ΒΟΥΝΟ

2.5K 251 77
                                    

«Έχουμε πολύ ακόμα;», ρώτησα όταν άνοιξα τα μάτια του. Συνειδητοποίησα ότι με είχε πάρει ο ύπνος καθώς ο Κώστας οδηγούσε. Δεν είχα κοιμηθεί καλά χθες το βράδυ και είχε αρχίσει να νυχτώνει.

«Όχι. Σχεδόν φτάνουμε, απλά θα πρέπει να περπατήσουμε. Θα κουβαλήσω εγώ την τσάντα, αλλά πρέπει να είσαι προσεκτική. Γλιστράει.»

«Εντάξει. Πόση ώρα κοιμάμαι;»

«Περίπου μισή ώρα. Σε ένα τέταρτο θα σταματήσω. Είσαι σίγουρη ότι ο Μάνος είναι πάνω;»

«Όχι!», μίλησα ειλικρινά. Δεν είχα ιδέα ότι είναι στο βουνό. Η κυρία Φρόσω με ετοίμασε. Με βοήθησε να βάλω όσο πιο χοντρά ρούχα μπορούσα σε ένα μεγάλο σάκο του Μάνου και μου έδωσε και μερικά δικά του. Μετά μου έβαλε φαγώσιμα σε σακίδιο το οποίο φορτώθηκα στην πλάτη μέχρι το σπίτι του Κώστα.

Έξω χιόνιζε. Όχι πολύ. Ίσα που έριχνε. Έμοιαζε με σκόνη. Απαλό, λευκό χιόνι. Φοβόμουν. Δεν ήξερα τι θα αντιμετώπιζα. Φοβόμουν έτσι κι αλλιώς στην ιδέα ότι θα πάω στο βουνό μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, πόσο μάλλον γνωρίζοντας ότι θα είμαι με τον Μάνο.

«Φτάσαμε!», μου ανακοίνωσε και σταμάτησε το αυτοκίνητο. Δεν έβλεπα κανένα καλυβάκι και τον κοίταξα ανήξερη. «Πάνω!», μου έδειξε στην κορυφή του βουνού και ξεροκατάπια.

«Και πώς θα πάμε εκεί;»

«Περπατώντας. Θα κουβαλήσω εγώ τα πράγματα. Πάρε αυτό.», μου έδωσε μία σφυρίχτρα. «Θα σε αφήσω πριν την καλύβα, γιατί έχω μπλεξίματα με τον Μάνο. Σε έφερα για χάρη της κυρίας Φρόσως. Αν δεν είναι πάνω, ή χρειαστεί να φύγεις θα σφυρίξεις. Έχεις είκοσι λεπτά μέχρι να κατέβω ξανά κάτω. Μετά θα φύγω.»

«Εντάξει. Πάμε;»

«Ναι!», βγήκε από το αυτοκίνητο και τον ακολούθησα. Φορτώθηκε τις δύο τσάντες και με βοήθησε να ανέβω. Μου έδωσε τον φακό και τον άνοιξα φωτίζοντας τον δρόμο. Έκανε κρύο. Ένιωθα να χαστουκίζει το πρόσωπό μου, να τσιμπά το σώμα μου, αλλά δεν με ένοιαζε. Μόνο εκείνος. Μόνο εκείνος με ένοιαζε.

Περπατούσα και περπατούσα για κάμποση ώρα. Είχε βραδιάσει. Τα πόδια μου γλίστραγαν στο χιόνι και πολλές φορές σκόνταφτα, αλλά γρήγορα έβρισκα την ισορροπία μου ακολουθώντας τον Κώστα. Ξαφνικά σταμάτησε αναγκάζοντάς με να πέσω πάνω του. Δεν κουνήθηκε ούτε πόντο, έτσι κατέληξα στο χιόνι. Με βοήθησε να σηκωθώ και μου έδειξε προς το καλυβάκι. Ήταν πέτρινο με ξύλο σε πολλά σημεία. Μου έδωσε τις τσάντες και αφού με βοήθησε να ισορροπήσω και μου θύμισε την σφυρίχτρα άρχισε να κατεβαίνει.

Ο Αγριάνθρωπος #wattys2016Where stories live. Discover now