Αναχώρηση

57 14 4
                                    

Μια από τις καρέκλες κάνει έναν ανατριχιαστικό ήχο, σα τρίξιμο και αμέσως γυρίζω το βλέμμα μου προς τα εκεί. Η Αγγελική έχει σηκωθεί όρθια. Τινάζει την κόκκινη καρό φούστα της και σφίγγει την μονόχρωμη μπορντό γραβάτα της. Ενστικτοδώς γέρνω το πιγούνι μου και κοιτάζω το σώμα μου προς τα κάτω. Φοράω τα ίδια ακριβώς ρούχα. Λευκές ψηλές κάλτσες και μαύρες μπαλαρίνες. Μια κόκκινη  καρό φούστα, ένα λευκό, τουλάχιστον τέτοιο χρώμα πρέπει να ήταν κάποτε, πουκάμισο, καθώς τώρα είναι γεμάτο κόκκινες κηλίδες αίματος, και μια, αρκετά χαλαρά δεμένη μπορντό γραβάτα. Είναι η ενδυμασία του σχολείου μου.

Εκείνο το πρωί σηκώθηκα νωρίς. Σηκώθηκα, που λέει ο λόγος καθώς δεν είχα κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Το είχα πάρει πλέον απόφαση. Θα έβαζα ένα τέλος στη ζωή μου. Όπως φαίνεται σαν ύπαρξη δεν προσέφερα τίποτα και σε κανέναν. Πολλά είχαν συμβεί. Πολλά που δεν είμαι σε θέση να περιγρλαψω και να αναλύσω τώρα, αυτή τη στιγμή. Έτσι λοιπόν ντύθηκα όπως κάθε μέρα. Κατέβηκα για πρωινό και έφυγα αφήνοντας την οικογένεια μου να πιστεύει πως αυτή θα ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Που θα γυρνούσα ξανά το μεσημέρι σπίτι για να κουβεντιάσουμε όπως πάντα πως πήγε η μέρα μας. Τις τελευταίες μέρες ωστόσο εγώ δεν έπαιρνα μέρος σε αυτές τις συζητήσεις. Έτρωγα απλά όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πήγαινα πάνω λέγοντας τους πως έχω μαθήματα και εργασίες για το σχολείο να κάνω. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι μου συνέβαινε. Δεν είχαν πάρει είδηση πως κάθε βράδυ έκλαιγα κουκουλωμένη κάτω από τα παπλώματα. Δεν είχαν έρθει να με ρωτήσουν τι μου συνέβαινε. Μόνο η Μάγια, που άκουσε μια φορά τους λυγμούς μου και ήρθε να δει πως ήμουν. Σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια και της είπα πως με συγκίνησε απλά ένα βιβλίο που διάβασα. Εκείνη τη νύχτα δεν ξαναέκλαψα. Είχα την εικόνα της στο μυαλό μου. Εκείνο το γλυκό προσωπάκι που χαμογελούσε όταν δεν ένιωθα καλα για μα βρω ξανά το χαμόγελό μου. Που κρυφά τα βράδια μετά από μέρες που δεν τα είχα πάει καλά σε κάποιο διαγώνισμα και με είχαν τιμωρήσει ερχόταν πατώντας στις μύτες στο δωμάτιο μου αγκαλιά με μια σακούλα πατατάκια για να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Ίσως να μην έκλαψα εκείνο το βράδυ ξανά για εκείνη. Για να μην την αναστατώσω... δεν ξέρω. Ήταν ο μόνος λόγος που θα μπορούσε να με κρατήσει στη ζωή. Μα ήταν τόσα άλλα που δεν παραμερίζονταν...

Και την κοιτάζω τώρα που κλαίει. Που κρατάει το αρκουδάκι και στο σφίγγει στην αγκαλιά της όσο πιο δυνατά μπορεί. Δεν της άξιζε κάτι τέτοιο. Είναι απλά ένα παιδί. Ένα παιδί που δεν φταίει σε τίποτα. Πόσο θα ήθελα τώρα να πάω να της πω πως είμαι εδώ... πως τίποτα δεν έχει τελειώσει. Μα δεν μπορώ. Δεν με βλέπει, δεν με ακούει δεν με νιώθει. Γι' αυτήν απλά έχω χαθεί.

"Κυρία Γκρέις, πρέπει να φύγω. Ξημέρωσε και πρέπει να πάω στο σχολείο. Και πάλι συλλυπητήρια για την Ιλεάνα. Ότι χρειαστείτε θα είμαι εδώ.", λέει η Αγγελική και έσφιξε τα χέρια της μητέρας μου.

"Αγγελική, έρχομαι κι εγώ.", είπε το αγόρι και σηκώθηκε.
"Και πάλι λυπάμαι για την κόρη σας.", λέει στην μητέρα μου.

"Να 'στε καλά παιδιά μου.", τους απαντάει η μητέρα μου και σκούπιζει ένα δάκρυ που κυλάει αργά στο μάγουλό της. Η Αγγελική και ο Νικ αρχίζουν να βαδίζουν με αργά βήματα στο βάθος του διαδρόμου. Σηκώνομαι να περνώ μπροστά απο τη μητέρα και την αδελφή μου για να τους ακολουθήσω. Ξαφνικά η Μάγια τινάζεται ελαφρά και γυρνάει προς το μέρος μου και κοιτάζει περίεργα. Παράξενο, φαίνεται να κοιτάζει ευθεία στα μάτια μου, σα να βλέπει κάτι. Μα αποκλείεται. Την κοιτάω για μια στιγμή κι έπειτα συνεχίζω την πορεία μου προς την έξοδο του νοσοκομείου. Ο Νικ και η Αγγελική έχουν στις πλάτες τους τις σχολικές τους σάκες. Η σάκα του Νικ έχει ενα βαθύ γαλάζιο χρώμα ενώ εκείνη της Αγγελικής είναι μωβ σκούρη με ασημένια, κομψά φερμουάρ. Καθώς περπατούν δεν ανταλλάζουν κουβέντα, ενώ ο Νικ είναι σκυμμένος και κοιτάζει επίμονα τα μπλε αθλητικά του καθώς περπατάει. Φαίνεται νευρικός. Σε περίπου δέκα λεπτά φτάνουμε στο Λύκειό μας. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και πατώ το πόδι μου στο προαύλειο...   

Με ή χωρίς εμένα Onde histórias criam vida. Descubra agora