Κεφάλαιο 8

29 3 0
                                    

Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χάιδεψαν το πρόσωπο της Αντζελίκ. Δεν ήθελε να ανοίξει τα μάτια της.. Ένιωθε τόσο γαλήνια στην αγκαλιά του Σεμπαστιάν.
Μπήκε στον πειρασμό και άνοιξε τα μάτια της. Αντίκρισε τα ζεστά του μάτια να την κοιτάνε και να της χαμογελάει.
«Καλημέρα Δούκισσα μου.» Η φωνή του ακούστηκε τόσο απαλή, τόσο βελούδινη.
«Είσαι εδώ..» άπλωσε το χέρι της σαν να μην το πίστευε ότι ήταν ξαπλωμένος δίπλα της. Το ζεστό από τον ύπνο χέρι της, χάιδεψε το μούσι του. Στο άγγιγμα, της εκείνος έγειρε πιο μπροστά θέλοντας να εκμεταλλευτεί κάθε εκατοστό του χεριού της.
«Δεν μπορούσα να σε αφήσω μόνη.. Ήθελα να είμαι δίπλα σου..»
Η καρδιά της φτερούγισε στο άκουσμα της πρότασης. Και ξαφνικά με μια απότομη σκέψη επανήλθε στην πραγματικότητα.
«Τι ώρα είναι; Έχουν ξυπνήσει οι υπόλοιποι; Πως θα φύγεις;»
«Αντζελίκ ηρέμησε..» την πήρε στην αγκαλιά του και της χάιδευε κυκλικά την πλάτη.
Εκείνη ένιωσε την ανάσα της να επανέρχεται στην κανονική της ταχύτητα. Τραβήχτηκε μακριά της και την κοίταξε στα μάτια.
«Αγαπημένη μου, μόλις χάραξε.. ήθελα πρώτα να σε δω, να σου πω μια κουβέντα και ύστερα να φύγω..» η ειλικρίνεια καθρεφτιζόταν στα μάτια του. Μπορούσες να καταλάβεις, το πόσο απεγνωσμένα ήθελε να εκμεταλλευτεί κάθε λεπτό που περνούσε μαζί της. Την ήξερε τόσο λίγο και όμως του ξύπνησε μέσα του τόσα συναισθήματα.

<<Σεμπαστιάν... πρέπει να μιλήσεις στον πατέρα μου.. πρέπει να του εξηγήσεις ότι είσαι διαφορετικός από τους υπόλοιπους.. Δεν θα ήθελα να φύγεις.. Όχι τώρα..>> Το βλέμμα της ήταν σοβαρό και ταυτόχρονα λυπημένο.. Όμως ένας πανικός κυρίευσε το μυαλό του και μια πίκρα την καρδιά του. Τι θα τους έλεγε; Πως θα τους το έλεγε; Ποιος θα τον πίστευε στο κάτω κάτω.. Αναστέναξε και προσπάθησε να μετρήσει και να ζυγίσει σωστά τις κουβέντες που θα πει.

<<Αντζελίκ.. Στη ζωή μου έχω μάθει να ζω πολύ διαφορετικά. Μεγάλωσα με άλλους κανόνες σε μια οικογένεια μακράν πιο ιδιόμορφη από την δική σου.. Πως θα μιλήσω στον Ιβάν; Τι θα του πω;>>

Εκείνη έμεινε ακίνητη και παγωμένη. Δεν ήθελε να τον χάσει φυσικά.. Αλλά δεν μπορούσε να τον κρατήσει χωρίς την θέληση του.

<<Ο πατέρας μου πάντα έλεγε πως όταν θέλεις να μάθεις έναν άνθρωπο κοιτάς μέσα στα μάτια του.>> το μαλακό της χέρι ακούμπησε το μάγουλο του. Ανασήκωσε το κεφάλι του με το χέρι της έτσι ώστε να τον κοιτάει στα μάτια. <<Και εγώ δεν βλέπω σκοτάδι μέσα στην καρδιά σου.>> του απάντησε σταθερά.

Love and PrejudiceOnde histórias criam vida. Descubra agora