Επανένωση

300 27 1
                                    

Ο Χάντερ κοιμόταν βαθιά, παραδομένος στα όνειρα του θνητού του νου. Οι ανάσες του έπεφταν βαθιές και ζεστές στον λαιμό της Μεράια.

Εκείνη άπλωνε το βλέμμα στον νυχτερινό ουρανό, καθώς χάιδευε με τις άκρες των δαχτύλων της το γυμνό του στήθος. Αναρωτιόταν τι να έκαναν τώρα οι Σεράινες. Τι να είχαν άραγε σκεφτεί για την απουσία της; Ήταν σίγουρη πως θα είχε ήδη προκαλέσει την οργή της Βασίλισσας, η οποία θα είχε ξεσπάσει στα κύματα. Η Ρόου θα είχε σίγουρα προσπαθήσει να την εντοπίσει, αλλά αμφέβαλε πως τα μαγικά της, γαλάζια μάτια μπορούσαν να την βρουν τόσο μακριά.

Μα εκείνη που της έλειπε και γέμιζε τις σκέψεις της πιο πολύ από όλες τις υπόλοιπες, ήταν φυσικά η Αϊλίς. Μια παράξενη μελαγχολία γεννήθηκε μέσα της, καθώς η μορφή της φίλης της διαγραφόταν μπροστά στα μάτια της.

Ένας παράταιρος παφλασμός διέκοψε τις σκέψεις της. Αλλόκοτος, αταίριαστος με το ηχητικό σκηνικό γύρω της, αντίθετος από την κατεύθυνση των κυμάτων.

Η Μεράια άφησε την αγκαλιά του Χάντερ και ανασηκώθηκε. Θέρισε με το βλέμμα την ακτή, αναζητώντας την πηγή του θορύβου. Με την παραμικρή κίνηση που θα έβρισκε πως δεν κολλάει στο σκηνικό, θα ετοίμαζε τα νύχια της και την ουρά της.

Μία σκιά διαγράφτηκε κάτω από την αψίδα των βράχων που καμπύλωνε παράδοξα, ενώνοντας την στεριά με την θάλασσα, θυμίζοντας άλογο που σκύβει στο νερό για να ξεδιψάσει. Η Μεράια έσμιξε τα φρύδια και τύλιξε την ουρά της έτσι ώστε να βρίσκεται σε ετοιμότητα να βουτήξει στο νερό ανά πάσα στιγμή. Έσφιξε τα χέρια της κτητικά γύρω από τους ώμους του Χάντερ, καθώς η σκιά περνούσε κάτω από την αψίδα και πλησίαζε, ταράζοντας την ηρεμία του νερού.

«Ποιος είναι εκεί;» Ακούστηκε η φωνή της Μεράια απειλητική μέσα στη νύχτα. Δεν ένιωθε άνετα έξω από το νερό και τόσο μακριά από το σπίτι της και το κοπάδι της.

«Μεράια...» Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή, γεμάτη νάζι και παράπονο.

Η Μεράια χαμογέλασε και σύρθηκε στην αμμουδιά χωρίς καθυστέρηση. Βούτηξε στο νερό και βρέθηκε κάτω από την πέτρινη αψίδα. Το πορσελάνινο πρόσωπο της Αϊλίς έλαμψε κάτω από το φως του φεγγαριού.

«Αϊλίς!» Φώναξε χαρούμενα και την έκλεισε στην αγκαλιά της.

Στροβιλίστηκαν μέσα στο νερό αγκαλιασμένες, ενώνοντας τις ουρές. Η Μεράια έχωσε το πρόσωπό της μέσα στα πλούσια μαλλιά της Αϊλίς, ενώ φιλούσε τον λαιμό της, σφίγγοντας τα βλέφαρα στην ένταση της επανένωσής τους.

Η θάλασσα της ηδονήςWhere stories live. Discover now