ΠΡΟΔΟΣΙΑ

2.1K 228 148
                                    


Μάνος

Άνοιξα τα μάτια μου και ένιωσα το κορμί μου να πονάει. Α ρε Νάντια ελπίζω να αξίζει! Δεν είχαν περάσει πολλές ώρες από την ώρα που είχα ξυπνήσει. Εκείνη ήταν δίπλα μου από την αρχή προσπαθώντας να μου εξηγήσει και να με πείσει. Δεν ήθελα να την αφήσω. Μα δεν μπορούσα και να την σταματήσω.

«Μάνο;», άκουσα τη φωνή της και το χέρι της πέρασε μέσα από τα μαλλιά μου. Ένιωσα το βαρύ πετράδι στο δάχτυλό της και ξεφύσησα. Το είχε κάνει. Πεισματάρα!

«Το έφερες να μου το μοστράρεις;», ρώτησα και τράβηξε το χέρι της κρύβοντάς το πίσω από την πλάτη της. Χαμογέλασα ειρωνικά και ένιωσα τα πλευρά μου να με τραβάνε. Να πάρει με είχαν σαπίσει.

«Σε παρακαλώ, προσπάθησε να με καταλάβεις.», μουρμούρισε και άφησε τα χείλη της στα δικά μου. Πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά της και την τράβηξα να κολλήσει πάνω μου. Τα χείλη μας άνοιξαν και οι γλώσσες μας άρχισαν ένα ατελείωτο παιχνίδι.

«Σε θέλω!», ψέλλισα ανάμεσα στο φιλί και εκείνη χαμογέλασε.

«Κι εγώ, μωρό μου, αλλά κάνε υπομονή!», μου είπε και άφησε ένα ακόμα φιλί στα χείλη μου. «Τώρα άλλαξε ύφος γιατί θα έρθει η Ανδρονίκη!»

«Θέλω να την σπάσω στο ξύλο. Πρώτη φορά θέλω να χτυπήσω γυναίκα.»

«Σσς! Σε αγαπάω!», μουρμούρισε και η πόρτα άνοιξε. Μία ψευτοδακρυσμένη Ανδρονίκη μπήκε μέσα και αλλάξαμε αμέσως ύφος.

«Μάνο!», μουρμούρισε και οι αναμνήσεις ήρθαν στην επιφάνεια.

***

Περπάτησα στον διάδρομο προς το γραφείο του και έφτασα έξω από την πόρτα. Η γραμματέας του έλειπε και χθες και σήμερα. Ήλπιζα ότι σήμερα θα ήταν πιο ήρεμος και θα προσπαθούσε να με ακούσει. Ήταν αδερφός μου και μπορεί να είχαμε χαθεί εξαιτίας του πατέρας μας μα τον αγαπούσα. Και έπειτα ήταν και η Ανίτα. Ήθελα τόσο να την δω. Να την σφίξω στην αγκαλιά μου. Το χέρι μου άγγιξε το πόμολο και άνοιξα την πόρτα. Το θέαμα με άφησε παγωμένο στη θέση μου. Δεν μπορεί.

«Πιο γρήγορα!», την άκουσα να βογκάει καθώς το σώμα της κλυδωνιζόταν πάνω στο γραφείο.

«Έτσι σε πηδάει αυτός;», ρώτησε εκείνος μα εκείνη δεν απάντησε. «Λέγε μωρή! Έτσι σε πηδάει ο μαλάκας ο αδερφός μου;», τη ρώτησε και έπιασε άγρια το πρόσωπό της φιλώντας αχόρταγα τη χείλη της. Εκείνα τα χείλη που θεωρούσα δικά μου. Εκείνα τα χείλη που με φιλούσαν τα βράδια πριν κοιμηθούμε αγκαλιά. Εκείνη τα χείλη που χάριζαν φιλιά στο κορμί μου. Φιλιά ενός Ιούδα.

Ο Αγριάνθρωπος #wattys2016Onde histórias criam vida. Descubra agora