Κεφάλαιο 2.

223 15 0
                                    

«Άννα! Κατέβα να φας πρωινό!», ακούστηκε η λεπτή φωνή της μητέρας της.

Η κοπέλα μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της και περίμενε με ανυπομονησία την κολλητή της. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της αργά και ξεπρόβαλε στη σκάλα με τις ροζ πιτζάμες που της είχε αγοράσει η μητέρα της, μόλις δύο μέρες πριν. Κατέβηκε τις σκάλες και έφτασε στην κουζίνα. Η κοιλιά της γουργούριζε τόσο έντονα που κάποια στιγμή άρχισε να πονάει. Κάθισε ανυπόμονα στην καρέκλα του τραπεζιού και περίμενε να δει τι της είχε ετοιμάσει.

Δυο λεπτά αργότερα δυο κρέπες με γέμιση σοκολάτα εμφανίστηκαν μαζί με την μητέρα της, δίπλα της. Το αγαπημένο της πρωινό. Είχε πολλά χρόνια να της φτιάξει. Το έκανε μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Πήρε το πιρούνι που υπήρχε μέσα στο πιάτο, όμως μετά…το άφησε. Άλλαξε γνώμη και είπε τελικά να φάει με τα χέρια. Εξάλλου ήταν στο σπίτι της και δεν την ένοιαζε αν θα την κρίνουν ή όχι. Έπιασε με τα χέρια της την πρώτη κρέπα και την καταβρόχθισε μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Όταν πλέον είχε τελειώσει, πήρε το πιάτο στα χέρια της και το έβαλε μέσα στο νεροχύτη. Τότε ήταν που χτύπησε το κουδούνι. Πετάχτηκε έντρομη από την φασαρία που προκάλεσε και χωρίς πολλά λόγια πήγε στην πόρτα να ανοίξει. Ανοίγοντας, ξεπρόβαλε μπροστά της μια φιγούρα. Η Ξανθή.

«Καλημέρα!» είπε η κοπέλα μπαίνοντας μέσα στο σπίτι της φίλης της, με ένα χαμόγελο ως τα αφτιά.

«Ωπ! Πολλές χαρές βλέπω. Καλημέρα!»

«Μάντεψε!» είπε με ένα αγχωτικό γέλιο να εμφανίζεται σιγά-σιγά στο πρόσωπό της.

«Όχι! Αποκλείεται! Δεν γίνεται!»

«Κι όμως! Βρήκα δουλειά! Και για τις δυο μας. Δεν είναι καταπληκτικό;»

«Φυσικά και είναι! Πως βρήκες τόσο γρήγορα;»

Έκανε μερικά βήματα προς τα μέσα. Έφτασε στο σαλόνι, κάθισε στον καναπέ και τότε άρχισε να μιλάει.

«Μίλησα εχθές το βράδυ με τη θεία μου από το Λονδίνο. Είπαμε πολλά και διάφορα πράγματα. Μετά από πολλή ώρα συζήτησης πιάσαμε και το θέμα της δουλειάς. Με ρώτησε τι σκέφτομαι να κάνω και όλα αυτά. Της είπα ότι αυτό τον καιρό ψάχνομαι με την κολλητή μου γιατί θέλουμε να ξεκινήσουμε πολύ σύντομα και μου είπε πως μπορούμε να πάμε στο Λονδίνο και να πιάσουμε δουλειά στο δικηγορικό γραφείο του θείου μου!»

Η Άννα είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό όλη αυτή την ώρα που η Ξανθή της διηγούνταν το πώς βρήκε δουλειά. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της όταν κατάλαβε ότι οι δικοί της δεν θα την άφηναν για κανένα λόγο να πάει να δουλέψει στο εξωτερικό. Πήρε μια θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό της και κάθισε στον καναπέ κοιτάζοντας στο ‘άπειρο’ .

«Τι έγινε τώρα; Προς τι αυτή η έκφραση;»

Η Ξανθή δεν μπορούσε να καταλάβει πως η Άννα δεν είχε την ίδια οικονομική άνεση με αυτή. Όμως αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα. Οι γονείς της ήταν ιδιαίτερα προστατευτικοί και δεν θα την άφηναν να πάει πουθενά.

«Αχ.. Δεν μπορείς να με καταλάβεις! Οι γονείς μου δεν.. Δεν θα με αφήσουν!»

«Μα πως είσαι τόσο σίγουρη;»

Ήταν σίγουρη. Ήταν απόλυτα σίγουρη! Έχει μεγαλώσει μαθημένη στα λίγα και όχι στα πολλά. Δεν περίμενε κάτι παραπάνω από αυτούς τους ανθρώπους. Την είχαν μεγαλώσει σωστά, με τον τρόπο που κάθε παιδί θα ήθελε να μεγαλώσει. Τους είχε μάθει πλέον τόσο καλά, είχε συνηθίσει τις φράσεις που θα της έλεγαν κάθε φορά που ζητούσε κάτι παράλογο. ’Όχι, Άννα. Δεν γίνεται!’ Μία από τις γνωστές φράσεις αλλά και εκφράσεις της μητέρας της.

«Γεια σου Ξανθή!» είπε η μητέρα της Άννας. Αυτή ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία, η Ξανθή να μιλήσει με τη μητέρα της και πιθανότατα να την πείσει.

«Γεια σας!» απάντησε η Ξανθή.

«Άννα; Να της το πω;»Πλέον την κοιτούσε κατατρομαγμένη. Και αν η μητέρα της δεν την άφηνε; Θα έχανε μία πολύ μεγάλη ευκαιρία για δουλειά και ένα όνειρο ζωής θα είχε βρεθεί στα χέρια κάποιου άλλου.

«Ναι! Πες το.» απάντησε η Άννα όλο σιγουριά. Δεν ήταν σίγουρη για το ποια θα ήταν η αντίδραση της μητέρας της. Η Ξανθή έκανε στη μητέρα της, την ίδια ακριβώς περιγραφή με αυτή που έκανε και στην Άννα. Η κυρία Βικτώρια, έτσι την έλεγαν, έμεινε με το στόμα ανοιχτό κατά κάποιο τρόπο. Ήταν το μόνο άτομο που της είχε απομείνει.

Ο γιος της, ο Mark, είχε επίσης μετακομίσει στο Λονδίνο λόγω της δουλειάς. Ποτέ δεν απομακρύνθηκε. Κάθε χρόνο επισκέπτονταν την Άννα και την μητέρα της. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Ο αδερφός της Άννας ήταν μεγάλος και αρκετά γνωστός σεφ. Η κοπέλα του, Mary, ηταν και αυτή καταπληκτικός άνθρωπος. Από την στιγμή που ο Mark και η Άννα θα μένουν κοντά, δεν θα χρειάζεται η μητέρα της να ανησυχεί. Όμως τι θα απαντήσει;

Ακολουθώντας Το Όνειρο ( A Zayn Malik Fanfiction)Where stories live. Discover now