Η ανταλλαγή

322 27 3
                                    

Η θάλασσα ήταν διαφορετική εκεί. Ο άνεμος δεν έπιανε εκείνο το μέρος και ο υδάτινος όγκος τελείωνε σε μία χρυσή, απαλή κουβέρτα άμμου. Στα δεξιά απλωνόταν ένα παράξενο γλυπτό από πέτρα που υψωνόταν από την άκρη της γης και κατέληγε καμπυλωτά μες το νερό. Έμοιαζε με άλογο που έσκυβε για να ξεδιψάσει.

Η Βόρεια Θάλασσα είχε κρυφτεί από τα εβένινα μάτια της πριν πολλές ώρες, προτού ακόμα υψωθεί ο ήλιος στον ουρανό. Δεν ήξερε πού βρισκόταν.

Γύρισε και κοίταξε τον άνδρα που ήταν ακόμη ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην άμμο. Της ξέφυγε ένα απροσδιόριστο χαμόγελο. Σύρθηκε πάνω στην μαλακή, αμμώδη επιφάνεια και τον πλησίασε. Τράβηξε απαλά τις γεμάτες αλμύρα τούφες των μαλλιών του που κάλυπταν τα μάτια του. Παρατήρησε σιωπηλή τον τρόπο που ανεβοκατέβαινε το στήθος του καθώς κοιμόταν, εξουθενωμένος από την χθεσινή πάλη με τα κύματα.

Ύστερα από λίγη ώρα τα κλειστά του βλέφαρα τρεμόπαιξαν. Η Μεράια ανασηκώθηκε στα χέρια της χωρίς να φεύγει από το πλευρό του. Όταν ο άνδρας άνοιξε τα μάτια του, εκείνη αποφάσισε πως ήταν πολύ πιο όμορφα στο φως της μέρας.

Εκείνος πίεσε τα βλέφαρά του μεταξύ τους, καθώς προσπαθούσε να ανασηκωθεί. Έκανε σκιά με το χέρι του μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του το φως και έριξε μια μπερδεμένη ματιά τριγύρω. Ύστερα το βλέμμα του καρφώθηκε έκπληκτο στην γυναίκα που τον κοιτούσε. Έμεινε για λίγο παραπάνω αγκιστρωμένο στην μακριά, φολιδωτή ουρά της που λαμπύριζε στο ίδιο χρώμα με την θάλασσα πίσω του. Μετά από ώρα αποφάσισε πως ήταν μονάχα ευγενικό να μιλήσει.

«Με έσωσες...» Διαπίστωσε, αβέβαιος για το αν θα έπρεπε να χαρεί ή όχι.

Η Μεράια έμεινε σιωπηλή. Άφηνε το βλέμμα της να απορροφήσει την αρρενωπή του ομορφιά. Τα μαλλιά του έφταναν στους ώμους, καστανά και πλούσια. Το μαύρο του καπέλο με το γείσο που πλάταινε στις άκρες και που δήλωνε το υψηλό του αξίωμα μέσα στο χαμένο του πλοίο είχε χαθεί στα κύματα. Η Μεράια σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα έτσι, γιατί ένα τόσο όμορφο κεφάλι δεν έπρεπε να χάνεται κάτω από ένα τόσο άχαρο αξεσουάρ.

Τα πάντα στο πρόσωπό του ήταν έντονα και γλαφυρά. Με κομψές μα ζωηρές γωνίες που γέμιζαν την εμφάνισή του με ώριμη γοητεία. Τα χοντρά του φρύδια ήταν καλοσχηματισμένα από την φύση τους, καμπύλωναν πάνω από τα βαριά του βλέφαρα ζωηρά και δεσποτικά. Η μύτη του γλιστρούσε συμμετρικά από την άκρη του μετώπου του μέχρι το μικρό βύθισμα που οδηγούσε στις καμπύλες των χειλιών του. Η Μεράια στάθηκε για ώρα σε αυτά τα χείλη, αφήνοντας χίλιες σκέψεις να περάσουν από το μυαλό της. Σκέψεις που θα αναστάτωναν κάθε υγειές μυαλό και θα έκαναν κάθε κορμί να αναριγήσει.

Η θάλασσα της ηδονήςWhere stories live. Discover now