<<Τι έπαθες,είσαι εντάξει;>>ρώτησε κοιτώντας με ένα ανησυχητικό βλέμμα.
<<Εεε ναι καλά είμαι.Πάω μέσα.>>είπα προσπαθώντας να μην χάνω τα λόγια μου.
<<Μήπως θες να μου πεις κάτι αλλά ντρέπεσαι;>>
<<Όχι.Γεια.>>
<<Για μισό λεπτό!>>
Ωχ!Δεν μου αρέσει αυτό.Λες να κατάλαβε ότι τον παρακολουθούσα;Ψυχραιμία Δανάη.Αν τρέμεις σαν το ψάρι σίγουρα θα το καταλάβει.
<<Τι είναι;>>είπα προσπαθώντας να το παιξω σοβαρή.
<<Έχω ετοιμάσει μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα.Θες να φας μαζί μου;>>*Δανάη*
Προτού προλάβω να απαντήσω η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε η Ελένη με ένα σωρό σακούλες στα χέρια της.Μας υποδέχτηκε και τους δυο με ένα ζεστό χαμόγελο και ύστερα μας φίλησε στο μάγουλο.Ένα παράξενο συναίσθημα δημιουργήθηκε.Ύστερα άφησε τις σακούλες και έβγαλε φρεσκοπλυμένα πιάτα από το πλυντήριο για να σερβίρει το φαγητό που μαγείρεψε ο Πέτρος.Κάθισα στην καρέκλα και παρατηρούσα αμίλητη μια τον Πέτρο και μια την Ελένη.Μοιάζουν καλοί άνθρωποι,όμως είναι λίγο παράξενοι.Λένε πως οι πλούσιοι είναι κακοί άνθρωποι.Ελπίζω να μην ισχύει αυτή η φήμη για αυτούς.Σταμάτησα τις σκέψεις μου μόλις αντίκρισα το πιάτο που προσγειώθηκε μπροστά μου.Φαίνεται υπέροχο.Δοκίμασα μια μικρή μπουκιά αρχικά και ύστερα έπαιρνα όλο και μεγαλύτερες.Τα φαγητά τους είναι πεντανόστιμα.Τελικά ξέρει να μαγειρεύει καλά.<<Δανάη μου,σήμερα όσο έλειπα από το σπίτι πήγα για ψώνια και σου πήρα κάτι πανέμορφα ρουχάκια που πιστεύω ότι θα σου ταιριάζουν πολύ.Α σε έγραψα και στο ιδιωτικό σχολείο που σου έλεγα!>>είπε η Ελένη με ένα τεράστιο χαμόγελο.
<<Μα δεν ήθελα καινούρια ρούχα.Πότε ξεκινάω το σχολείο;>>
<<Αύριο στις 8:00.Φυσικά και ήθελες.Σου είχα πει ότι τώρα είσαι σε καινούριο μέρος και εμείς έχουμε αλλους κανόνες,άλλο τρόπο ένδυσης.Αυτά τα ρούχα που φοράς είναι τελείως παιδικά και ξεπερασμένα για την ηλικία σου.Δεν θα μου άρεσε να σε κοροϊδεύουν τα άλλα παιδάκια.Οπότε πάρε τις σακούλες,δοκίμασε τα ρούχα που σου πήρα και αποφάσισε ποια θα βάλεις αύριο,εντάξει καρδιά μου;>>
<<Εντάξει.>>είπα κάπως παραπονεμένα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου.<<Και τώρα οι δυο μας!>>είπε η Ελένη στον Πέτρο πονηρά.
<<Για να με κοιτάς εσύ έτσι κάτι έγινε,κάτι θες να μου πεις.>>
<<Πως με ξέρεις ρε μωρό μου!Λοιπόν άκου μίλησα με τον αδερφό σου.Του είπα για αυτό το θαυμάσιο νέο και είπε ότι θέλει να μας επισκεφτεί.>>είπε χαμογελώντας.
<<Τι;Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα!>>
<<Γιατί αρπάζεσαι ρε μωρό μου;>>
<<Γιατί ξέρεις τις σχέσεις που έχω με τον αδερφό μου.Αμάν ρε Ελένη ποιος σου είπε να τον πάρεις τηλέφωνο δηλαδή;Γιατί κάνεις πράγματα προτού με ρωτήσεις;>>είπε ο Πέτρος φανερά εκνευρισμένος.
<<Έλεος ρε Πέτρο.Αδερφός σου είναι όχι εχθρός σου.Ένα τέτοιο νέο δεν κρυβόταν.Δεν θα κάνει κανένα έγκλημα απλά θα έρθει να μας δει και να γνωρίσει την ανιψιά του.Στο είπα για να το ξέρεις.Αύριο κατά το μεσημεράκι θα έρθει.>>
<<Καλά,πάω κάπου.Θα γυρίσω σε λίγο.>>είπε φεύγοντας χωρίς να την κοιτάξει.
<<Που πας;>>ρώτησε αλλά είχε φύγει ήδη.