά...σκοτάδι. Χάθηκε ο κόσμος από τα μάτια της...



Το μέντιουμ {TYS_GR}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant