Η μέρα ήταν βροχερή και μουντή. Η καταιγίδα ξάφριζε τον ωκεανό από κάθε ίχνος ηρεμίας. Μουντά σύννεφα κάλυπταν τον ήλιο και η Σέρα ούρλιαζε θυμωμένα, αγριεύοντας με το φύσημα του δυνατού ανέμου. Οι Σεράινες κάθονταν στα βράχια με το κεφάλι στον μουτζουρωμένο ουρανό. Τα μακριά νύχια τους γρατζουνούσαν τις πέτρινες σάρκες, ενώ οι ουρές τους τινάζονταν προς τα πίσω. Η καταιγίδα ξυπνούσε πάντα μέσα τους τα φονικά τους ένστικτα, τάραζε τις καρδιές τους.
Η Μεράια δεχόταν σχεδόν με ερωτικό πάθος τα μαστιγώματα των δακρύων του ουρανού. Οι σταγόνες μούσκευαν τα μαλλιά και το πρόσωπό της, έτρεχαν ποτάμι από τις καμπύλες της στην ουρά της.
Η Αϊλίς αναστέναζε στα δεξιά της, χαϊδεύοντας τις δικές της καμπύλες, με τα χείλη μισάνοιχτα και υγρά.
Η Μεράια μισόκλεισε τα βλέφαρα. Μέσα από τις γρίλιες των μακριών βλεφαρίδων της έβλεπε τις Σεράινες να υψώνουν τα χέρια με τις παλάμες στον ουρανό, να αγγίζουν τα σώματά τους, να κουνούν τις ουρές τους διψασμένα.
Το τραγούδι τους ήταν συγχρονισμένο, ερωτικό και οργισμένο. Η Σέρα είχε καθυστερήσει τα δώρα της κι εκείνες ήταν υποχρεωμένες να περιμένουν. Αλλά δεν ήταν φημισμένες για την υπομονή τους. Η φλόγα στα σωθικά τους δυνάμωνε, αναζητούσε πάθος και σύγκρουση.
Η Βασίλισσα έβγαλε έναν αλλόκοτο ήχο που έσχιζε τα αυτιά. Υπόκωφο μα και τόσο δυνατό σε ένταση που αν υπήρχαν γυαλιά εκεί τριγύρω θα είχαν γίνει θρύψαλα. Άνοιξε τα χέρια της στο πλάι και οι τρεις αδερφές της πλησίασαν αργά, χωρίς να σταματούν το τραγούδι τους. Η Ελάι και η Λόα, ίδιες σαν δύο σταγόνες νερό με τις μαύρες ουρές τους και τα ασημιά μαλλιά στάθηκαν στα πλάγια της. Η Χάιε με τα κατάμαυρα μαλλιά και την σκούρα μπλε ουρά στάθηκε πίσω της. Την χάιδευαν όλες ταυτόχρονα, διαπερνώντας το δέρμα της με τα υγρά τους φιλιά, διαγράφοντας μονοπάτια ηδονής στις γραμμές του κορμιού της με τις γλώσσες τους. Θώπευαν τις καμπύλες της, περνούσαν τα υγρά τους δάχτυλα από τις αλαβάστρινες τούφες των μαλλιών της.
Οι υπόλοιπες Σεράινες τις μιμήθηκαν. Η καθεμιά πλησίασε την διπλανή της, της έδειξε τον θαυμασμό της με χάδια και παθιασμένα φιλιά. Η καταιγίδα δυνάμωσε, θαρρείς για να συνοδεύσει την ερωτική έξαρσή τους.
Η Μεράια απολάμβανε τα φιλιά της Αϊλίς, ενώ η γλώσσα της ακολουθούσε τα αρχαία άσματα χωρίς να το καταλαβαίνει. Η φωνή της Αϊλίς γαργαλούσε τα αυτιά της, όσο τραγουδούσε αισθησιακά στο αυτί της. Η καυτή της ανάσα κατέβηκε στον λαιμό της. Ένιωσε τα δόντια της να μπήγονται στο δέρμα της και ανατρίχιασε. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τον πορφυρό θύσανο των μαλλιών της και ένωσε τα χείλη της με τα δικά της.
YOU ARE READING
Η θάλασσα της ηδονής
RomanceΑρχές του 19ου αιώνα, Βόρεια Θάλασσα: Μία ομάδα από γοργόνες στοιχειώνουν τον ωκεανό, τρεφόμενες από την σεξουαλική ορμή των θυμάτων τους. Παραδομένες στον πόθο τους για έρωτα και θάνατο, τσακίζουν όσα καράβια είναι αρκετά άτυχα για να διασχίσουν τα...