Εισαγωγή

63 16 1
                                    

     Ξυπνάω στο λευκό δωμάτιο του νοσοκομείου. Το μαύρο ρολόι στο βάθος χτυπάει μεσάνυχτα. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει. Μια μελαχρινή ασπροντυμένη γυναίκα μπαίνει στον θάλαμο. Στα χέρια της κρατάει ένα μαύρο ντοσιέ. Αρχίζει αργά αργά να γράφει. Έπειτα το ακουμπάει στο κομωδίνο δίπλα μου και με αργά βήματα αρχίζει να περπατάει προς την πόρτα. Παραξενεύομαι, δεν πρόκειται να με εξετάσει; Σηκώνομαι από το κρεβάτι μου. Πριν αρχίσω να της φωνάζω ρίχνω μια ματιά στο ντοσιέ. Στη λευκή σελίδα του έλεγε ελάχιστες λέξεις: ΙΛΕΆΝΑ ΓΚΡΈΙΙΣ, ΕΤΏΝ 17, 13/5/2017, ΏΡΑ ΘΑΝΆΤΟΥ 11:59 μ.μ. ΑΊΤΙΟ: ΑΥΤΟΚΤΟΝΊΑ. Πανικοβάλλομαι. Θέλω να πω, είμαι ζωντανή, νιώθω ζωντανή. Γυρνάω το πρόσωπο μου προς στο κρεβάτι. Προς μεγάλη μου έκπληξη, πάνω του βλέπω να κείτεται το χλωμό μου σώμα. Πλησιάζω το κρεβάτι. Εξετάζω εξονυχιστικά με τη ματιά μου το κορμί. Απλώνω το χέρι μου, προσπαθώ να το αγγίξω, αλλά είναι αδύνατο. Το χέρι μου φαίνεται να περνάει μέσα από το στομάχι του σώματος. Παρ' όλα αυτά δεν νιώθω τίποτα εκτός από έναν έντονο πόνο στο στομάχι. Παίρνω το χέρι μου από το σώμα πάνω στο κρεβάτι και ο πόνος εξαφανίζεται.
    Περπατώ προς την πόρτα του θαλάμου την οποία η νοσοκόμα με το συμπαθητικό πρόσωπο είχε αφήσει ανοιχτή. Πριν βγω την ακούω να μιλάει με κάποιον.
"Δυστυχώς δεν τα κατάφερε... Κάναμε ότι μπορούσαμε μα τα τραύματα από την μοιραία πτώση της απο την ταράτσα της οικοδομής ήταν πολύ βαθιά. Ήδη όταν την έφεραν εδώ είχε φύγει κάθε σημάδι ζωής από το κορμί της.", λέει και σιωπά. Ακούγονται λυγμοί πολλών ατόμων. Έξω αντικρίζω γνωστά πρόσωπα. Αρχίζω να περπατώ μπροστά τους. Στην πρώτη μαύρη δερμάτινη καρέκλα κάθεται η μητέρα μου, δίπλα της κάθεται ο πατέρας μου. Στην αγκαλιά του πατέρα μου βρίσκεται η Μάγια η μικρή μου αδελφή. Τα μάτια της είναι κόκκινα, λογικά από κλάμα, και στα χέρια της σφίγγει το αρκουδάκι που εγώ της είχα κάνει δώτο πέρυσι στα γενέθλιά της  Στη συνέχεια βλέπω την κολλητή μου. Βασικα δεν είναι ακριβώς κολλητή μου. Η Αγγελική εντάχθηκε στην παρέα μας, εμένα και της Λίλιαν, της κολλητής μου από την πρώτη Λυκείου, επειδή η κοπέλα με την οποία έκανε παρέα έφυγε από το σχολείο μας. Για να πω την αλήθεια δεν είναι και το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο. Εκπλήσσομαι που βλέπω το αγόρι που κάθεται δίπλα μου στο σχολείο, να περιμένει δίπλα τους.  Νικ τον λενε ή κάπως έτσι αν δεν κάνω λάθος. Τους παρατηρώ όλους και διάφορες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου. Γιατί δεν μου μιλούν; Είμαι μπροστά τους. Γιατί κλαίνε; Δεν με βλέπουν; Πού είναι η Λίλιαν και ο Μπράιαν, το αγόρι μου; Και τότε αρχίζω να θυμάμαι. Με θυμάμαι δακρυσμένη να παίρνω μια βαθιά ανάσα, ίσως την τελευταία μου, και να πεύτω από την ταράτσα μιας οικοδομής δύο τετράγωνα κάτω από το σπίτι μας. Θυμάμαι να πέφτω στο κενό. Το μόνο που βλέπω να είναι όλη μου η ζωή να περνά μπροστά απ' τα μάτια μου. Κάθε ανάμνηση, κάθε διάλογος, κάθε πρόσωπο που με έφερε στην κατάσταση που βρίσκομαι τώρα...

Με ή χωρίς εμένα Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang