Κεφάλαιο 6.

156 14 2
                                    

«Θέλω να μου μαγειρέψεις σήμερα. Θα πω στην Ξανθή να έρθουμε για μεσημεριανό και μετά πάμε στο σπίτι των θείων της. Θες να μας φιλοξενήσεις;»

«Με μεγάλη μου χαρά!» χαμογέλασε ο Mark.

«Ωραία.. Πάμε να γνωρίσουμε τους δικούς της!» . Η Άννα έπιασε τον αδελφό της και κατευθύνθηκε προς την κολλητή της η οποία μιλούσε με μία γυναίκα και έναν άντρα. Προφανώς και ήταν οι θείοι της.

«Αα! Να σας συστήσω. Από εδώ η κολλητή μου Άννα και.. ο αδερφός της..»ξεροκατάπιε. «.. ο Mark.».είπε η Ξανθή ενώ έτρεμε ολόκληρη. «Παιδιά, από εδώ η θεία μου Johanna και ο θείος μου Ryan.»

«Χάρηκα» είπαν όλοι και έδωσαν τα χέρια.

«Λοιπόν, που θα κοιμηθούμε σήμερα;»

«Σε εμάς! Έχουμε αρκετά δωμάτια.» είπε η θεία της Ξένιας.

«Μπορούμε να πάμε για μεσημεριανό στο διαμέρισμα του αδερφού μου; Είναι σεφ και θα μας περιποιηθεί σωστά.» είπε η Άννα χαμογελώντας στον αδερφό της.

«Κανένα πρόβλημα! Αύριο ξεκινάτε δουλειά μικρές. Προετοιμαστείτε. Εσύ αγόρι μου είσαι ο Mark Rasel;» ρώτησε ο κύριος Ryan.

«Μάλιστα!» του χαμογέλασε ο Mark.

«Έχω ακούσει τα καλύτερα για σένα. Λένε πως είσαι καταπληκτικός σεφ.»

«Σας ευχαριστώ πολύ!» απάντησε και κοκκίνισε.

«Πως και πήρατε αγγλικό επώνυμο;» ρώτησε όλο ευγένεια η κυρία Johanna.

«Ο πατέρας μας ήταν από το Λονδίνο.» της απάντησαν.

«Λοιπόν, θα έρθω να σας πάρω εγώ μετά, από το σπίτι του Mark. Ξέρω που μένει! » είπε ο κύριος Ryan εκπλήσσοντας τους πάντες.

«Ωραία! Ελάτε κορίτσια, πάμε.»

Ο Mark πήρε τα δύο κορίτσια από τα χέρια. Η Άννα τον έπιασε αγκαζέ και η Ξανθή περπάτησε δίπλα του. Τα τρία παιδιά μπήκαν στο αυτοκίνητο του Mark και μία ώρα μετά είχαν φτάσει στο σπίτι του. Ο Mark έφτιαξε φαγητό στα κορίτσια, τα οποία έμειναν απολύτως ικανοποιημένα. Όλοι τους είπαν τα νέα τους και μία ώρα αργότερα ήρθε ο κύριος Ryan. Τα κορίτσια χαιρέτησαν τον νεαρό και έφυγαν.

Όταν έφτασαν στη βίλα, είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Το σπίτι ήταν διώροφο, βαμμένο με λευκή μπογιά και απέξω το στόλιζαν ένας κήπος και μία μεγάλη πισίνα. Είχε δύο μεγάλες τζαμαρίες, μία δεξιά και μία αριστερά, στο ισόγειο. Πάνω από τις τζαμαρίες, στον πρώτο όροφο, είχε δύο μπαλκόνια. Οι κοπέλες μπήκαν μέσα στο σπίτι, η κυρία Johannaτις καλωσόρισε.

«Λοιπόν, έχω ετοιμάσει πάνω δύο δωμάτια. Βολευτείτε και κοιμηθείτε καλά. Αύριο θα πάτε για δουλειά.» χαμογέλασε.

«Για αρχή θα δείτε αύριο τα γραφεία σας και θα σας εξηγήσουν τη δουλειά οι γραμματείς σας. Είναι Ελληνίδες, οπότε θα συνεννοηθείτε πιο εύκολα.» είπε ο κύριος Ryan.

«Ευχαριστούμε!» είπαν δυνατά τα δύο κορίτσια και έφυγαν για τα δωμάτια τους.

Η Άννα μπήκε σε ένα, το οποίο της θύμιζε το δικό της δωμάτιο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε σωμών χρώμα. Είχε ένα μονό κρεβάτι και δίπλα του ένα κομοδίνο. Μπροστά στον δεξί τοίχο, ήταν τοποθετημένη μια άσπρη ντουλάπα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε τις πιτζάμες της από τη βαλίτσα της και άλλαξε ρούχα. Έβαλε ξυπνητήρι στο λευκό, ολοκαίνουριο κινητό της και ξάπλωσε. Μέσα στο μυαλό της είχε την αυριανή μέρα. Η πρώτη της φορά στη δουλειά των ονείρων της, θα πραγματοποιούταν την επόμενη μέρα.

Ακολουθώντας Το Όνειρο ( A Zayn Malik Fanfiction)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora