Είχαν περάσει έξι ώρες από τη συνάντησή της με το Φιλίπ και ο ήλιος είχε αρχίσει πλέον να δύει. Η Μπεατρίς έμεινε περίπου δύο ώρες στο γραφείο της αφότου έφυγε και την άφησε να σιγοβράζει στην ατυχία της. Προσπάθησε μάταια να ηρεμήσει και τελικά αποφάσισε να δώσει ρεπό στον εαυτό της για το υπόλοιπο της ημέρας.
Από τη στιγμή που ο Φιλίπ φταίει για όλα όσα μου συμβαίνουν, σκέφτηκε, δεν θα τον πείραζε να μη δουλέψω άλλο για το υπόλοιπο της ημέρας.
Καθόταν μπροστά από το τζάκι στο πατρικό της σπίτι τυλιγμένη μέχρι το λαιμό με κουβέρτες. Στο τραπεζάκι μπροστά της είχε αφημένη μια μισογεμάτη κούπα με ζεστή σοκολάτα. Τα φώτα ήταν σβησμένα και το μόνο φως που έφεγγε το χώρο γύρω ήταν αυτό που έβγαινε από τη φωτιά στο τζάκι. Η φλόγα τρεμόπαιζε με ένα δικό της μοναδικό ρυθμό και έδινε σχήμα στα έπιπλα τριγύρω.
Η φωτιά στο τζάκι την έκανε να νιώθει πολύ όμορφα. Από μικρή συνήθιζε να κάθετε εκεί με τις ώρες. Οι κόκκινες φλόγες έκαναν όλα της τα προβλήματα να εξαφανιστούν. Τίποτα δεν είχε σημασία όταν ήταν χαμένη μέσα τους. Αλλά τώρα είχε έρθει ο ενοχλητικός κόμης Ντε Λεκλέρ να της διαταράξει την ηρεμία.
Το τζάκι ήταν μεγάλο και γωνιακό, χτισμένο με καστανοκόκκινα πυρότουβλα που ξεχώριζαν μεταξύ τους με μαύρη μπογιά στους αρμούς. Λίγα εκατοστά πιο δίπλα ήταν τοποθετημένα τα εργαλεία με τα οποία η Μπεατρίς σκάλιζε τη φωτιά. Επάνω από την εστία, σε ένα μαρμάρινο λευκό ράφι, υπήρχαν φωτογραφίες από τα παιδικά της χρόνια. Σε μία από αυτές, ήταν οι γονείς της αγκαλιά όταν ήταν παιδιά. Όλοι έλεγαν ότι θα παντρεύονταν όταν μεγάλωναν. Έτσι και έγινε.
Κοίταζε γύρω της και εικόνες από τα παιδικά της χρόνια εισέβαλαν στο μυαλό της. Όλα ήταν τόσο ήρεμα και τόσο αθώα τότε. Ο μόνος άνδρας που είχε ανάγκη, το στήριγμα της, ήταν ο αγαπημένος της πατέρας. Κάθε φορά που αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα εκείνος το έλυνε πάντα τόσο εύκολα. Έκανε το κάθε σοβαρό πρόβλημα να μοιάζει ασήμαντο. Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει εάν ήταν η στρατιωτική του πειθαρχία ή κάποιο άλλο εσωτερικό χάρισμα. Το σημαντικό ήταν ότι βρισκόταν εκεί κάθε φορά που τον είχε ανάγκη.
Για εκείνη, αντιθέτως, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Από τότε που πέθαναν οι γονείς της κάθε εμπόδιο που παρουσιαζόταν μπροστά της έμοιαζε τεράστιο και κόντευε να την πνίξει. Πνιγόταν σε μια κουταλιά νερό, όπως έλεγε χαϊδευτικά ο πατέρας της. Όσες φορές κι αν προσπάθησε να αντιγράψει τις μεθόδους του, όπως να φαντάζεται τον εαυτό της σαν εξωτερικό παρατηρητή ή να χωρίζει το πρόβλημα σε ενότητες και να τις λύνει μια προς μία, απέτυχε. Απλά δεν ήταν καλή σε αυτόν τον τομέα.
YOU ARE READING
Η Καρδιά Του Κόμη.
RomanceΟ νεαρός Κόμης Ζαν-Πιερ Φιλίπ Λεκλέρ μετά το θάνατο του αδελφού του έχει κλειδώσει την καρδιά του και έχει πετάξει το κλειδί έχοντας καταδικάσει τον εαυτό του σε ένα αιώνιο βασανιστήριο τύψεων. Από την άλλη, η Μπεατρίς Μαρτινώ προσπαθεί να συνεχίσει...