ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

3.8K 295 108
                                    


***

Έκλεισα τα μάτια για μερικά μόνο δευτερόλεπτα και ένα δάκρυ κύλησε. Δεν μπήκα στον κόπο να το σκουπίσω. Ήταν το σημάδι μου. Το σημάδι μου σε εκείνον.

Προχώρησα προς τον Πέτρο και πλησίασα πρώτα τον πατέρα μου. Τύλιξε τα χέρια του γύρω μου και έσκυψε να με φιλήσει. «Άλλαξε ύφος και χαμογέλα.», μουρμούρισε και ήθελα να βάλω τα κλάματα. Σειρά είχε η μαμά μου. Κι εκείνη ντυμένη στα μαύρα. Κάτω από το μακιγιάζ της διέκρινα το μελανιασμένο μάτι της. Την είχε χτυπήσει. Γιατί την είχε χτυπήσει πάλι; Νόμιζα ότι είχε σταματήσει να την χτυπάει; Μου το είχε υποσχεθεί. Και εκείνη; Εκείνη μου ορκιζόταν ότι τώρα όλα ήταν καλά. Έκλεισε ελαφρά τα μάτια της προσπαθώντας να αποτρέψει τα δάκρυα να γλιστρήσουν από τα μάτια της. Έπιασε τους ώμους μου και με αγκάλιασε σφιχτά. «Φύγε από εδώ!», ψιθύρισε και ένιωσα ένα χαρτάκι να γλιστράει στα χέρια μου.

«Εσύ φύγε μαμά.», της ψιθύρισα και τύλιξε τα χέρια της γύρω μου σφίγγοντάς με.

«Αν δεν φύγεις Νάντια, θα γίνεις δυστυχισμένη. Φύγε και θα έρθω να σε βρω.»

«Δεν―»

«Μην τον σκέφτεσαι τον πατέρα σου. Εκείνος δεν σε σκέφτηκε.»

Πήρα μια βαθιά ανάσα και πλησίασα το Πέτρο. Τα χείλη του άγγιξαν ελαφρά τα δικά μου και γυρίσαμε στον ιερέα. Εκείνος άρχισε να μιλάει μα το μυαλό μου γυρνούσε σε εκείνες τις μέρες στο βουνό. Τότε που ο Μάνος με έκανε ευτυχισμένη.

Ευτυχία δεν είναι αυτό, μικρή. Αν ψάξεις μέσα σου θα δεις ότι ευτυχισμένη δεν ήσουν ποτέ μαζί του. Που είναι η ένταση; Το πάθος; Πού; Πότε σε έκανε να ανατριχιάζεις αυτός ο άνθρωπος; Να σε αγγίζει και να καίγεσαι; Να ακούς την φωνή του και να παύει ο κόσμος να μιλά γύρω σου; Να ξεχωρίζεις το άγγιγμά του ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα; Να κουμπώνει το κορμί σου με το δικό του σαν να ήταν δυο μισά που έγιναν ολόκληρα; Πότε τα ένιωσες αυτά με τον Πέτρο;

«Ποτέ!», μουρμούρισα στον εαυτό μου και σήκωσα το κεφάλι να αντικρίσω τον ιερέα. Συνέχιζε να μιλάει. Άνοιξα διακριτικά το χαρτάκι που μου έδωσε η μαμά μου. Έχω δώσει στη Φρόσω τα πράγματά σου. Φύγε! Γύρισα προς τον Πέτρο. Δεν τον αγαπούσα. Δεν τον αγαπούσα, που να πάρει και να σηκώσει. Ποτέ! Ποτέ δε θα με έκανε ευτυχισμένη.

«Οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω!»

«Σταματήστε!», ούρλιαξα.

Ο Αγριάνθρωπος #wattys2016Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang