~Τα πρώτα χρόνια~

140 46 2
                                    

Η Λεμονιά κοιτούσε το μωρό που κοιμόταν ήσυχα στην κούνια του. Σε ποιον να έμοιαζε άραγε; Κοιτώντας το πιο προσεκτικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μάλλον έφερνε πιο πολύ στον πατέρα, τον Λευτέρη.

Με τον Λευτέρη δεν είχαν παντρευτεί. Την είχε παρατήσει χωρίς να ξέρει ότι είναι έγκυος, είχε φύγει και από το χωριό. Ένας Θεός ξέρει που πήγε.

Τον γνώριζε από μικρό, ήταν γείτονες. Τον μεγάλωνε η θεία του γιατί είχε μείνει ορφανός. Όμως όταν τελείωσε ο πόλεμος κι εκείνη πίστευε ότι επιτέλους θα αρραβωνιαστούν, έμαθε όταν ήταν έγκυος. Την ίδια περίοδο εξαφανίστηκε ο Λευτέρης και η θεία του, έμεινε κατάκοιτη στο κρεβάτι.

Οι γονείς της είχαν πεθάνει και τα άλλα τρία αδέρφια της, σκόρπισαν στους πέντε ανέμους.

Ήταν η μικρότερη στην οικογένεια, το στερνοπούλι τους. Τ' αδέρφια της, όλα αγόρια, την πρόσεχαν σαν τα μάτια τους.

Με τον Λευτέρη είχαν μεγαλώσει μαζί και όλοι έλεγαν πως θα παντρευτούν. Να όμως που ο καιρός τα έφερε έτσι και οι γονείς της πια δεν ζούσαν, ο Λευτέρης εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης.

Αποφάσισε να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της. Άλλους συγγενείς δεν είχε στο χωριό κι έμενε μόνη της, σ' ένα έρημο σπίτι χωρίς να υπάρχει κάποιος να νοιαστεί για εκείνη.

Το παιδί πήρε το όνομα της μητέρας της, Ευδοκία. Ήταν σπάνιο όνομα, της άρεσε.

Φυσικά οι χωριανοί δεν έχασαν την ευκαιρία να ρωτήσουν για τον πατέρα. Τους είπε πως είχε πεθάνει στον πόλεμο, δεν μπορούσε να πει την αλήθεια. Γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν αμαρτία να γεννάς παιδί εκτός γάμου. Τουλάχιστον θα θεωρούσαν τον Λευτέρη ήρωα και εκείνη, θα την επαινούσαν που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Ναι, τώρα όλοι την σέβονταν κι αυτό χάρη στο ψέμα που είχε πει. Σιγά το πράγμα.

Το σπίτι που έμενε με τους γονείς και τ' αδέρφια της βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Ίσα που μπορούσε να συντηρήσει τον εαυτό της και το μωρό με αυτά τα λίγα λεφτά που έπαιρνε όταν πήγαινε σε πλούσια σπίτια και ξενόπλενε.

Όμως όσο μεγάλωνε το παιδί τόσο πιο πολλές ανάγκες είχε. Και ρωτούσε, ρωτούσε συνεχώς. Αναγκάστηκε να της πει το ίδιο ψέμα που είπε και στους χωριανούς: ο πατέρας της είχε πεθάνει στον πόλεμο.

Η Ευδοκία τελείωσε μόνο το δημοτικό. Δεν μπορούσε να συνεχίσει, όπως επέμενε η μητέρα της, κι ας ήταν άριστη μαθήτρια.Έπρεπε να κάτσει στο σπίτι να κάνει κάποιες δουλειές για να μην επιβαρύνεται η Λεμονιά.

Τα χρόνια της φτώχειας και της στέρησης είναι δύσκολα αλλά δυσκολεύουν ακόμα πιο πολύ όταν χτυπά την πόρτα σου ο θάνατος...

Το μέντιουμ {TYS_GR}Onde histórias criam vida. Descubra agora