Έρωτας και θάνατος

724 48 15
                                    

Η νύχτα ήταν ήρεμη. Η σιωπή έπεφτε σαν βαριά κουβέρτα στην απεραντοσύνη του ωκεανού, βυθίζοντάς τον σε βαθύ ύπνο. Ολόκληρη η θάλασσα έμοιαζε με φιλάρεσκη γυναίκα που περπατά με χάρη κουνώντας τους γοφούς της, έχοντας πλήρη επίγνωση του αισθησιασμού της.

Η Μεράια παρατηρούσε τον τρόπο που ο ωκεανός ανάσαινε αργά κάτω από τις προεξοχές των βράχων όπου ήταν ξαπλωμένη. Άπλωνε το ολόλευκο χέρι της και χάιδευε με τις άκρες των δαχτύλων της την υγρή αλμύρα της Σέρας.

«Πόσο ήρεμη είσαι σήμερα, Σέρα.» Ψιθύρισε στην θάλασσα και γύρισε ανάσκελα, αφήνοντας την ουρά της να ορθωθεί μέχρι τον ουρανό.

Τα αστέρια λαμπύριζαν πάνω από το κεφάλι της. Τα κοιτούσε νωχελικά, ενώ οι ατελείωτες κουρτίνες των κατάμαυρων μαλλιών της έπεφταν στο παγωμένο νερό και παρασέρνονταν σε ξέφρενους χορούς.

«Παραείναι ήρεμη η Σέρα.» Ακούστηκε μια βαθιά, μα ταυτόχρονα χαρούμενη, ζωντανή φωνή από δίπλα της.

Η Μεράια ανασήκωσε ελαφρώς το κεφάλι. Οι μακριές, πυκνές βλεφαρίδες της έσμιξαν σε μια στιγμή μικρής έκπληξης. Είχε απορροφηθεί από τον φλοίσβο των κυμάτων και τα αστέρια τόσο, που είχε ξεχάσει εντελώς την παρουσία της Αϊλίς.

Γύρισε πάλι με το στήθος προς τον βράχο. Ακούμπησε τους αγκώνες στην σκληρή του επιφάνεια, έφερε το σαγόνι κάτω από τη γέφυρα των ενωμένων της χεριών και την κοίταξε.

Ήταν πανέμορφη. Ξεχώριζε ανάμεσα σε όλες τις Σεράινες. Όλες την ζήλευαν κατά βάθος για τους πορφυρούς βοστρύχους της, τα λεπτά καλοσχηματισμένα χείλη και το στητό της στήθος, που συνήθως επεδείκνυε με το γνωστό τέντωμα του κορμού και το τίναγμα των μαλλιών της προς τα πίσω, ενώ έκανε πως κοιτούσε το παιχνίδισμα των κυμάτων ή κάποιο ψάρι στον βυθό. Μα την μεγαλύτερη ζημιά την έκαναν τα μάτια της. Καταγάλανα και παγωμένα, σαν την ίδια την Σέρα, παιχνιδιάρικα, επικίνδυνα. Πολλοί άντρες είχαν χάσει την ζωή τους χάρη σε αυτά τα μάτια.

Η Μεράια χαμογέλασε με αυτές τις σκέψεις. Έβρεξε τα σαρκώδη της χείλη, ενώ κάλυπτε το κενό ανάμεσά τους. Η Αϊλίς προσποιήθηκε πως δεν αντιλήφθηκε την κίνηση και έμεινε ανάσκελα στα βράχια, να κοιτά τον ουρανό με εκείνα τα παιχνιδιάρικα μάτια. Ωστόσο, όταν η Μεράια έσκυψε από πάνω της, στράφηκε στο μέρος της και της χαμογέλασε πλατιά.

«Η Ρόου είπε πως ένα καράβι βρίσκεται σε δύο μέρες κολύμπι από εδώ.» Είπε και άφησε ένα χαριτωμένο χάχανο.

«Καιρός ήταν. Είχα αρχίσει να βαριέμαι.» Απάντησε στον ίδιο τόνο η Μεράια και ακολούθησε ένα ακόμη χαχανητό από την Αϊλίς.

Η Μεράια έριξε μια αχόρταγη ματιά στην φίλη της. Την γνώριζε από πάντα, είχαν περάσει πάνω από τρεις αιώνες με την συντροφιά της. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο όμορφη όσο εκείνη την στιγμή, εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα, πάνω στα βράχια όπου συνήθιζαν να ξαπλώνουν πριν τον βραδινό τους ύπνο -όταν δεν υπήρχε κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνουν φυσικά, όπως το να χορτάσουν την ακόρεστη πείνα τους για ηδονή και θάνατο με κάποιον άτυχο θαλασσοπόρο.

Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα λαμπερά μαλλιά της Αϊλίς. Έμοιαζαν να έχουν πάρει φωτιά. Ακόμα και το σκοτάδι της νύχτας δεν μπορούσε να κρύψει την βαθιά, πορτοκαλιά τους απόχρωση. Πέρασε αχόρταγα το βλέμμα της από τα καταγάλανα, θαλασσιά της μάτια. Ύστερα κατέβηκε χωρίς βιασύνη στον κατάλευκο, αψεγάδιαστο λαιμό της που θύμιζε μαργαριτάρι, στα σφριγηλά της στήθη που ορθώνονταν σαν βράχια που ξεμύτιζαν από τον ωκεανό και τέλος στην εξαίσια, αστραφτερή ουρά της στην απόχρωση των ρουμπινιών. Γυάλιζε όπως την ανασήκωνε και την κουνούσε αργά και αισθησιακά, καθώς φούντωνε μέσα της η ερωτική της ορμή.

Η Μεράια πλησίασε αργά τα χείλη της στα βελούδινα της Αϊλίς. Την φίλησε αργά, αφήνοντας την ανάσα της να μπλεχτεί με την δική της. Ένιωθε την ολοπόρφυρη ουρά της να αναριγεί και να τινάζεται ελαφρώς, καθώς ξυπνούσε μέσα της για άλλη μια φορά η ασίγαστη δίψα της για έρωτα και θάνατο. Η γλώσσα της χόρεψε με την γλώσσα της Αϊλίς, ενώ τα χέρια της έψαχναν τα στητά, πανέμορφα στήθη της.

Πήρε τα χείλη της από το μαργαριταρένιο χαμόγελο της κοκκινομάλλας φίλης της και τα έφερε απαλά στο λαιμό της. Την φίλησε με όλο το πάθος που είχε μείνει εγκλωβισμένο μέσα της για βδομάδες, ανήμπορο να εκφραστεί, καθώς η Σέρα δεν τους είχε φέρει κανένα δώρο για καιρό.

Η Αϊλίς ανατρίχιασε από τα υγρά φιλιά της. Κατέβηκε ακόμα πιο χαμηλά, περνώντας τα υγρά της χείλη πάνω από τα στήθη της, ρουφώντας απαλά τις ρώγες της. Η Αϊλίς άφησε ένα βαθύ γουργουρητό ευχαρίστησης. Η πορφυρή ουρά της αναζήτησε την γαλάζια ουρά της Μεράια, όσο έμπλεκε τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της μέσα στα βελούδινα, κατάμαυρα μαλλιά της.

Οι ουρές τους ενώθηκαν, συσπειρώθηκαν η μία γύρω από την άλλη, θυμίζοντας φίδια σε ερωτική έξαρση. Οι ανάσες τους βάθυναν, αναζητώντας όλο και περισσότερη ένταση.

Πέρασαν την νύχτα πάνω στα βράχια, η μία στην αγκαλιά της άλλης, αναζητώντας μέσα από τις μπλεγμένες τους ουρές και τις υγρές τους ανάσες την εκπλήρωση του βαθιού, απύθμενου πόθου τους για έρωτα, γνωρίζοντας όμως πως δεν μπορούσαν να τον εκπληρώσουν.

Για αυτό χρειάζονταν δύο πράγματα: ένας άτυχος άνδρας και ο αργός, βασανιστικός θάνατός του.


Η θάλασσα της ηδονήςWhere stories live. Discover now