ΑΣ ΠΑΙΞΟΥΜΕ

2.6K 263 17
                                    

Μάνος

Βγήκα από το σπίτι και περπάτησα μέχρι την αποθήκη, ψάχνοντας εκείνο το σημείο πίσω από το σπίτι, ανάμεσα στα δέντρα. Έκατσα στον κορμό ενός κομμένου δέντρου και άναψα το τσιγάρο που ώρα στριφογύριζα ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Άφησα τον καπνό να γεμίσει τα πνευμόνια μου και έκλεισα τα μάτια φέρνοντας στο μυαλό μου την εικόνα της.

Τα πλούσια καστανά μαλλιά της που έπεφταν γύρω από το λαιμό της μέχρι κάτω από το στήθος, εκείνα τα δυο της μάτια που μου θύμιζαν τον καταγάλανο ουρανό. Χανόμουν μέσα τους, έχοντας πλήρη πρόσβαση στην ψυχή της. Τα ζουμερά, ροδαλά χείλη της που ένας Θεός ξέρει πόσο πολύ θέλω να τα δαγκώσω. Να τα γευτώ, να τα νιώσω να αγγίζουν το σώμα μου. τα έντονα ζυγωματικά της, το υπέροχο πλατύ χαμόγελό της, το τετραγωνισμένο πηγούνι της. Το λεπτό λαιμό της, το μπούστο της, τη λεπτή μέση της, τις καμπύλες των γλουτών της. Ω αυτή η κοπέλα με έχει τρελάνει. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά της.

«Σβήσε αυτό το σατανά παιδί μου!», άκουσα τη φωνή της Φρόσως και μου έδωσε ένα τασάκι. Έσβησα χαμογελώντας το τσιγάρο και εκείνη με τράβηξε σε μία αγκαλιά. «Γιατί καμάρι μου κάνεις τόσες βλακείες;», με ρώτησε και δεν ήξερα τι να της απαντήσω.

«Δεν ξέρω, Φροσάκι μου!»

«Φοβάσαι, Μάνο! Και κάνεις λάθος να φοβάσαι! Ο έρωτας δε θέλει δειλία. Θέλει θάρρος και πυγμή. Διεκδίκησέ την!»

«Μακάρι να μου ήταν τόσο εύκολο!»

«Έλα μέσα να φάμε! Έχω ετοιμάσει φαγητό.», μου είπε και την ακολούθησα μέσα. Πήρα ένα φλιτζάνι και έβαλα από το τσάι που είχε έτοιμο και έκατσα στο τραπέζι. Εκεί καθόταν οι φίλες της, μα όχι εκείνη. Συνέχισα να πίνω το τσάι μου αγνοώντας τις συζητήσεις τους, περιμένοντας εκείνη να εμφανιστεί.

Μετά από μερικά λεπτά εκείνη μπήκε μέσα κρατώντας ένα μπολ, μάλλον με τη σαλάτα και την ψωμιέρα με το φρέσκο ψωμί. Τα μάτια της με κάρφωσαν και ένιωσα ένα σκίρτημα μέσα μου. Σκόνταψε, χάνοντας την ισορροπία της και πετάχτηκα πάνω να την βοηθήσω. Έπιασα τη μέση της και εκείνη ανασήκωσε τον κορμό της βρίσκοντας πάλι την ισορροπία της.

«Πρόσεχε! Θα μπορούσες να χτυπήσεις!», μουρμούρισα και πήρα τα πιάτα ακουμπώντας τα στο τραπέζι. Γύρισα προς το μέρος της και ήταν ακόμα ακίνητη με τα χέρια στον αέρα. Στένεψα τα μάτια μου και τότε η Φρόσω μπήκε μέσα τραβώντας την προς την κουζίνα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έκατσα πάλι στο τραπέζι παίζοντας αμήχανα με το τραπεζομάντηλο.

Ο Αγριάνθρωπος #wattys2016Место, где живут истории. Откройте их для себя