Η Βασίλισσα καθόταν στον κεντρικό βράχο μαζί με το θήραμά της. Ήταν επιβλητική με το κατάλευκο στέμμα στην κορυφή του κεφαλιού της και με τον πανέμορφο, δυνατό άνδρα δίπλα της. Η γαλάζια ουρά της τυλιγόταν γύρω από την μέση του κτητικά, ενώ του χάριζε απλόχερα τα φιλιά της. Η αδερφή της χάιδευε τα μακριά, εβένινα μαλλιά της, ενώ γέμιζε με χάδια το καλλίγραμμο κορμί της.
Οι Σεράινες αντάλλαζαν χάδια και φιλοφρονήσεις, στολίζοντας η μία την άλλη με όμορφα πράγματα που είχαν βρει στα ναυάγια στον βυθό.
«Τι λες, αδερφούλα; Πώς σου φαίνεται το καινούργιο μου κόσμημα;» Ρώτησε η Μεράια, κοιτώντας την αντανάκλαση της αδερφής της μέσα από τον καθρέπτη χειρός που κρατούσε.
Το πορσελάνινο πρόσωπο της Αϊλίς φωτίστηκε από ένα χαριτωμένο γέλιο. Τίναξε τα πορφυρά μαλλιά της πίσω στους ώμους και πλησίασε. Έχωσε το πηγούνι της στους ώμους της και της απάντησε κοιτώντας στον καθρέπτη.
«Σου πάει πολύ.» Είπε με ειλικρίνεια, χαζεύοντας με θαυμασμό το κομψοτέχνημα που στόλιζε τα σκούρα, μεταξένια μαλλιά της αδερφής της.
«Και για τους νέους νόμους; Τι έχεις να πεις;» Συνέχισε στο ίδιο ύφος η Βασίλισσα, χαμογελώντας στραβά.
Η Αϊλίς γέλασε σαν παιδί και στριφογύρισε την ουρά. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι, έστρεψε τον κορμό και κοίταξε τον ωκεανό μέσα από τις ρουμπινιές μπούκλες της. Ένα καράβι πλησίαζε σε απόσταση δύο ωρών από τα βράχια. Η Ρόου το είχε αναγγείλει ώρες πριν. Όλες περίμεναν τα δώρα της Σέρας με ανυπομονησία. Οι Σεράινες είχαν περάσει πολλά βράδια περιμένοντας τα δώρα τους, μοιράζοντας τις φαντασιώσεις τους στον πυθμένα της θάλασσας. Όλες αναζητούσαν το τέλειο θήραμα, εκείνο που θα μπορούσαν να κρατήσουν δίπλα τους αιώνια, να του χαρίσουν αθανασία και ατελείωτη ηδονή. Όλες συμφωνούσαν πως ο νέος κανόνας ήταν πολύ καλύτερος από τον παλιό.
Η Σέρα είχε δεχτεί την νέα τάξη πραγμάτων χωρίς να φέρει αντίρρηση. Χάριζε τα δώρα της απλόχερα, χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα. Και όταν κάποια ανθρώπινα κορμιά κατέληγαν στην αγκαλιά της τα δεχόταν με ευχαρίστηση. Δεν ζητούσε περισσότερα.
«Καλοί είναι.» Είπε χαριτωμένα η Αϊλίς και έσκασε ένα παιχνιδιάρικο γέλιο καθώς γυρνούσε μπροστά.
Οι δύο αδερφές αντάλλαξαν ένα μακρόσυρτο φιλί, χαϊδεύοντας τρυφερά η μία την άλλη, καθώς ο ήλιος έσβηνε στο βάθος αφήνοντας πορτοκαλιά ίχνη πίσω του.
Ο Χάντερ πλησίασε και μπήκε ανάμεσά τους. Μοίρασε τα χάδια και τα φιλιά του και οι τρεις τους σύντομα παραδόθηκαν στο πάθος τους. Όταν ο θησαυρός του Χάντερ ξεχείλισε και οι δύο αδερφές εκπλήρωσαν τον ασίγαστο πόθο τους, η Μεράια στράφηκε με το βλέμμα ικανοποιημένο και λαμπερό στον ωκεανό. Άπλωσε τα χέρια στο νερό και έπαιξε μαζί του.
Κοίταξε την γαλάζια έκταση με περηφάνια. Η Σέρα έπαιζε με τον αέρα υψώνοντας μικρά υγρά βουναλάκια, αφήνοντας ψευδούς ψιθυρισμούς που δεν σήμαιναν τίποτα. Το εμπορικό πλοίο με τα φουσκωτά πανιά πλησίαζε· ειρωνικά, είχε σκαλισμένη μια γοργόνα στην πρύμνη του.
Η Μεράια χαμογέλασε πλατιά. Όλη αυτή η έκταση ήταν πια δική της. Της ανήκε δικαιωματικά, ήταν το άντρο της και το βασίλειό της. Οτιδήποτε διέσχιζε αυτά τα νερά θα γινόταν δικό της.
Έσυρε την ουρά πάνω στα βράχια και βούτηξε στο δικό της πια, υγρό βασίλειο. Στην δική της θάλασσα.
Την θάλασσα της ηδονής.
YOU ARE READING
Η θάλασσα της ηδονής
RomanceΑρχές του 19ου αιώνα, Βόρεια Θάλασσα: Μία ομάδα από γοργόνες στοιχειώνουν τον ωκεανό, τρεφόμενες από την σεξουαλική ορμή των θυμάτων τους. Παραδομένες στον πόθο τους για έρωτα και θάνατο, τσακίζουν όσα καράβια είναι αρκετά άτυχα για να διασχίσουν τα...