Οι Σεράινες κολυμπούσαν στο ναυάγιο, περνώντας ανάμεσα από τα ξεσκισμένα καραβόπανα και τα ξεκοιλιασμένα πατώματα του νεκρού πλοίου, αναζητώντας θησαυρούς.
Η Ρόου είχε ήδη σύρει από τα σπλάχνα του πλοίου ένα κλειστό μπαούλο και τώρα επεξεργαζόταν το εσωτερικό του. Έφερνε με το λεπτεπίλεπτο χέρι της τα στρογγυλά νομίσματα κοντά στο πρόσωπό της και τα περιεργαζόταν με ενδιαφέρον. Υπήρχαν και μερικά γυναικεία κοσμήματα με πολύτιμους λίθους, όλα από χρυσό, τα οποία σκόπευε να κρατήσει για τα κρινοδάχτυλά της και τον ηλιοκαμένο της λαιμό.
Κάποιες άλλες έπαιζαν με τις καμάρες που σχημάτιζαν τα σπασμένα κατάρτια. Περνούσαν από κάτω τους κυνηγώντας την άλλη. Καμιά φορά τα μακριά μαλλιά τους μπλέκονταν στις μυτερές προεξοχές των ξύλων, ή οι ουρές τους σκάλωναν στις μικρές οπές, αλλά αυτό δεν τις σταματούσε από το να διασκεδάσουν με το κουφάρι του πλοίου.
Η Μεράια ήταν ξαπλωμένη σε έναν από τους ύφαλους, μισοκοιμισμένη από τον υπνωτιστικό χορό ενός κοπαδιού μεδουσών που την τριγύριζαν και από το χρυσάφισμα του βραχιολιού που είχε σουφρώσει από το χέρι κάποιας άτυχης γυναίκας του πλοίου.
Οι σκηνές του χθεσινού της δείπνου περνούσαν διαδοχικά μέσα από τα νυσταγμένα της βλέφαρα. Τα πλούσια κοραλλένια της χείλη τραβιούνταν στις άκρες και η γλώσσα της γλιστρούσε ασυναίσθητα ανάμεσά τους, σαν να ήταν έτοιμη να γευτεί ξανά το θήραμά της.
Το δείπνο της ήταν ένας άνδρας όμορφος, μελαμψός, γύρω στα είκοσι πέντε λογάριαζε. Με έντονες γωνίες στο πρόσωπο, το οποίο καλυπτόταν από χοντρά, άγρια γένια.
Είχε κοιτάξει βαθιά μέσα στα μάτια του και είχε δει την ψυχή του, λίγο πριν του την κλέψει με το φιλί της. Ήταν μια ψυχή άγρια, σκληρή. Δεν είχε νιώσει ποτέ του οίκτο, αγάπη, συμπόνια. Πρώτη φορά σε τριακόσια χρόνια που ζούσε, έβλεπε έναν άνθρωπο τόσο άκαρδο.
Είχε τραβήξει την ηδονή από μέσα του με περισσή χαρά. Γελούσε άπληστα όσο ρουφούσε την ψυχή από το κορμί του και η ζωτική του ενέργεια τον εγκατέλειπε για να φωλιάσει στα σωθικά της. Έτρεμε ολόκληρη από την απόλαυση, καθώς αισθανόταν την ερωτική ικανοποίηση να καλύπτει κάθε ίντσα του κορμιού της και να την γεμίζει. Κι όταν η εσωτερική ανάγκη της για ηδονή καλύφθηκε στο έπακρο και ο άκαρδος άνδρας κοιτούσε με τα γυάλινα σαν βώλους μάτια του το κενό, άπλωσε τα μυτερά της νύχια στην καρδιά του και τον βύθισε με δύναμη, για να βοηθήσει την Σέρα να τον πάρει κοντά της μια ώρα νωρίτερα. Είδε το κουφάρι του να χάνεται με απερίγραπτη χαρά, ενώ τα στήθη της φούσκωναν από την ένταση και η ουρά της στριφογύριζε μέσα στα κύματα.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Η θάλασσα της ηδονής
RomantizmΑρχές του 19ου αιώνα, Βόρεια Θάλασσα: Μία ομάδα από γοργόνες στοιχειώνουν τον ωκεανό, τρεφόμενες από την σεξουαλική ορμή των θυμάτων τους. Παραδομένες στον πόθο τους για έρωτα και θάνατο, τσακίζουν όσα καράβια είναι αρκετά άτυχα για να διασχίσουν τα...