Η Σέρα παιχνίδιζε κάτω από τα βράχια σαν μωρό, ψευδίζοντας μισές λέξεις και αναζητώντας την προσοχή των Σεράινων με μικρά κύματα που έσκαγαν πότε - πότε σπάζοντας την νωχελική ηρεμία του μεσημεριού. Εκείνες στολίζονταν και χόρευαν, σιγοτραγουδώντας.
Είχε περάσει τουλάχιστον ένας μήνας από το τελευταίο ναυάγιο και τίποτα δεν είχε μείνει στην επιφάνεια της θάλασσας να θυμίζει την καταστροφή. Η Σέρα είχε ήδη χωνέψει το δείπνο της, αλλά οι Σεράινες ήταν σίγουρες πως δεν θα έλεγε όχι σε ένα επιδόρπιο. Παρόλα αυτά ούτε βάρκα δεν είχε φανεί στα γαλάζια νερά όπου ζούσαν.
Η Μεράια ήταν ξαπλωμένη με την πλάτη πάνω στο επίπεδο στρώμα του βράχου της, με την ουρά υψωμένη στον ουρανό, τινάζοντάς την πότε δεξιά και πότε αριστερά από την βαρεμάρα. Το χαχανητό της Αϊλίς ακούστηκε δίπλα της παράταιρο, έτσι ζωηρό που ήταν. Είδε την φίλη της να παίζει με έναν αστερία που είχε κλέψει από τον βυθό και τον γύριζε στα δάχτυλά της.
Η Μεράια γέλασε στην θέα της. Σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει χωρίς εκείνη δίπλα της, ακόμα κι αν είχε του ναυτικούς όλου του κόσμου στα πόδια της.
«Τι γελάς;» Ρώτησε εκείνη ναζιάρικα, καθώς προσπαθούσε να στερεώσει τον δύσμοιρο αστερία στην κορυφή του κεφαλιού της, ανάμεσα στα κοχύλια και τα σπασμένα κοράλλια.
Η Μεράια ανασήκωσε τους ώμους. Η Αϊλίς γύρισε στην ασχολία της, αλληθωρίζοντας τα ζωηρά μάτια της προς τα πάνω. Ο αστερίας γλίστρησε μέσα από τα λεπτά της δάχτυλα και κατέληξε στο νερό. Η Σεράινα κοίταξε το σημείο όπου είχε χαθεί το νέο της παιχνίδι με μία μουτρωμένη έκφραση.
«Απόλαυσε την ελευθερία σου μέχρι να σε ξαναβρώ!» Φώναξε στον αστερία που βυθιζόταν και έπειτα χύθηκε με την πλάτη στον βράχο δίπλα στην Μεράια.
Έτσι πέρασε το υπόλοιπο απόγευμα, με τις Σεράινες να τεμπελιάζουν κάτω από τον ήλιο, να ανταλλάζουν φιλιά και χάδια και να καλλωπίζονται μπροστά από τους καθρέπτες τους.
Μέχρι που η φωνή της Ρόου διέκοψε τις ασχολίες τους και έκανε τις καρδιές τους να αναπηδήσουν μέσα στα στήθη τους.
«Καράβι!»
Έστρεψαν όλες τα κεφάλια προς την θάλασσα με προσμονή. Σε απόσταση λίγων μονάχα ωρών, ένα εμπορικό καράβι γεμάτο ζουμερούς, πεινασμένους από σωματικές απολαύσεις άνδρες, τους υποσχόταν ένα πλούσιο γεύμα.
YOU ARE READING
Η θάλασσα της ηδονής
RomanceΑρχές του 19ου αιώνα, Βόρεια Θάλασσα: Μία ομάδα από γοργόνες στοιχειώνουν τον ωκεανό, τρεφόμενες από την σεξουαλική ορμή των θυμάτων τους. Παραδομένες στον πόθο τους για έρωτα και θάνατο, τσακίζουν όσα καράβια είναι αρκετά άτυχα για να διασχίσουν τα...